Pin It

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Η. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣΤου Θεόδωρου Η. Καραγιάννη*

 

Η εφαρμογή του Συντάγματος, ο σεβασμός του νομοθετικού ρόλου της Βουλής, η κοινοβουλευτική τάξη, η συμμόρφωση στις αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων, η επιβαλλόμενη δεοντολογία απέναντι στα κόμματα και μια σειρά από κορυφαία ζητήματα που διαφεύγουν ίσως την παρούσα στιγμή, είναι δυστυχώς «αξίες εν ανεπαρκεία» στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική. Αυτό ισχυρίζεται η από ‘δώ πλευρά. Γιατί η κυβέρνηση πιστεύει ότι όλα όσα γίνονται είναι καλώς καμωμένα. Αναφαίρετο δικαίωμά της. Ας ακολουθήσουμε όμως τον συλλογισμό με βάση τη δική μας άποψη, λαβαίνοντας υπόψη και την άποψη που επίσης δικαιούνται να έχουν κι οι υπόλοιποι πολίτες.

 

Αν η παραπάνω εκτίμησή μας προσεγγίζει την πραγματικότητα, τότε η κυβέρνηση χάνει αυτομάτως το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται «εγγυητής της πολιτικής και συνταγματικής σταθερότητας». Κι ας κομπορρημονεί για το αντίθετο! Εξάλλου έχει γίνει φανερό πως με το σλόγκαν «σταθερότητα» η κυβέρνηση εννοεί κυρίως τη σταθερή κι αδιατάρακτη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής μέχρις «τελικής πτώσεως» των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων που, κάθε μέρα που περνάει, διευρύνονται. Επομένως η ευθύνη και το βάρος της αποκατάστασης της ομαλότητας από τις «παρεκβάσεις» της πρώτης παραγράφου μεταφέρεται κυρίως στην αξιωματική αντιπολίτευση. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε το δέχεται είτε όχι, ορίζεται εξ αντικειμένου εγγυητής της σταθερότητας και θεματοφύλακας των κατακτήσεων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

 

Η «κερκόπορτα» των συνήθων εκτροπών που έχουν διαλύσει τον «δημοκρατικό ιστό» κι άνοιξαν τον δρόμο σε μια έμμεση κοινοβουλευτική ολιγαρχία, είναι οι επιμειξίες και επικαλύψεις ανάμεσα σε – χωριστές κατά το σύνταγμα-πολιτικές λειτουργίες. Προφανώς γιατί στον τόπο μας ο διαχωρισμός των εξουσιών δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Η αστική δημοκρατία ενώ έχει εδραιωθεί οικονομικά, παραμένει ανάπηρη πολιτικά. Που σημαίνει πως μια νέα αριστερή κυβέρνηση -αν δέχεται στρατηγικά την προοδευτικά θεσμική μεταβολή αντί της ανατροπής με άλματα- οφείλει να συμβάλει στην οικονομική και πολιτική αντιστοίχηση, μη παραλείποντας βεβαίως να εισάγει επειγόντως και καινούργιους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς (κοινωνική και συνεταιριστική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, μορφές άμεσης δημοκρατίας κ.λπ.).

 

Ζητήματα στενά συνδεδεμένα με τα προηγούμενα, πολύ όμως περισσότερο αναμεταξύ τους, είναι πρωτίστως η αναθεώρηση του Συντάγματος και δευτερευόντως η ενίσχυση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το πρώτο είναι καίριο ζήτημα γιατί η αιφνίδια προβολή του απ’ την κυβέρνηση, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, μας υποψιάζει ότι -πέραν του αποπροσανατολισμού – συνιστά μια στόχευση που η κυβέρνηση θα επιδιώξει να επιτύχει όταν θα ’ναι βέβαιη για το αποτέλεσμα. Θα είναι ένα χτύπημα σαν το «χτύπημα» της κόμπρας! Και ξέρουμε πολύ καλά ποιας λογικής και ποιας πολιτικής φιλοσοφίας είναι οι σχεδιαζόμενες για αναθεώρηση συνταγματικές ρυθμίσεις…

 

Σ’ αυτή την επιδίωξη η κυβέρνηση, από τις κινήσεις που τις τελευταίες μέρες κάνει, είναι προφανές πως δεν διστάζει να εμπλέξει ή καλύτερα να χρησιμοποιήσει το «χαρτί της προεδρίας». Φαίνεται ο ανώτατος πολιτειακός θεσμός δεν έχει για τον Σαμαρά «εγγενή» αλλά μάλλον χρηστική αξία! Γιατί όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται να παίξει το παιχνίδι της κυβέρνησης; Είναι ένας τρόπος, λέει, για να προκαλέσει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

 

Ας δούμε όμως είναι αυτό πολιτικά και συνταγματικά ορθό:

 

1. Οι ευρωεκλογές έγιναν μόλις πριν από δέκα μέρες. Αν η πλειοψηφία του λαού ήθελε να επιτύχει κάτι περισσότερο, θα το είχε δείξει με την ψήφο του. Το να θέλουμε σώνει και καλά να «ξαναδείξει» ο λαός τη βούλησή του μέσα σε δέκα μήνες, υποδηλώνει απλώς μια «εμμονή», μια στάση και αντίληψη «πατερναλιστική», ξεπερασμένη για την εποχή μας.

 

2. Πολιτικά οι εκλογές δεν είναι νοητό να τις συνδέουμε με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι εκλογές όταν επισπεύδονται είναι είτε γιατί η όξυνση των προβλημάτων έχει «χτυπήσει κόκκινο», είτε γιατί δεν υπάρχει συμφωνία στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. (Σ.Σ. Ακόμα και η προφανής δυσαρμονία μεταξύ «δεδηλωμένης» και λαϊκής βούλησης δεν συνιστά κατά το Σύνταγμα αιτία προσφυγής στις κάλπες, αφού ο Πρόεδρος δεν έχει δικαιοδοσία να «διαπιστώσει» τη δυσαρμονία). Οταν όμως α πριόρι δηλώνουμε πως «ακόμη κι ο Θεός να προταθεί ως Πρόεδρος, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να συμφωνήσει», αυτό ο κόσμος το εισπράττει σαν ένα «αγαθών προθέσεων» πολιτειακό εκβιασμό.

 

3. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αυριανή κυβέρνηση, για το ύπατο αξίωμα της χώρας δεν μπορεί να θέλει έναΝ πρόεδρο με 180, άντε 150 ψήφους. Εχει συμφέρον να ΄χει η χώρα ως πρόεδρο -γιατί όχι με τριακόσιους ψήφους (!)- ένα πρόσωπο «υπεράνω πάσης υποψίας», που να σέβεται τον εαυτό του και το Σύνταγμα, με δικαιοδοσία συνταγματικά λειτουργική, εθνικά ενωτική και κοινωνικά χρήσιμη. Αυτό θα ήταν μια πραγματική κατάκτηση!

 

4. Η νέα γενιά είναι πολύ πιο ευαίσθητη στη διάκριση των ρόλων και εξουσιών. Ας μην τους απογοητεύουμε.

 

Συμπέρασμα: Πρέπει ν’ αποσυνδεθεί αμέσως το ζήτημα Προέδρου της Δημοκρατίας από τις εκλογές. Αντίθετα το «ναι» στον νέο Πρόεδρο (με τα παραπάνω χαρακτηριστικά) να συνδεθεί πολύ στενά με τη συνταγματική αναθεώρηση. Αυτά τα δυο ζητήματα είναι όντως συμβατά. Οσο για τις εκλογές, θα έρθουν ή με μια γενική απεργία πολυήμερη ή όταν η κυβέρνηση αντιληφθεί ότι μένοντας στην εξουσία ζημιώνεται η ίδια.

 

………………………………………………………….

 

*Επίτιμος Δικηγόρος Αθηνών

 

Scroll to top