ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
Του Δημήτρη Γκιώνη
Κάθε φορά που βλέπω μια καλή κωμωδία – παλιά εννοείται, δική μας ή ξένη – αναρωτιέμαι τι γίνεται και στους καιρούς μας δεν υπάρχουν κωμικοί ηθοποιοί, και συνακόλουθα κωμωδίες, του είδους που υπήρχε τουλάχιστον ώς τη δεκαετία του ’70; Και: Ποιοι μπορούμε να πούμε ότι είναι οι συνεχιστές των σπουδαίων Αμερικανών, Αγγλων, Ιταλών, Γάλλων και, φυσικά, Ελλήνων κωμικών; Και: δεν έχει ανάγκη σήμερα ο κόσμος από γέλιο ;
Το τελευταίο μάλλον διαψεύδεται από την απήχηση που έχουν οι από τηλεοράσεως επαναλαμβανόμενες προβολές παλιών ελληνικών κωμωδιών – για να σταθώ μόνο σ’ αυτές. Με κωμικούς, ενδεικτικά, όπως οι: Αυλωνίτης, Λογοθετίδης, Μακρής, Σταυρίδης, Φωτόπουλος, Ηλιόπουλος, Παπαγιαννόπουλος, Χατζηχρήστος, Γκιωνάκης, Ρίζος, Βέγγος. Κι από γυναίκες: Βασιλειάδου, Νοταρά (μοναδικές περιπτώσεις γυναικών κωμικών παγκοσμίως).
Χωρίς κωμικούς
Παρακολουθώντας τις επιδόσεις μερικών από τους πολυπροβαλλόμενους, κυρίως από τηλεοράσεως, σύγχρονους δικούς μας κωμικούς και συγκρίνοντάς τους με τους προαναφερόμενους – μακαρίτες πλέον – πιάνω τον εαυτό μου να διασκεδάζει με τους εκδημήσαντες και να μελαγχολεί με τους ζώντες.
Εκλείπουν οι σπουδαίοι κωμικοί και συνακόλουθα οι κωμωδίες, οι κωμωδιογράφοι, οι ευθυμογράφοι, οι επιθεωρήσεις (μακάρι ένας ειδικός να εξηγούσε το φαινόμενο – εκτός αν έχει γίνει και δεν το έχω πάρει χαμπάρι).
Αλλά παρασύρθηκα, παρατράβηξα την εισαγωγή του σημερινού θέματος, που είναι ο Γάλλος κωμικός Λουί ντε Φινές, ο οποίος, μολονότι έφυγε από τη ζωή πριν 30 χρόνια (27 Ιανουαρίου 1983, στα 69 του) εξακολουθεί, με τις προβαλλόμενες και στα κανάλια ταινίες του, να τέρπει.
Γράφει ο Στάθης Βαλούκος στο βιβλίο του «Η κωμωδία» (εκδ. «Αιγόκερως», 2001):
«Ως κωμικός σφράγισε με το νευρώδες και σπασμωτικό παίξιμό του τη γαλλική κωμωδία των δεκαετιών ’60 και ’70. Ξεκίνησε την καριέρα του σε παρισινά νάιτ κλαμπ και καμπαρέ ως μίμος και κωμικός. Μετά τον πόλεμο απέκτησε φήμη για τις εξαιρετικές μιμήσεις του κι έγινε σταρ του ραδιοφώνου, για να περάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’50 στον κινηματογράφο. Εκεί βρήκε, θα έλεγε κανείς, τον φυσικό του χώρο. Αμέσως καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής και διακεκριμένος ανερχόμενος κωμικός».
Γεννημένος το 1914 από γονείς ισπανικής καταγωγής, στη διάρκεια της καλλιτεχνικής του καριέρας, που κράτησε πάνω από 40 χρόνια, γύρισε περί τις 150 ταινίες, που τον έκαναν δημοφιλή όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σι εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Κύριο χαρακτηριστικό οι μορφασμοί του – που, μολονότι ενίοτε υπερβολικοί, εκφράζουν με πειστικότητα συγκεκριμένα συναισθήματα (που προσπαθούν ανεπιτυχώς να πετύχουν και κάποιοι σύγχρονοι δικοί μας).
Βέγγος – Ντε Φινές
Επισημαίνει ο Στάθης Βαλούκος:
«Οι πρωταγωνιστικοί του ρόλοι είναι δεκάδες. Διώκτης του Φαντομά, στη σειρά των κωμικών του Αντρέ Ινιμπέλ, χωροφύλακας και διώκτης γυμνιστών σε μια άλλη σειρά ταινιών που εγκαινιάστηκε με τον περίφημο «Χωροφύλακα του Σεν Τροπέ», μεταπηδούσε άνετα από τον μολιερικό «Μεγάλο τσιγκούνη» στη σύγχρονη κωμωδία καταδίωξης («Οι τρελές περιπέτειες του Ραβί Ζακόμπ»), και από τις αστυνομικές φάρσες («Εγώ, δύο γυναίκες και τρεις βαλίτσες» του Εντουάρντ Μολιναρό), στις αστικές φαρσοκωμωδίες («Ο άνθρωπος – ορχήστρα» του Σερζ Κομπέρ).
»Μοναδικός στις γκριμάτσες, αεικίνητος στο σώμα, αγχώδης στις αντιδράσεις του, πλάθει έναν τύπο που φαίνεται πως γελοιογραφεί απόλυτα τον σύγχρονο μέσο αστό. Οι κωμωδίες του δεν ήταν σπουδαίες, και ίσως καμιά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αριστούργημα, ωστόσο όλες έχουν τη σταθερή απήχηση ενός καλόγουστου χιούμορ, στο οποίο διακρίνονται εξίσου λαϊκοί χυμοί των τύπων της Κομέντια ντελ Αρτε και οι αξίες του κλασικού θεάτρου χαρακτήρων».
Από κινηματογραφικούς κριτικούς έχει εκτιμηθεί ότι το ελληνικό ανάλογο του Ντε Φινές είναι ο Θανάσης Βέγγος. Διαβάζω σχετικά στη διαδικτυακή kritiki. gr, με την υπογραφή Λ.Π.:
«Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τη φιλμογραφία δεν θα αργήσει να καταλάβει ότι οι δυο ηθοποιοί διαθέτουν αρκετά κοινά σημεία, κυρίως ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις διάφορες αναποδιές. Ακόμη, ο εθνικός μας κωμικός Θανάσης Βέγγος έχει υπηρετήσει πιστά τις αριστοφανικές κωμωδίες, όσο και ο Λουί ντε Φινές τις κωμωδίες του Μολιέρου[…]Ο Λουί ντε Φινές με μονάχα ένα βλέμμα, μια κίνησή του σε κάνει να πεθαίνεις στα γέλια. Ιδιον των μεγάλων κωμικών».