18/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εξι μύθοι για την Παιδεία

      Pin It

ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣΤου Γιάννη Α. Μυλό­πουλου*

 

Η σημερινή δυσχερέστατη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Παιδεία στην Ελλάδα δεν είναι ούτε τυχαία, αλλά ούτε και προϊόν αποκλειστικά της οικονομικής κρίσης. Είναι το αποτέλεσμα μιας συστηματικής πολιτικής, η οποία είχε στόχο την υποβάθμιση και συρρίκνωση της δημόσιας εκπαίδευσης, προκειμένου να αναδειχτεί η ιδιωτική ως η μόνη εναλλακτική. Η πολιτική αυτή στηρίχτηκε σε έξι μύθους, οι οποίοι κατασκευάστηκαν για τις ανάγκες της περίστασης.

 

Ο πρώτος μεγάλος μύθος διατυπώθηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή του νεότερου. Σύμφωνα με αυτόν, η Παιδεία παρομοιάστηκε με τον… πίθο των Δαναΐδων, με ένα πιθάρι δηλαδή χωρίς πυθμένα, που όσα χρήματα και αν ρίξεις σ’ αυτό θα χαθούν. Ο μύθος αυτός εφευρέθηκε και διακινήθηκε σε ανύποπτη ακόμη εποχή μεγάλης δημοσιονομικής χαλάρωσης και στήριξε την πολιτική της υποχρηματοδότησης της Παιδείας στη χώρα μας. Βεβαίως η εξέλιξη των πραγμάτων αποκάλυψε ότι… πίθος των Δαναΐδων θεωρήθηκε αποκλειστικά η δημόσια και όχι και η ιδιωτική Παιδεία, για την οποία η ίδια κυβέρνηση επεφύλασσε άλλη, περισσότερο γενναιόδωρη, αντιμετώπιση.

 

Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και αν υπήρχαν ψήγματα αλήθειας σ’ αυτό το ιδεολόγημα, αυτά δεν αφορούσαν την ίδια την Παιδεία, ως δραστηριότητα που στηρίζει την ανάπτυξη και ενισχύει την κοινωνική συνοχή, αλλά ενδεχομένως την όχι αποδοτική οργάνωσή της. Αντί λοιπόν να βελτιώσουν τις οργανωτικές δομές, την κατεδάφισαν στο πρότυπο της λογικής «πονάει δόντι-κόψε κεφάλι».

 

Το δεύτερο ιδεολόγημα, που έγινε στερεότυπο, αναπτύχθηκε επίσης την εποχή της κυβέρνησης Καραμανλή και ήταν εκείνο σύμφωνα με το οποίο η ιδιωτική Παιδεία θα ωφελήσει τη δημόσια, η οποία θα υποχρεωθεί να βελτιωθεί λόγω ανταγωνισμού. Θα περίμενε βεβαίως κανείς, μια κυβέρνηση που πίστευε πράγματι στον ανταγωνισμό, ακόμη και στον χώρο της Παιδείας, να επιτρέψει στη δημόσια εκπαίδευση να γίνει ανταγωνιστική, απελευθερώνοντάς την από τον σφικτό κρατικό εναγκαλισμό. Η μετάθεση της ευθύνης των εισαγωγικών εξετάσεων από το κράτος στα πανεπιστήμια, για παράδειγμα, όπως συμβαίνει σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, προκειμένου αυτά να καθορίζουν τόσο το πλήθος των φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν όσο και τα κριτήρια της επιλογής, θα ενίσχυε σημαντικά τη θέση των δημόσιων ιδρυμάτων. Η επιλογή της συρρίκνωσης που ακολουθήθηκε στη συνέχεια πάντως έδειξε ότι οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονταν στ’ αλήθεια για την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά αποκλειστικά για την προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων.

 

Στη συνέχεια ήρθε από την επόμενη κυβέρνηση, αυτή του Γιώργου Παπανδρέου, το καταλυτικό ιδεολόγημα πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η διάλυση των πανεπιστημίων, αυτό που ήθελε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα… τρίτης κατηγορίας. Το ιδεολόγημα αυτό διά στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού, ο οποίος αγνόησε τις διεθνείς κατατάξεις που δίνουν υψηλές θέσεις στα ελληνικά ΑΕΙ, έδωσε το άλλοθι για την ψήφιση ενός ξενόφερτου νόμου, του γνωστού ως νόμου Διαμαντοπούλου, που αντέγραψε ένα μοντέλο ξένο προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα, το μοντέλο των ιδιωτικών πανεπιστημίων πέραν του Ατλαντικού.

 

Ο νόμος Διαμαντοπούλου όμως στηρίχτηκε και σε ακόμη έναν μύθο, αυτόν που έβλεπε τη Δημοκρατία σαν τον μεγάλο ανταγωνιστή της Παιδείας. Ολα τα δεινά του εκπαιδευτικού συστήματος, βοηθούντων και των κυβερνητικών ΜΜΕ, αποδόθηκαν στις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την εσωτερική δημοκρατία που απολάμβαναν τα Πανεπιστήμια. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για την κατάλυση της αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων, τον περιορισμό των ακαδημαϊκών ελευθεριών και την αναστολή των δημοκρατικών παραδόσεων στα Πανεπιστήμια. Τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο Διαμαντοπούλου, θα διοικούνταν στο εξής σαν επιχειρήσεις, από διοικητικά συμβούλια με συμμετοχή μη πανεπιστημιακών. Οι πρυτάνεις και οι κοσμήτορες θα διορίζονταν από τα Συμβούλια και έτσι οι πανεπιστημιακοί θα μπορούσαν πια να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στο έργο τους, αντί της χρονοβόρας συμμετοχής τους σε… αμαρτωλές δημοκρατικές διαδικασίες.

 

Στη συνέχεια και προκειμένου να υπαχθεί η Παιδεία στα μνημόνια, αξιοποιήθηκε το ιδεολόγημα που την ήθελε ακόμη μια άχρηστη δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα δηλαδή με ό,τι έχει εμπεδωθεί στην Ευρώπη, που θέλει την Παιδεία να αντιμετωπίζεται ως μια επένδυση για το μέλλον, στην Ελλάδα των μνημονίων θεωρήθηκε δαπάνη προς περικοπή…

 

Και ήρθε και το τελικό χτύπημα από την κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία, προκειμένου να εφαρμόσει το μέτρο της διαθεσιμότητας στα Πανεπιστήμια για να απολύσει υπαλλήλους κατ’ επιταγήν της τρόικας, υποστήριξε τον μύθο ότι αυτά έχουν πλεονάζον προσωπικό. Χωρίς καμία τεκμηρίωση, μια και τα ελληνικά ΑΕΙ έχουν τη χειρότερη αναλογία διοικητικών υπαλλήλων προς φοιτητές (1 προς 100 πριν και 1 προς 170 μετά τη διαθεσιμότητα στο ΑΠΘ, την ώρα που στην Ευρώπη είναι 1 προς 10), και χωρίς καμία αξιολόγηση των δομών και των υπαλλήλων, απομάκρυναν χρήσιμο προσωπικό από τα Πανεπιστήμια, οδηγώντας τα σε αδυναμία λειτουργίας. Μια πολιτική που στο όνομα της μεταρρύθμισης αποδυνάμωσε τα Πανεπιστήμια και πέταξε στον δρόμο χιλιάδες χρήσιμους υπαλλήλους.

 

Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Για να οδηγηθούμε στην πραγματικότητα της κατεδάφισης της δημόσιας Παιδείας και της οικοδόμησης στη θέση της μιας ταξικής εκπαίδευσης για λίγους, χρειάστηκε να μας… παραμυθιάσουν όχι με έναν, αλλά με έξι νεοφιλελεύθερους μύθους.

 

………………………………………………………………

 

*Πρύτανης ΑΠΘ

 

Scroll to top