26/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μια δυναμική γυναίκα στην Αγρια Δύση

Το παράξενο, πικρό γουέστερν «Μέχρι το τέλος», δεύτερη ταινία του Τόμι Λι Τζόουνς μετά τις «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα», υπονομεύει τα στερεότυπα. Και ενδιαφέρεται για κάτι σπάνιο στην ιστορία του είδους: τη θέση των γυναικών σε μια κοινωνία που για να επιβιώσουν τις ανάγκαζε ή να υποταχθούν σε έναν άντρα ή να συμπεριφέρονται ως.
      Pin It

Της Λήδας Γαλανού

 

Μέχρι το τέλος

(The Homesman)

σκηνοθεσία: Τόμι Λι Τζόουνς

ηθοποιοί: Τόμι Λι Τζόουνς, Χίλαρι Σουάνκ, Γκρέις Γκάμερ, Μιράντα Οτο, Σόνια Ρίκτερ, Μέριλ Στριπ

 

Στην Αμερική του 1850, στην «Αγρια Δύση» που νέοι έποικοι αναγκάζονται να εξερευνήσουν, η ζωή είναι μια σειρά από τραγωδίες. Η Μέρι Μπι Κάντι ζει στη Νεμπράσκα και προσπαθεί να φτιάξει μια καλή ζωή για τον εαυτό της, με τη φάρμα και τα ζώα της, παρότι, ήδη 31 ετών, όχι ιδιαίτερα ελκυστική και υπερβολικά δυναμική για την εποχή της, δεν έχει καταφέρει να παντρευτεί. Τρεις άλλες γυναίκες στην περιοχή δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο να τα βγάλουν πέρα με την πραγματικότητα και «τρελαίνονται», όπως είναι το απλοϊκό πόρισμα των αντρών τους. Οταν η σύζυγος ενός πάστορα στο Μιζούρι προσφέρεται να αναλάβει την προστασία και θεραπεία τους, κανείς από τους άντρες της περιοχής δεν δέχεται να κάνει το δύσκολο ταξίδι ώς εκεί. Η ευθύνη θα πέσει στη Μέρι Μπι η οποία, ούτως ή άλλως, δεν έχει οικογένεια να την κρατά στο σπίτι. Σύντροφός της στη διαδρομή των έξι εβδομάδων θα γίνει ένας αγροίκος τυχοδιώκτης τον οποίο η Μέρι Μπι σώζει από την κρεμάλα.

 

Ο Τόμι Λι Τζόουνς βασίζεται στο μυθιστόρημα του Γκλέντον Σουόρθαουτ γι’ αυτή τη δεύτερη σκηνοθετική του δουλειά μετά τις «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα» και, παρά την αλλαγή στο ύφος και το χρονικό πλαίσιο, παραδίδει και πάλι μια πικρή, κατανυκτική ταινία με απαράλλαχτη ψυχή. Το «The Homesman» είναι ένα καθαρόαιμο γουέστερν, με απέραντη έρημο, άμαξες που κινδυνεύουν, Ινδιάνους και τη μοναξιά του άγνωστου, μόνο που αντί για τους παραδοσιακούς ηρωισμούς, παρουσιάζει μια ρεαλιστική, σκοτεινή εικόνα των ανθρώπων που προσπάθησαν να θέσουν τη ζωή τους πάνω σε αυτοσχέδιους κανόνες σ’ έναν νέο και αφιλόξενο τόπο.

 

Η εικόνα της ταινίας, με τα κλασικά γενικά πλάνα όπου η ανθρώπινη ύπαρξη γίνεται μια κουκκίδα μέσα στο μέγεθος της φύσης, είναι σκονισμένη και σκληρή, μπεζ και γκρίζα όπως η ψυχοσύνθεση των ηρώων, αποτυπωμένη με την ίδια φυσικότητα στους φωτισμούς και απλότητα που χαρακτηρίζει και το περιεχόμενό της. Πατώντας στο συνηθισμένο εύρημα δυο αταίριαστων ανθρώπων που ξεκινούν ένα δύσκολο ταξίδι μαζί, η ταινία ποτέ δεν αφήνεται σε ευκολίες, αντίθετα υπονομεύει συνεχόμενα τα στερεότυπα, χτίζοντας δυο χαρακτήρες συναρπαστικούς, καταφέρνοντας με αφαιρετικότητα να ξεδιπλώσει απρόσμενες ισορροπίες, να εκπλήξει με την ειλικρίνειά της και να τολμήσει σεναριακές ανατροπές που μετατρέπουν αυτό το παράξενο γουέστερν σ’ ένα μεθοδικό, σιωπηλό αλλά θαρραλέο οδοιπορικό στον πόνο και τη μοναξιά του ανθρώπου απέναντι στα μεγαλύτερα πράγματα, τη φύση, την ευτυχία.

 

Μπορεί στην εξέλιξη της ταινίας ο ήρωας του Τόμι Λι Τζόουνς, ο Τζορτζ Μπριγκς, να είναι εκείνος που παίρνει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τα ηνία, αλλά είναι η πρωτοφανής σημασία που δίνει, ως σκηνοθέτης, στις γυναίκες, που κάνει το φιλμ ακόμα πιο ενδιαφέρον και ανατρεπτικό. Παρότι οι τρεις ψυχασθενείς γυναίκες παρουσιάζονται με τρόπο υπεραπλουστευμένο και σχηματικό, η Μέρι Μπι Κάντι (και η Χίλαρι Σουάνκ σε μια εκπληκτική ερμηνεία) χαρίζει στο φιλμ την ιδιαιτερότητά του, τοποθετώντας, για μια από τις ελάχιστες φορές, τη γυναίκα στο Φαρ Γουέστ, σε μια κοινωνία και μια εποχή που, για να επιβιώσει, όφειλε είτε να μπει υπό την προστασία ενός άντρα είτε, απλούστερα, να συμπεριφέρεται ως άντρας.

 

Ακόμα περισσότερο, ο Τόμι Λι Τζόουνς, παλιομοδίτης και λακωνικός κινηματογραφικά, μιλά με τον πιο καθηλωτικό τρόπο, όχι για μια τιμωρία και μια συγχώρεση, αλλά για κάτι ακόμα πιο «προτεσταντικό», την αυτοτιμωρία του ανθρώπου που δεν μπορεί να συμπάσχει, να προσφέρει ανθρωπιά σε όποιον τη χρειάζεται. Και καταλήγει με μια ταινία κινηματογραφικά συναρπαστική και νοηματικά ώριμη, απογυμνωμένη μέχρι να φτάσει στα απολύτως ουσιώδη.

 

 

Transformers 4: εποχή αφανισμού

(Transformers: age of extinction)

σκηνοθεσία: Μάικλ Μπέι

ηθοποιοί: Μαρκ Γουόλμπεργκ, Νίκολα Πελτς, Τζακ Ρέινορ, Στάνλεϊ Τούτσι, Κέλσι Γκράμερ

 

Τέσσερα χρόνια μετά τη μοιραία «Μάχη του Σικάγου» που είδαμε στο «Τransformers: Dark of the Moon», ένας ονειροπόλος μηχανικός κι εφευρέτης που ζει με την καλλονή έφηβη κόρη του σε μια φάρμα στο Τέξας, ανακαλύπτει τον ημικατεστραμμένο Οπτιμους Πράιμ που, πλέον, καταζητείται. Παράλληλα, ένας επικίνδυνος επιχειρηματίας με βύσματα στην εξουσία είναι σχεδόν έτοιμος να λανσάρει «transformers» δικής του κατασκευής που εξυπηρετούν τις κυριαρχικές του φιλοδοξίες.

 

Ο Μάικλ Μπέι παρουσιάζει την τέταρτη ταινία του franchise η οποία, μ’ ένα εντελώς νέο καστ ανθρώπων ηθοποιών (και κάποιους από τους γνώριμους Transformers), έρχεται, ουσιαστικά, ως επαναλανσάρισμα του τίτλου. Το φιλμ πετά στην οθόνη τις σκηνές δράσης με γεωμετρική πρόοδο, συνδυασμένες με ένα κάποιο χιούμορ, κάποιες αμερικανικές οικογενειακές αξίες, λίγες δόσεις σεξαπίλ και πολλές εκρήξεις, μ’ ένα σενάριο που θυμίζει ένα μικρό αγοράκι που παίζει μόνο του με τους Τransformers του. Ακριβώς, δηλαδή, το ζητούμενο από το franchise.

 

 

Fedora

σκηνοθεσία: Μπίλι Γουάιλντερ

ηθοποιοί: Γουίλιαμ Χόλντεν, Μαρτ Κέλερ, Χίλντεγκαρντ Νεφ, Μάικλ Γιορκ

 

Μια από τις διασημότερες ηθοποιούς του κόσμου, η Φεντόρα, σε μεγάλη ηλικία αλλά με πρόσωπο αναλλοίωτο από τον χρόνο, αυτοκτονεί πέφτοντας στις γραμμές του τρένου στο Παρίσι. Στην κηδεία της, ένας ξεπεσμένος παραγωγός, ο Μπάρι Ντέτγουαϊλερ, ο αφηγητής της ιστορίας, θυμάται την πρόσφατη συνάντησή τους, δυο βδομάδες νωρίτερα, σ’ ένα ιδιωτικό νησί κοντά στην Κέρκυρα, όπου προσπάθησε να την πείσει να επιστρέψει στο σινεμά, μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπος μ’ ένα συναρπαστικό μυστήριο.

 

Σ’ ένα φιλμ αριστοτεχνικό αλλά υποτιμημένο σε σχέση με τη «Λεωφόρο της Δύσης», ο Μπίλι Γουάιλντερ, γυρίζοντας την ταινία το 1978, σαρκάζει και πάλι τη φονική λάμψη του Χόλιγουντ, σ’ ένα υποβλητικό μελόδραμα γεμάτο γοητευτικές αδυναμίες. Με ανεβασμένη την ένταση του camp, με δυο πρωταγωνίστριες που δυσκολεύονται να παίξουν, με μια εσωτερική αίσθηση παρακμής ακριβώς σαν αυτή που σχολιάζει, το φιλμ κυριεύει τα πάθη του με μια ασύγκριτη κινηματογραφική μεγαλοπρέπεια κι ένα σενάριο ανάμεσα στην παράνοια και τη σοφία. Ενα πανέμορφο, τρωτό δείγμα σπουδαίου σινεμά, με την αίγλη της χρυσής εποχής του κινηματογράφου, μέσα από το τριπαρισμένο πρίσμα των ‘70s.

 

 

Κολύμπα μικρό μου ψαράκι, κολύμπα

(Swim little fish, swim)

σκηνοθεσία: Ρούμπεν Αμαρ, Λόλα Μπέσις

ηθοποιοί: Λόλα Μπέσις, Ντάστιν Γκάι Ντέφα, Μπρουκ Μπλουμ, Ολίβια Κοστέλο

 

Μια 19χρονη Γαλλίδα video artist αναζητά την τύχη της στη Νέα Υόρκη, μακριά από την αναγνωρισμένη καλλιτέχνιδα μητέρα της στο Παρίσι. Η διαδρομή της θα τη φέρει στο σπίτι του Απάνεμου, ενός εναλλακτικού μουσικού που καταδικάζει την εμπορευματοποίηση της τέχνης. Η συνάντησή τους θα ανατρέψει τις δικές τους ζωές και αυτές των αγαπημένων τους ανθρώπων.

 

Χαριτωμένη, ελαφριά κομεντί που θα βλεπόταν καλύτερα πριν από μια δεκαετία. Η έμφαση στο χιπστερίστικο στιλιζάρισμα, οι αργόσχολοι νεοχίπι ήρωες, το τόσο στερεοτυπικό σενάριο κόβουν τον «άνεμο» από τα φτερά ενός φιλμ που θέλει να είναι σύγχρονο αλλά στην επιτήδευσή του μοιάζει ήδη πασέ.

 

 

Τα καλύτερα έρχονται

(Les beaux jours)

σκηνοθεσία: Μαριόν Βερνού

ηθοποιοί: Φανί Αρντάν, Λοράν Λαφίτ, Πατρίκ Σενέ 

 

Η Καρολίν είναι παντρεμένη, έχει δυο μεγάλες κόρες που έχουν φύγει απ’ το σπίτι, έχει μόλις χάσει την καλύτερή της φίλη και παίρνει και σύνταξη: προσπαθώντας να γεμίσει τις ώρες της, γράφεται σ’ έναν τοπικό σύλλογο με τμήματα ενηλίκων κι ερωτεύεται με πάθος τον νεαρό δάσκαλό της στην πληροφορική. Το ειδύλλιό τους θα αναταράξει τα επιμελώς ήρεμα νερά της οικογενειακής της ζωής.

 

Η ηρωίδα της Φανί Αρντάν δεν ξέρει να βάλει τον κομπιούτερ στην πρίζα, ξέρει όμως μια χαρά να πριζώσει τον 35χρονο μελαχρινό κομπιουτερά και να ζήσουν μαζί στιγμές ανεβασμένης αδρεναλίνης. Σ’ αυτές τις σκηνές και στο πόσο εκπληκτικά όμορφη και σέξι εξακολουθεί να είναι η Φανί Αρντάν, εξαντλείται το ενδιαφέρον της ταινίας που, κατά τα άλλα, είναι κοινότοπη και απλοϊκή όσο το ms dos.

Ο μάγος του Οζ: η επιστροφή της Ντόροθι

(Legends of Oz: Dorothy’s return)

σκηνοθεσία: Γουίλ Φιν, Νταν Σεν Πιερ

με τις φωνές των: Βάσιας Ζαχαροπούλου, Κωνσταντίνου Κακκανά, Εβελίνας Αραπίδη, Ζαφείρη Κουτελιέρη, Βάσιας Λακουμέντα, Ποίμη Πέτρου, Νίκου Στεφάνου, Γιάννη Υφαντή

 

Η Ντόροθι και ο Τότο έχουν επιστρέψει στο, κατεστραμμένο από τον τυφώνα, Κάνσας, αλλά ένα ουράνιο τόξο-ρουφήχτρα θα τους μεταφέρει πίσω στη Σμαραγδένια Πολιτεία όπου θα χρειαστεί να διασώσουν το Σκιάχτρο, τον Τενεκεδένιο, το Λιοντάρι και την Γκλίντα από τον φθονερό Τζέστερ.

 

Μια ανώδυνη, χωρίς πρωτοτυπία, παιδική τηλεταινία animation θα ήταν το φιλμ, αν δεν έφερνε τον τίτλο του «σίκουελ» του «Μάγου του Οζ», πράγμα που την καθιστά επώδυνη. Ανέμπνευστο, επίπεδο κι ελαφρώς κακόγουστο σκίτσο και μια καταχρηστική πλοκή κέρδισαν ένα σχετικό ενδιαφέρον στην Αμερική που τη φωνή της δανείζει στην Ντόροθι (και στα τραγούδια του Μπράιαν Ανταμς) η Λία Μισέλ του «Glee», αλλά κι αυτό ακόμα το «ατού» χάνεται στην ελληνική μεταγλώττιση.

 

Scroll to top