Του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή
Αν αληθεύει η είδηση πως η κυρία Λαγκάρντ δήλωσε «μήπως πρέπει να πέσω στα γόνατα για τα λάθη που έκανε το ΔΝΤ;», αν πληθαίνουν οι εκτιμήσεις πως οι δανειστές και η καταχρεωμένη Ελλάδα υπερέβαλαν σε κακοφωνίες, έτσι που η ελληνική περίπτωση εξακολουθεί να μετεωρίζεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αν η εγχώρια πολιτική πραγματικότητα δεν έπαψε να επιβεβαιώνει την απροθυμία της για στοιχειώδεις αποστάσεις από τα προνόμια και τα κεκτημένα της και πολύ περισσότερο από τις ιδεοληψίες της και τις ακρότητές της, αν αυτός ο «αχταρμάς» έχει κάποιο αίτιο, είναι επιτρεπτό πια να κάνουμε λόγο για «μονοκαλλιέργεια».
Ο όρος σημαίνει την επίμονη και εξαντλητική καλλιέργεια όμοιων προϊόντων, μια διαδικασία μίμησης και επανάληψης ενός και μόνου εγχειρήματος, που στηρίζεται σε άμεση απόδοση, σε διαρκή υπονόμευση κάθε προσπάθειας βελτίωσης, σε υπερεκτίμηση της αξίας της παραγωγής, σε πολυδαίδαλες διαδικασίες φραγμών προς προστασία των παραγωγών μέσω κομματικών και θεσμικών παρεμβάσεων. Γνωστό ιστορικό παράδειγμα ελληνικής μονοκαλλιέργειας είναι, από τα μέσα του 19ου αιώνα ώς τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, η σταφιδική παραγωγή, που δεν έλαβε υπόψη της ούτε τις εξελίξεις της ζήτησης, ούτε τον ανταγωνισμό εκ μέρους της προσφοράς, ούτε τις τεχνικές εξελίξεις. Οι συνέπειες της σταφιδικής κρίσης είχαν τη σκοτεινή πλευρά τους: την επικράτηση των μεσαζόντων, την τιμωρία των μικρών καλλιεργητών, τον πολιτικό αποπροσανατολισμό και την καχεξία των μεσαίων στρωμάτων, που επωμίστηκαν το κόστος της. Και η ταχύτητα της κατάρρευσης παραμόρφωσε τις δυνάμεις αστών και διανοουμένων, που η δυναμική τους δεν είχε ωριμάσει επαρκώς, ώστε να θεμελιώσει κοινωνικές μεταβολές συνεπείς προς τις τότε συγκυρίες. Κοντολογίς, η σταφιδική κρίση επέβαλε τη στειρότητα των πολιτικών και κοινωνικών προοπτικών. Και το χειρότερο, απέκλεισε τη σκέψη μιας στρατηγικής για το παρόν και το μέλλον της χώρας. Οι πολιτικοί ηγήτορες, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, που προσπάθησαν να αναζήτησαν τέτοια προοπτική, δεν ευδοκίμησαν στην πολιτική κονίστρα και, αμέσως ή εμμέσως, τιμωρήθηκαν.
Αν το παραπάνω παράδειγμα είναι ευκολονόητο, άλλο τόσο είναι η μονοκαλλιέργεια της «εκβιομηχάνισης» της χώρας από τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι σχετικές επενδύσεις μεταβλήθηκαν σε δανειοδοτήσεις, η βιομηχανική παραγωγή, ποιοτική σε αρκετές περιπτώσεις, δεν έπαψε να τελεί υπό προστασία και αυτοπροστασία στηριζόμενη σε κομματικές και κυβερνητικές αραχνοειδείς μεθόδους. Αυτή η εξασφάλιση επέτρεψε έναν κατ’ επίφαση ανταγωνισμό, όπου κάθε ανταγωνιστής έβρισκε το κέρδος του. Οταν μάλιστα έφτασε η ώρα των «Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων», όταν οι ευρωπαϊκές εκταμιεύσεις εμφανίστηκαν και ευαγγελίστηκαν την «οικονομική σύγκλιση» των χωρών-μελών της Ευρώπης, η «εκβιομηχάνιση» μετατράπηκε σε λεηλασία χώρων, υποδομών, κομματισμών, σε αρπαγές εξοπλισμών, σε ταχεία «αποβιομηχάνιση». Ηταν η περίοδος μαθητείας στην απάτη, που, δίχως υπερβολή, έλαβε επιστημονικές διαστάσεις. Και αν η αναφορά στην απάτη είναι υπερβολική, τότε η μαθητεία στην ήσσονα προσπάθεια, στον ελάχιστο επιχειρηματικό κίνδυνο, στην επιμονή σε κομματικές στηρίξεις, είναι η μεταπολιτευτική κληρονομιά, προσκύνημα της «μονοκαλλιέργειας».
Οι επισημάνσεις των συνεπειών αυτής της επιλογής δεν παύουν να έρχονται στο φως και δεν παύουν να χάνονται στην πανδημία της αοριστίας, στην προσβολή της νοημοσύνης, στον σεληνιαζόμενο εμετικό λόγο της πολιτικής αγυρτίας, στην εκμηδένιση του ερωτήματος «ποια είναι η στρατηγική της χώρας;» Η πλέον πρόσφατη αναφορά των συνεπειών (μελέτη Endeavor Greece) στο πλαίσιο του Τρίτου Διεθνούς Συνεδρίου του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την Κοινωφελή Δράση διευκρινίζει πως «υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα θα χρειαστεί 25 χρόνια για να δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας που απαιτούνται… Με τον σημερινό ρυθμό και το δείγμα δημιουργίας επιχειρήσεων, μόνο το 10% επικεντρώνεται σε κλάδους προστιθέμενης αξίας και μόνο 1% επιδεικνύει σημαντική ανάπτυξη… Ακόμα και στο αισιόδοξο σενάριο ανάπτυξης, τα 2/3 των χαμένων θέσεων εργασίας δεν μπορούν να ανακτηθούν από τους ίδιους κλάδους… Το 50% της ανεργίας προέρχεται από το παραδοσιακό μειονέκτημα των νέων που βρίσκονται «εκτός αγοράς»» (βλ. και «Εφημερίδα των Συντακτών», 26 Ιουνίου, σελ. 52). Το σχόλιο είναι «μονοκαλλιεργητικό»: τέτοια λέει ο καπιταλισμός!