03/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η αποθέωση (ακόμα μια φορά) του Τέρενς Σταμπ

Δεν έχουμε συχνά την τύχη να βλέπουμε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους τον θαυμάσιο Βρετανό ηθοποιό. Σε μια φτωχή κινηματογραφική εβδομάδα, το «Song for Marion», στο οποίο παίζει μαζί με τη Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, μια γλυκιά δραμεντί για τα χρόνια της μεγάλης ωριμότητας, γίνεται η έντιμη ψυχαγωγική επιλογή. Εστω και με συντροφιά χαρτομάντιλων.
      Pin It

Της Λήδας Γαλανού

 

24-4

«Η μοναχική σύζυγος (Charulata)» σκηνοθεσία: Σατιαζίτ Ρέι

Η μοναχική σύζυγος

 

(Charulata)

σκηνοθεσία: Σατιαζίτ Ρέι

ηθοποιοί: Σουμίτρα Τσατερτζί, Μανταμπί Μακερτζί, Σεϊλέν Μακερτζί

 

Στην Ινδία του 19ου αιώνα, χώρα και εποχή των τύπων και της γυναικείας καταπίεσης, ο Μπουπατί, εκδότης εφημερίδας, δραστήριος, φιλελεύθερος αλλά απών από την οικογενειακή εστία, ζει με τη γυναίκα του, την πανέμορφη Τσαρουλάτα, την οποία σταθερά παραμελεί. Οταν στο σπίτι τους θα έρθει, ως φιλοξενούμενος, ο εξάδελφος Αμάλ, η Τσαρουλάτα θ’ ανακαλύψει, με τη δική του υποστήριξη, την καλλιτεχνική της πλευρά, τη δημιουργικότητά της και, ακόμα περισσότερο, τη δίψα της για ελευθερία και ανεξαρτησία.

 

Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Νομπελίστα Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, ο Σατιαζίτ Ρέι παρουσίασε το 1964 αυτή την ευαίσθητη ματιά στη γυναικεία αυθυπαρξία, που προβάλλεται σε ανασκευασμένες κόπιες. Στα μακριά, υπομονετικά, διερευνητικά του πλάνα, ανθρωποκεντρικά και γεμάτα προσήλωση και κατάνυξη, συναντάμε το χαρακτηριστικό ύφος του Ρέι που, ωστόσο, εκφράζεται ακόμα καλύτερα σε άλλες ταινίες του με πιο σύνθετο σενάριο. Εκείνο, αντίθετα, που γοητεύει στο «Charulata» είναι η απλότητα, ο μινιμαλισμός, ο ρομαντικός τρόπος να γυρίζεις ταινίες, τόσο λεπτός και διακριτικός όσο ακριβώς και η ηρωίδα της ταινίας. Το φιλμ θα φέρει χαμόγελο σε όσους αγαπούν την ιστορία του σινεμά και τη γλυκύτητα του παρελθόντος του.

 

……………………………………………

 

«Το τραγούδι της καρδιάς μου» του Πολ Αντριου Γουίλιαμς

«Το τραγούδι της καρδιάς μου» του Πολ Αντριου Γουίλιαμς

 Το τραγούδι της καρδιάς μου

 

(Song for Marion)

σκηνοθεσία: Πολ Αντριου Γουίλιαμς

ηθοποιοί: Τέρενς Σταμπ, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, Τζέμα Αρτερτον, Κρίστοφερ Εκλστον

 

Ο Αρθουρ και η Μάριον είναι παντρεμένοι και ερωτευμένοι μια ολόκληρη ζωή: βρίσκουν κάθε μέρα και κάθε νύχτα ο ένας στον άλλον την αγάπη και την ασφάλειά τους. Οι χαρακτήρες τους είναι διαμετρικά αντίθετοι: η Μάριον είναι αισιόδοξη, απολαμβάνει τη ζωή, ακόμα και τώρα που, ενώ πάσχει από ανίατο καρκίνο, συμμετέχει σταθερά στην… ανατρεπτική χορωδία της γειτονιάς της. Ο Αρθουρ είναι στριφνός και απόμακρος με όλους, ένας ηλικιωμένος γκρινιάρης που αντιμετωπίζει τα πάντα με αρνητική προδιάθεση. Οταν θα έρθει, όμως, η στιγμή που ο Αρθουρ θα χάσει τη Μάριον, θα προσπαθήσει να ξαναβρεί τη χαρά που μοιραζόταν μόνο μαζί της, παίρνοντας εκείνος μέρος στη χορωδία, με την προτροπή της νεότατης και γεμάτης ζωντάνια δασκάλας μουσικής, της Ελίζαμπεθ.

 

Δεν υπάρχει τίποτε το πρωτότυπο σ’ αυτή τη γλυκιά δραμεντί για τα χρόνια της μεγάλης ωριμότητας: το σενάριο είναι προσχηματικό, η εξέλιξη της ιστορίας απόλυτα προβλέψιμη, η σκηνοθεσία χωρίς ιδιαίτερη προσωπικότητα, αφήνεται συχνά σε μια φαρσική υπερβολή, ιδιαίτερα στον γραφικό τρόπο που αποτυπώνει τη χορωδία ατίθασων υπερηλίκων. Κι όμως, με δυο-τρεις άσους στο μανίκι, το «Τραγούδι της καρδιάς μου» καταφέρνει να συγκινήσει βαθιά, σχεδόν αντανακλαστικά. Από τη μια πλευρά, με χαρακτηριστικά βρετανική αυτοσυγκράτηση, οι σκηνές απώλειας, η σχέση ενός ζευγαριού μέσα στον χρόνο, η ανάγκη ενός άντρα ν’ αλλάξει συμπεριφορά στα 70τόσα του, ξετυλίγονται με μια ακαταμάχητη ειλικρίνεια, χωρίς ευκολίες, με ακρίβεια και λακωνικότητα που τους δίνει μια αληθινή, ρεαλιστική ανθρωπιά. Από την άλλη, οι περιφερειακοί ήρωες έχουν την τύχη να παίρνουν υπόσταση από θαυμάσιους ηθοποιούς, όχι μόνο τη Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, πάντα δωρική και απολαυστική έστω για λίγο, αλλά και από τους Αρτερτον και Εκλστον, που δίνουν στους δεύτερους ρόλους τους προσωπικότητα και ένταση.

 

Κυρίως, ωστόσο, η ταινία είναι μια αποθέωση του Τέρενς Σταμπ, ενός ηθοποιού που δεν έχουμε συχνά την τύχη να βλέπουμε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο οποίος όχι μόνο εξακολουθεί να είναι απίστευτα σαγηνευτικός στην οθόνη, αλλά και λυγίζει και τον πιο κυνικό θεατή με τη λεπτοδουλεμένη, χαμηλών τόνων, μαγνητική ερμηνεία του. Σε μια φτωχή κινηματογραφική εβδομάδα, το «Song for Marion», με συντροφιά χαρτομάντιλων, είναι η έντιμη ψυχαγωγική επιλογή.

 

…………………………………………

Ερασιτέχνης ζιγκολό

"Ερασιτέχνης ζιγκολό" του Τζον Τορτούρο

«Ερασιτέχνης ζιγκολό» του Τζον Τορτούρο

 

(Fading Gigolo)

σκηνοθεσία: Τζον Τορτούρο

ηθοποιοί: Τζον Τορτούρο, Γούντι Αλεν, Βανέσα Παραντί, Λιβ Σράιμπερ, Σάρον Στόουν, Σοφία Βεργκάρα

 

Ο Μάρεϊ και ο Φιοραβάντε είναι δύο Νεοϋορκέζοι καλοί φίλοι που, στη μέση ηλικία πια, συνειδητοποιούν ότι μένουν άφραγκοι: ο Φιοραβάντε παλεύει με το ανθοπωλείο του, ο Μάρεϊ αναγκάζεται να κλείσει το μαγαζί του με σπάνια βιβλία. Η λύση έρχεται ως ανέκδοτο που γίνεται πραγματικότητα: με τον Μάρεϊ για «μεσάζοντα», ο Φιοραβάντε ξεκινά να ικανοποιεί επί πληρωμή τις απογοητευμένες πλούσιες κυρίες του Μανχάταν. Μπορεί να μην είναι καλλονός, αλλά γνωρίζει πώς να προσεγγίσει, να φλερτάρει και να ικανοποιήσει μια γυναίκα που ζητά τρυφερότητα και θαυμασμό.

 

Το «Fading Gigolo» έχει όλα τα συστατικά που θα εγγυούνταν μια υπέροχη, εγκεφαλική κωμωδία. Το γουντιαλενικό ύφος διαπερνά τη σκηνοθεσία του Τορτούρο, στην ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης, την τζαζ μουσική στην υπόκρουση, τα σταθερά πλάνα σε ήρωες που μονολογούν χαριτωμένα. Το δίδυμο Αλεν (μόνο σε ρόλο ηθοποιού, 14 χρόνια μετά το «Picking Up the Pieces») και Τορτούρο, ειδικά όταν υποδύονται ακαταμάχητους Δον Ζουάν, προσφέρεται για ξεκαρδιστικές υπερβατικές σκηνές, απέναντι, μάλιστα, σε σεξοβόμβες σαν τη Σάρον Στόουν και τη Σοφία Βεργκάρα που, με παράξενο τρόπο, δεν μπορούν να τους αντισταθούν.

 

Η αίσθηση ενός ρετρό ρομαντισμού, τόσο στα ντεκόρ όσο και στην ψυχή της ταινίας, τη φέρνει ακόμα πιο κοντά σε μια νοσταλγική κινηματογραφική ατμόσφαιρα στιλάτης και διασκεδαστικής κομεντί. Μόνο που όλα αυτά τα θαυμάσια ευρήματα παραγκωνίζονται στο δεύτερο μέρος της ταινίας, λες κι ο Τορτούρο ντρέπεται να παραδοθεί στην κωμωδία, για χάρη μιας δευτερεύουσας πλοκής με έντονη την εβραϊκή σάτιρα και την υπαρξιακή μελαγχολία, που χάνει και τον ρυθμό και το χιούμορ και την πρωτοτυπία της και με δυσκολία κρατά το ενδιαφέρον.

 

…………………………………………..

 

24-3

«Το τρίτο πρόσωπο», σκηνοθεσία: Πολ Χάγκις

 Το τρίτο πρόσωπο

 

(The Third Person)

σκηνοθεσία: Πολ Χάγκις

ηθοποιοί: Λίαμ Νίσον, Μίλα Κούνις, Εϊντριεν Μπρόντι, Ολίβια Γουάιλντ, Τζέιμς Φράνκο, Μόραν Ατίας, Μαρία Μπέλο, Κιμ Μπέισινγκερ

 

Τρία σετ ανθρώπων, σκορπισμένων σε τρεις πανέμορφες μεγαλουπόλεις, τη Ρώμη, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, αγωνίζονται να ξεπεράσουν από μια απώλεια, να στεριώσουν στην αγάπη, να βρουν την εσωτερική τους ειρήνη, τραυματισμένοι από μια διαφορετική τραγωδία που επικεντρώνεται στη σχέση γονιού και παιδιού. Ο συγγραφέας Μάικλ χωρίζει την Ιλέιν για χάρη της νεαρής κι εύθραυστης Αν, ο Ρικ, διάσημος ζωγράφος, αρνείται στην πρώην γυναίκα του να βλέπει το παιδί τους, από φόβο ότι μπορεί να του κάνει κακό, κι ο μυστηριώδης επιχειρηματίας Σκοτ βλέπει μια ευκαιρία να ζητήσει συγχώρεση για παλιές αμαρτίες, βοηθώντας μια όμορφη Τσιγγάνα να σώσει την 8χρονη κόρη της από τα κυκλώματα πορνείας.

 

«Οι ήρωές σου είναι κακογραμμένοι και βαρετοί, σαν να βαρέθηκες να εμβαθύνεις και να τους δώσεις ουσία», παραπονιέται στον συγγραφέα Μάικλ ο ατζέντης του και, άθελά του, ο Πολ Χάγκις μοιάζει να κριτικάρει το ίδιο του το σενάριο. Οπως και στην προηγούμενη επιτυχία του, το «Crash» του 2004, ο Χάγκις φορτώνει ένα ούτως ή άλλως αδύναμο μελόδραμα με μια ατελείωτη σειρά συμπτώσεων, με βαρύγδουπα τσιτάτα, με αναίσχυντη υπερβολή στο σενάριο, με αδιάκοπη γλυκερή μουσική και με όλα τα κλισέ που μπορεί κανείς να σκεφτεί, από τη φλογερή Τσιγγάνα απατεώνισσα μέχρι την παραπεταμένη σύζυγο που αναγκάζεται να γίνει καθαρίστρια για το παιδί της, μέχρι τη συμπλεγματική σελέμπριτι που κρύβει αμαρτωλή σχέση με τον μπαμπά της. Το «Τρίτο πρόσωπο» μοιάζει περισσότερο σαν να προσφέρθηκε στον Χάγκις η ευκαιρία για ένα θαυμάσιο ταξιδίδι σε τρεις από τις ομορφότερες πόλεις του πλανήτη κι εκείνος, φιλότιμος, προσφέρθηκε να το παραγεμίσει και με μια εύκολη τραγωδία.

 

Scroll to top