Του Νίκου Β. Αποστόλου*
Στην Ελλάδα οι πολίτες φορολογούνται όχι με βάση τα χρήματα που έχουν, αλλά με βάση τα χρήματα που πέρασαν από τα χέρια τους και μετά από διαδοχικές συναλλαγές κατέληξαν σε κάποιους άλλους, οι οποίοι όμως δεν φορολογούνται ανάλογα με τα κέρδη τους. Σκέτη τρέλα.
Αυτοί που κάνουν κουμάντο στη χώρα λένε ότι ψάχνουν να βρουν όσους έχουν το χρήμα. Πώς; Με τα δήθεν αντικειμενικά κριτήρια, με ελέγχους σε μπαρ και καφετέριες κ.λπ. Χρόνια τώρα το γκουβέρνο έχει ως άλλοθι όλα αυτά. Και τι πέτυχε; Ενα τεράστιο μηδέν. Γιατί; Διότι όλα όσα κάνει για να χτυπήσει τη φοροδιαφυγή, που άλλωστε είναι η πηγή της διαφθοράς και όλων των συνακόλουθων κακών, κινούνται ακριβώς στη σφαίρα του δήθεν. Δυστυχώς, αυτούς ψηφίζουμε, αυτά κάνουν.
«Οι Ελληνες πρέπει επιτέλους να αποκτήσουν φορολογική συνείδηση». Ετσι λένε όσοι θέλουν να αποπροσανατολίσουν τον λαό, δημιουργώντας την αίσθηση ότι οι πολίτες φταίμε αποκλειστικά για το κατάντημά μας. Πώς όμως να αποκτήσει φορολογική συνείδηση ο μεροκαματιάρης που βγάζει 700 ευρώ τον μήνα και με αυτά πρέπει να θρέψει δυο παιδιά, να πληρώσει νοίκι; Κι ακόμα, πώς θα αποκτήσει φορολογική συνείδηση ο συνταξιούχος, όταν δεν μπορεί να αγοράσει τα φάρμακά του και την ίδια ώρα βλέπει τον καρχαρία να τρώει με δέκα μασέλες και με χρυσά μαχαιροπίρουνα, χωρίς να φορολογείται για όσα του αναλογούν;
Υπάρχει μια απέραντη φοροδιαφυγή σε βάρος των μικρών. Πόση όμως; Ακόμα και για τους κυβερνώντες, το χρήμα που κινείται κάτω απ' το τραπέζι είναι περίπου ίσο με το φανερό που φορολογείται κανονικά. Αν λοιπόν το κράτος εισέπραττε τους φόρους από το μαύρο χρήμα, θα είχε τα διπλάσια σχεδόν έσοδα από αυτά που έχει. Κι αν συνέβαινε αυτό, δεν θα χρειάζονταν τα μνημόνια, που τόσο πόνο έχουν φέρει στον τόπο. Το ζήτημα είναι να βρεθεί τρόπος να έρθει στην επιφάνεια και να φορολογηθεί το μαύρο χρήμα. Ο λόγος για τον οποίο το χρήμα μένει στην αφάνεια και δεν φορολογείται είναι διότι όλοι έχουν ισχυρό κίνητρο να κρύβουν τα χρήματά τους, για να μην τους τα παίρνει η εφορία. Η δουλειά των κυβερνήσεων είναι να μετατρέψουν το κίνητρο της απόκρυψης εισοδημάτων σε κίνητρο υπέρ της φανερής κυκλοφορίας τους ώστε να φορολογούνται. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Ο μόνος τρόπος είναι να δει ο φορολογούμενος ότι, «κρύβοντας» τις συναλλαγές του από την εφορία, χάνει περισσότερα από όσα θα έχανε αν τα δήλωνε. Ακολουθεί παράδειγμα με υπερβολικούς αριθμούς, χάριν ευκολίας κατανόησης.
Δύο μισθωτοί (ο Χ και ο Ψ) βγάζουν από 100.000 € τον χρόνο και ξοδεύουν τα μισά, ήτοι 50.000 €. Ο Χ πιστοποιεί όλες τις δαπάνες των 50.000 €. Ο Ψ πληρώνει λιγότερα (γλιτώνει μέρος ή όλο τον ΦΠΑ) και δεν παίρνει αποδείξεις. Ερχεται η ώρα των φορολογικών δηλώσεων. Ως μισθωτοί υποβάλλουν δήλωση με βάση τα εκκαθαριστικά που τους δίνει ο εργοδότης και ας υποθέσουμε ότι και οι δύο βρίσκονται στη φορολογική κλίμακα του 25%. Ο Χ απαλλάσσεται για τις πιστοποιημένες δαπάνες των 50.000 € και φορολογείται για τις 50.000 € που του έχουν περισσέψει. Ετσι, πληρώνει φόρο 12.500 €. Ο Ψ φορολογείται για τις 100.000 € (δεν έχει παραστατικά που να πιστοποιούν τις αγορές του) και πληρώνει 25.000 €. Τελικά, στον Χ απομένουν 37.500 €, ενώ στον Ψ 25.000 €. Για να λειτουργήσει αυτή η μέθοδος, θα πρέπει ο συντελεστής φορολόγησης κεφαλαίου να είναι έστω και κατά μία μονάδα υψηλότερος του ΦΠΑ, ώστε να ξέρει ο καταναλωτής ότι θα ωφεληθεί πληρώνοντας ΦΠΑ, αντί να φορολογηθεί με τον συντελεστή φορολόγησης κεφαλαίου που είναι υψηλότερος. Κι αυτό το πετυχαίνει πιστοποιώντας τις δαπάνες του.
Σκεφτείτε την ανακούφιση που θα αισθανθούν όσοι έχουν χαμηλό εισόδημα που δεν θα υποχρεούνται σε καταβολή φόρου. Πού θα φορολογηθεί όμως το χρήμα των δαπανών τους; Μα σε αυτούς που πήγε, μιας και το χρήμα δεν χάνεται. Απλώς αλλάζει χέρια. Οσο για τους μη μισθωτούς, αυτοί θα καταγράψουν στη φορολογική τους δήλωση άπαξ τα ποσά που έχουν στις τράπεζες και εφεξής το σύστημα της απαλλαγής από τη φορολογία θα οδηγεί στον εντοπισμό της διαδρομής του χρήματος, άρα και της κατάληξής του, για να φορολογηθεί εκεί όπου πήγε κι όχι εκεί από όπου πέρασε. Κι αλίμονο σε όσους δηλώσουν δαπάνες μεγαλύτερες από το άθροισμα καταθέσεων και εσόδων.
Η λειτουργία αυτής της μεθόδου βασίζεται σε δύο αρχές: Η μία είναι ότι το κράτος πρέπει να γνωρίζει πόσα χρήματα έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Αν αυτό δεν συμβαίνει, έχουμε φοροδιαφυγή. Η δεύτερη είναι ότι κάθε καταναλωτής αποκτά πανίσχυρο κίνητρο να πιστοποιεί τις δαπάνες του, εφόσον αυτές θα αφαιρούνται από τα έσοδα και θα φορολογείται μόνο το υπόλοιπο ποσό. Θα απαλλάσσεται δηλαδή κατά 100% από τον φόρο για το σύνολο των πιστοποιημένων εξόδων του. Αυτό είναι το κλειδί για να συντελούνται από όλους (φυσικά και νομικά πρόσωπα) φανερές συναλλαγές. Ετσι, παύουν να υπάρχουν τεκμήρια διαβίωσης, φόρος ακίνητης περιουσίας, αντικειμενικές αξίες ακινήτων κ.λπ. Αυτά πρέπει να γίνουν κατανοητά από όλους. Μόνον έτσι θα δούμε άσπρη μέρα και θα γλιτώσουμε το άδικο στύψιμο στο οποίο υποβάλλεται η συντριπτική πλειονότητα του λαού.
Γι' αυτό ας παραμερίσουμε το ενδιαφέρον μας για τις κοκορομαχίες των πολιτικάντηδων, που ανακυκλώνουν απεραντολογώντας τα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν και τώρα καμώνονται πως θέλουν να τα λύσουν αποκοιμίζοντάς μας. Υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τον δρόμο προς την εξαθλίωση για να μη συνεχίσει να ισχύει η ρήση του Κολοκοτρώνη «πουτάνα Ελλάδα, δεν θα ισιώσεις ποτέ». Ας παλέψουμε για το αντίθετο για να δείξουμε ότι οι ιστορικοί εθισμοί μας δεν θα αποβούν ισχυρότεροι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησής μας.
………………………………………………………………………………………………………………………………..
*Μηχανικός