Ο θεωρητικός του σινεμά Κάρλο ντι Κάρλο μάς μιλάει για τον σκηνοθέτη της «Περιπέτειας»
Στενός του φίλος, και δημιουργός τού ντοκιμαντέρ «Antonioni su Antonioni», o Ντι Κάρλο επιμελείται το αφιέρωμα στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ξέρει όχι μόνον το έργο του, αλλά και τον ίδιο. Ηταν εσωστρεφής, παραδέχεται, αλλά αγαπούσε τη ζωή και είχε πολύ χιούμορ
Της Βασιλικής Τζεβελέκου
Συνεργάτης του Μικελάντζελο Αντονιόνι αρχικά, ο θεωρητικός του κινηματογράφου Κάρλο ντι Κάρλο συνδέθηκε μαζί του περίπου σαράντα χρόνια, ως στενός φίλος του. Μελετητής του έργου του από τη δεκαετία του 1960, είναι ο επιμελητής του αφιερώματος που διοργανώνεται έως τις 13 Φεβρουαρίου στην Αθήνα. Εχει κάθε λόγο λοιπόν να βρίσκεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Κι έναν παραπάνω, αφού το βράδυ της Τετάρτης προβλήθηκε στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης το ντοκιμαντέρ του «Antonioni su Antonioni».
Στο κοινό τον σύστησε ο Μισέλ Δημόπουλος, θυμίζοντας τα βιβλία, τις ρετροσπεκτίβες, τα συμπόσια και τα συνέδρια που έχει διοργανώσει σ' όλο τον κόσμο. Εκεί τον συναντήσαμε κι εμείς για μια σύντομη συνομιλία, στο επίκεντρο της οποίας ήταν ο μετρ της υπαρξιακής αγωνίας, ο νεωτεριστής που έδωσε νέα πνοή στο σινεμά, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι.
-Πώς αποφασίσατε να γυρίσετε το ντοκιμαντέρ «Antonioni su Antonioni»;
Οταν πέθανε τον Ιούλιο του 2007, σκέφτηκα τι θα μπορούσα να κάνω γι’ αυτή την απώλεια. Είχα στα χέρια μου το υλικό που συγκέντρωνα επί 30 χρόνια περίπου, κυρίως από τις εμφανίσεις του στη RAI και σε άλλα ιδιωτικά κανάλια. Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος ήταν ότι συνήθως δεν ερχόταν σε επαφή με το κοινό, δεν μιλούσε για τον εαυτό του. Οταν όμως επέλεγε τους συνομιλητές του και ήξερε ότι θα τον ακούσουν, ανοιγόταν. Μιλούσε για τη ζωή του, για τους συναδέλφους του, για τον τρόπο που έκανε σινεμά. Θεωρώ ότι αυτό το υλικό φτιάχνει ένα πορτρέτο του Αντονιόνι άγνωστο στο πλατύ κοινό. Κι ο τρίτος λόγος είναι ότι το εγκεφαλικό τον είχε βυθίσει στη σιωπή` εδώ τον ακούμε και πάλι να μιλάει».
-Ο Αντονιόνι θεωρείται ο κατ’ εξοχήν κινηματογραφιστής της αποξένωσης. Ποιο ήταν το στοιχείο που καθόρισε την αισθητική του;
Ξεκίνησε την καριέρα του ως κριτικός κινηματογράφου τη δεκαετία του 1930 στη Φεράρα. Ετσι, μέσω της άσκησης της κριτικής, άρχισε να ασχολείται με το σινεμά. Παρακολουθώντας το σινεμά των άλλων κατανόησε τι είναι ο κινηματογράφος. Στη συνέχεια πήγε στη Ρώμη. Ηταν τα χρόνια του πολέμου, δύσκολες εποχές, ο ίδιος ήταν στρατιώτης χωρίς χρήματα. Ομως αυτές οι εμπειρίες τού έδωσαν τη δυνατότητα να συναντήσει σημαντικούς ανθρώπους, όπως τον Βισκόντι, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία του ως σκηνοθέτη. Την άνοιξη του 1942 πήγε στο Παρίσι, βοηθός του Μαρσέλ Καρνέ. Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά του ήταν το ντοκιμαντέρ του «Gente del Po». Και είναι ενδιαφέρον ότι ενώ εκείνος γύριζε το «Gente del Po» ο Βισκόντι κινηματογραφούσε την «Εμμονή». Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ αποτελεί και την απαρχή της ιδιαίτερης προσέγγισης του Αντονιόνι, της ιδιαίτερης αισθητικής που χαρακτήρισε το έργο του στη συνέχεια. Μιας αισθητικής που είναι μόνο δική του. Δεν είναι πολλοί οι σκηνοθέτες που έχουν την εμπειρία ενός ντοκιμαντέρ πριν ξεκινήσουν τις ταινίες τους. Ο Αντονιόνι είναι από τους λίγους σκηνοθέτες που γύρισαν έξοχα ντοκιμαντέρ, που μας βοηθούν να μελετήσουμε τη γλώσσα και το ύφος του, να προσεγγίσουμε το έργο του και να το ερμηνεύσουμε.
-Σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο νεορεαλισμός, που η προσοχή των Ιταλών σκηνοθετών ήταν εστιασμένη στην πραγματικότητα, ποια αίσθηση προκάλεσε η εμφάνισή του;
Η πρώτη του ταινία, το «Χρονικό ενός έρωτα», η οποία αφορά την αστική τάξη της εποχής, έκανε όλους να αναρωτιούνται: μα πώς είναι δυνατόν να γυρίζει μια τέτοια ταινία όταν το σινεμά πρέπει να δείξει αυτό που έχει προκαλέσει ο πόλεμος; Πώς ξαφνικά ένας σκηνοθέτης ασχολείται με κάτι τόσο διαφορετικό; Η στιγμή εκείνη είναι που ο Αντονιόνι ξεκινάει το δικό του ταξίδι, ένα μοναχικό ταξίδι με πολλές δυσκολίες. Δεν είχε εύκολη κινηματογραφική πορεία. Θεωρήθηκε από πολλούς, απ’ όλους σχεδόν, μοναχικός σκηνοθέτης` σκηνοθέτης εντελώς διαφορετικός από αυτό που ήταν το σινεμά τότε. Ε-πί περίπου δέκα χρόνια κάνει ταινίες όπως «Το χρονικό ενός έρωτα», «Η κυρία χωρίς καμέλιες», «Οι φίλες» και διανύει τη μοναχική πορεία του χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, μέχρι το 1956 που γυρίζει την «Κραυγή». Η ταινία, ουσιαστικά, είναι η ιστορία ενός εργάτη. Εκπλήσσει τους πάντες και κυρίως τους κριτικούς, που έγραφαν αρνητικά σχόλια για εκείνον. Ολοι αναρωτιούνται πάλι, μα πώς αυτός ο σκηνοθέτης, που μέχρι τώρα ασχολούνταν με την αστική τάξη, αποφασίζει να ασχοληθεί μ’ έναν εργάτη; Με τη ζωή του λαού; «Τα συναισθήματα του λαού δεν είναι διαφορετικά και λιγότερο περίπλοκα από τα συναισθηματικά προβλήματα των αστών» απαντά εκείνος.
-Τον χαρακτηρίσατε μοναχικό σκηνοθέτη. Ηταν το ίδιο μοναχικός και ως άνθρωπος, ως προσωπικότητα;
Ηταν γνωστός ως ένας σκηνοθέτης πολύ εσωστρεφής, αλλά όπως τον βλέπουμε και στο ντοκιμαντέρ -«Antonioni su Antonioni»- ήταν πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί έναν τρόπο να γνωρίσει κανείς καλύτερα τον Αντονιόνι, γιατί μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις του τον βλέπουμε ν’ ανοίγεται, να μοιράζεται σκέψεις και συναισθήματα. Ηταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πάρα πολύ τη ζωή κι είχε έντονη αίσθηση του χιούμορ. Οντως ήταν εσωστρεφής και μοναχικός σκηνοθέτης, διότι είχε μια αντίληψη πολύ συγκεκριμένη και σοβαρή για το σινεμά. Θεωρούσε ότι ο κινηματογράφος πρέπει να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής. Ενας σκηνοθέτης, λοιπόν, που ασχολείται με το συναίσθημα, αναγκαστικά είναι πιο μοναχικός, πιο συγκρατημένος. Οταν έφτασε να έχει επιτυχία και προσέλκυσε την προσοχή με την «Κραυγή» και στη συνέχεια με την «Περιπέτεια» και την «Κόκκινη έρημο», η κινηματογραφική του δραστηριότητα κορυφώθηκε κι έγινε γνωστός ως ο μετρ της μη επικοινωνίας. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνος διερευνούσε τα προβλήματα της εποχής. Παρατηρούσε ότι τα συναισθήματα είχαν αρχίσει να αρρωσταίνουν κι αυτό ακριβώς διερευνούσε. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένας αέρας μεταμόρφωσης, αλλαγής, κι αυτός ο αέρας επηρέαζε και τα συναισθήματα. Με αυτήν την αλλαγή των συναισθημάτων ασχολήθηκε ο Αντονιόνι.
-Στη σχέση σας μαζί του, ποιο ήταν το στοιχείο που σας γοήτευσε περισσότερο σ’ εκείνον;
Βεβαίως ο κινηματογράφος του, η γλώσσα που χρησιμοποίησε στον κινηματογράφο και το ευρύτερο ύφος του. Ο Αντονιόνι υπήρξε αναμφισβήτητα ο σκηνοθέτης που ανανέωσε κι εκσυγχρόνισε τη γλώσσα του σινεμά. Η «Περιπέτεια» σηματοδοτεί ουσιαστικά τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τέλους μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης. Ο κινηματογράφος είναι αλλιώς πριν από την «Περιπέτεια» και αλλιώς μετά από αυτή την ταινία.
-Κι από τον άνθρωπο Μικελάντζελο τι έχετε κρατήσει;
Αυτό που με άγγιζε περισσότερο ήταν η ικανότητά του να κατανοεί την εποχή του, να ερμηνεύει εκ των προτέρων τα προβλήματα της εποχής του και ποιες θα ήταν οι συνέπειές τους κάθε φορά.
-Ποια είναι η παρακαταθήκη του έργου του Αντονιόνι;
Το γεγονός ότι οι ταινίες όσο περισσότερο περνάει ο καιρός τόσο λιγότερο παλιώνουν. Αντιθέτως, αποδεικνύονται διαχρονικές.
INFO: Το αφιέρωμα διοργανώνει το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών σε συνεργασία με το Μέγαρο Plus και το Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Οι προβολές των ταινιών συνεχίζονται καθημερινά στο Ιδρυμα Μ. Κακογιάννης (Πειραιώς 206) έως τις 13 Φεβρουαρίου