Ο καιρός των παχιών αγελάδων, τότε που το Δημόσιο χορηγούσε γενναιόδωρα εγγυήσεις για δάνεια που έπαιρναν εταιρείες και φυσικά πρόσωπα, παρήλθε ανεπιστρεπτί. Οι δανειοδοτηθέντες αδυνατούν να επιστρέψουν τα χρέη τους και κατά συνέπεια ο κρατικός προϋπολογισμός επιβαρύνεται από τους τόκους και τα τοκοχρεολύσια που έχει πληρώσει για λογαριασμό τους το Δημόσιο. Στο έγγραφο που αποκαλύπτει σήμερα η «Εφ.Συν.», αναφέρεται ότι θα κατασχεθούν σπίτια, οικόπεδα, εξοχικά, βιομηχανικά κτίρια, ακίνητα, αυτοκίνητα κ.λπ. Επίσης θα ανοίξουν όλοι οι λογαριασμοί των οφειλετών με εισαγγελική εντολή και εάν υπάρχουν καταθέσεις, θα αφαιρούνται αυτομάτως χωρίς καμία άλλη ειδοποίηση.
Αν εξαιρεθεί ο βίαιος τρόπος της είσπραξης, το μέτρο είναι θετικό, αλλά κατόπιν εορτής. Διότι αυτοί που δανειοδοτήθηκαν γενναία με την εγγύηση του Δημοσίου ήταν προφανώς «ημέτεροι», άνθρωποι του συστήματος που εκμεταλλεύτηκαν τις σχέσεις τους με ανθρώπους που κατείχαν θέσεις νευραλγικές και έστησαν, οι περισσότεροι, ντουβάρια για να δικαιολογήσουν τα δάνεια και στη συνέχεια «διοχέτευαν» τα χρήματα σε προσωπικούς λογαριασμούς.
Πρέπει ωστόσο να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των καιροσκόπων «ημετέρων» και εκείνων που είχαν όντως την ανάγκη των δανείων, όπως οι σεισμόπληκτοι και οι πυρόπληκτοι. Σ' αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται διαφορετική προσέγγιση, διότι όσοι ανήκαν στις κατηγορίες αυτές πραγματικά αδυνατούν να αποπληρώσουν τα δάνεια και τους τόκους, έστω και χαμηλούς.
Το Δημόσιο πληρώνει τα επίχειρα της δικής του πολιτικής σκοπιμότητας, εννοείται της εκάστοτε κυβέρνησης που το διαφεντεύει επιθυμώντας να δεσμεύσει μελλοντικούς ψηφοφόρους και εξυπηρετώντας συμφέροντα ιδιωτών, επιχειρηματιών κυρίως. Πρόκειται για τον ασφυκτικό εναγκαλισμό κυβερνώντων – μεγαλοεπιχειρηματιών, που χαρακτηρίζει όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στους επιχειρηματίες που πήραν δάνεια με εγγυητή το Δημόσιο περιλαμβάνονται ονόματα από τον χώρο της βιομηχανίας, της μεταποίησης, των τροφίμων και της νηματουργίας, από όλους δηλαδή τους νευραλγικούς οικονομικούς τομείς. Ουδέποτε το Δημόσιο μπήκε στον κόπο να απαιτήσει τα χρέη που προήλθαν από τα ελλείμματα των εταιρειών όλα αυτά τα χρόνια και, απλώς, κάλυπτε για δικούς του λόγους αυτά τα χρέη. Οταν οι επιχειρήσεις άρχισαν να αδυνατούν να δανειοδοτούνται, ήταν φυσικό με τόσα χρέη να αρχίσει η κατάπτωση των δανείων τους. Μια κατάπτωση, που βεβαίως «έπνιξε» τον προϋπολογισμό, δημιουργώντας «τρύπες» που δύσκολα θα κλείσουν.