Η πολιτική που ακολούθησε εξ αρχής η κυβέρνηση, να συνυπογράψει δηλαδή άκριτα χωρίς καμία ένσταση τις κυρώσεις που επέβαλε η Ε.Ε. στη Ρωσία, οδηγεί σε αδιέξοδο και καταστροφή τους Ελληνες παραγωγούς ροδάκινων, ακτινιδίων και λοιπών προϊόντων, που είχαν ως κύρια χώρα εξαγωγής τη Ρωσία. Αδύναμη να ασκήσει τη δική της πολιτική, προσπάθησε με λεκτικά τεχνάσματα να πείσει ότι υπάρχουν ιδιαίτερες σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, η αδιάλλακτη στάση όμως του Πούτιν την επαναφέρει στην οδυνηρή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που αποδεικνύει ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι εντελώς απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει από μόνη της έκτακτα σοβαρά διεθνή οικονομικά προβλήματα.
Το μόνο στο οποίο μπορεί να επιδοθεί η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή είναι να μοιράζει ψευδείς υποσχέσεις και να καλλιεργεί φρούδες ελπίδες ότι οι Ελληνες παραγωγοί θα αποζημιωθούν, άγνωστο πότε, με τι ποσά και από ποιον. Ευρωπαϊκή λύση δεν φαίνεται στον ορίζοντα, καθώς το ποσό που διαθέτει αυτή τη στιγμή το Ειδικό Ευρωπαϊκό Ταμείο, που συστήθηκε το 2011 για την κάλυψη οικονομικών ζημιών στον αγροτικό τομέα, δεν ξεπερνάει τα 400 εκατομμύρια ευρώ και από αυτά πρέπει να αποζημιωθούν όλες οι πληγείσες από το ρωσικό εμπάργκο χώρες.
Για τις Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία μόνο οι επιπτώσεις υπολογίζονται σε πάνω από 400 εκατομμύρια για την κάθε μία ξεχωριστά, 200 για το Βέλγιο, 250 για την Ελλάδα, χωρίς να υπολογίζονται οι απαιτήσεις Πολωνών, Φινλανδών, Ρουμάνων, Τσέχων, Σλοβάκων, Βαλτικών Χωρών. Με δεδομένη την ανυπαρξία κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για την εξεύρεση άλλων αγορών, η κάθε χώρα καλείται να βρει από μόνη της λύση για την προώθηση των εξαγωγών.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι είναι εντελώς ανίκανη για χάραξη δικής της πολιτικής, αφού δεν είναι σε θέση ούτε καν να διαφοροποιηθεί ελάχιστα, κάτι που καταφέρνουν άλλα κράτη-μέλη.
Παρ' όλα αυτά, επιμένει να δείχνει αισιόδοξη, ότι η ζημιά λ.χ. δεν θα είναι μεγάλη για τους Ελληνες παραγωγούς, κινούμενη στο γνωστό παιχνίδι της δημιουργίας επικοινωνιακών εντυπώσεων. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν μπόρεσε να δει την Ευρωπαϊκή Ενωση ως χώρο κυρίαρχων κρατών που τα ενώνουν βέβαια κοινά συμφέροντα, αλλά βρίσκονται συνεχώς σε μια διαδικασία αλληλεξάρτησης και συνεχούς αλλαγής των εσωτερικών συσχετισμών. Πάντα λειτουργεί ως συμπλήρωμα της μιας ή της άλλης ισχυρής χώρας, ελπίζοντας απλώς να επωφεληθεί από τις ρυθμίσεις που άλλοι αποφασίζουν.