Yποσημειώσεις
Του Γιώργου Σταματόπουλου
Πολλοί έχουν μνήμες Κατοχής («ποτέ να μην ξανάρθουν τέτοιες μέρες», έλεγαν οι γονείς μας). Και να που σήμερα ο εφιάλτης εκείνος επιστρέφει. Δεν βλέπουμε, βέβαια, τυμπανισμένα πτώματα στους δρόμους, αλλά η (καταραμένη) φτώχεια κρούει τη θύρα μας. Τη θύρα του υπερακοντισμένου σ' ένα ουράνιο τίποτα εγώ μας, ενός εκμαυλισμένου από την κοινωνική καταξίωση και υπερκαταναλωτισμό εαυτό μας.
Εδώ και δεκαετίες ο εχθρός είχε μπει μέσα μας και μεις σφυράγαμε κλέφτικα. Η αλήθεια είναι ότι δεν φαινόταν αυτός ο εχθρός σε όσους δεν είχαν καλές σχέσεις με την παράδοση και τη γνώση, με τη σύνεση και τη λογική. Ο ιός της ματαιοδοξίας εισέβαλε αθόρυβα στα κύτταρα της ύπαρξης. Ποια φιλοσοφία να μας προφυλάξει; Ούτε τους γονείς, ούτε τους δασκάλους ακούσαμε, εμείς, οι άνθρωποι του σήμερα, του Διαφωτισμού, των δικαιωμάτων, αφού πρώτα φροντίσαμε να αρμέξουμε τα προς το «ευ ζην» από την επαφή μας με αχυράνθρωπους της εξουσίας. Εμείς, όλοι, που τα μυαλά μας πήραν αέρα και θεωρήσαμε πως είμαστε οι κάτοχοι της εξέλιξης, της προόδου, της γνώσης (τρομάρα μας).
Ανθρωποι που δεν σεβαστήκαμε τη σοφία των προγόνων, αυτήν που προέκυπτε από την αξιοπρεπή καταπολέμηση της φτώχειας~ που αρνηθήκαμε ν' ακούσουμε τη γνώμη των «παλιών» για το ειδέναι της συνύπαρξης (σκληρής κι εμφυλιοπολεμικής), που πέσαμε με τα μούτρα σε ιδεοληψίες, αριστερές, φιλελεύθερες κ.ο.κ. Που δεν καταλάβαμε ότι πριν απ' όλα και όλες τις συγκρούσεις λάμπει η ανιδιοτέλεια και όχι η απληστία και η βία της εξουσίας (όλων ημών).
Ντραπήκαμε για την καταγωγή μας (όχι όλοι), για τις φτωχικές ρίζες μας. Ξορκίσαμε τη φτώχεια ξεχνώντας τον τόπο που γεννηθήκαμε, πολλοί άλλαξαν (κατάπιαν) την ντοπιολαλιά τους, βούτηξαν σε βαθιά και μαύρα νερά κοσμοπολίτικων ανοησιών. Ουδέποτε αγαπήσαμε το νέο αστικό περιβάλλον, το χρησιμοποιήσαμε μόνο στις λέξεις που δήλωναν την περιουσία μας. Χωρίς καταγωγή και χωρίς διαμονή εξ επιλογής. Απίστευτο κατόρθωμα.
Αυτά έβλεπαν οι πολιτικοί και λαΐκιζαν ασυστόλως, μας πήγαιναν όπου ήθελαν γιατί εμείς δεν ξέραμε, δεν βλέπαμε, δεν νιώθαμε.
Και να, η φτώχεια επανεμφανίζεται, πελώρια, επιβλητική, τρομαχτική, σε μια στιγμή μάλιστα που λέγαμε ότι την είχαμε εξορίσει στα τάρταρα της λήθης (ή στον Τρίτο Κόσμο, αλλ' αυτό ουδένα ενδιέφερε…)
Η φτώχεια γεννά εκτρώματα κοινωνικά, ψυχολογικά, πολιτισμικά. Ο θεός της Ελλάδας να βάλει το χέρι του. Αλλά πάντα υπάρχει ένας θεός που βάζει μυαλό στους ανθρώπους, ακριβώς ο θεός της φτώχειας, που δείχνει την αδυναμία του σώματος και τον κακό καιρό! Ο θεός της φτώχειας (μα πώς είναι δυνατόν να υπάρχει θεός που υπερασπίζεται τη φτώχεια;) είναι αυτός που μας ταρακουνάει λέγοντάς μας ότι μόνο ως αλληλέγγυοι μπορούμε να υπάρξουμε, διαφορετικά δεν υπάρχουν κοινωνίες και πολιτικά συστήματα.
Να πάλι: θρησκεύοντες και άθρησκοι, ένθεοι και άθεοι, πολιτικά ζώα ή αναχωρητές, μπροστά στο χρέος να μη χαθεί η αξιοπρέπεια. Για το φτωχό μας το κορμί ο λόγος, αλλά και για το φτωχό μας το μυαλό. Η φτώχεια είναι γέννημα της εξουσίας, όχι της κοινωνίας. Θα μας κάνει πιο συνετούς;