Pin It

Του Τάσου Παππά

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο Ραγκούση ταυτιζόμενο πλήρως με τη Νέα Δημοκρατία και τον πρωθυπουργό. Στο παρελθόν, όταν κάποιο δικαστήριο εξέδιδε αποφάσεις που ήταν αρνητικές για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, όσοι ευνοούνταν απ’ αυτές έσπευδαν να μιλήσουν για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και αποθέωναν τους τολμηρούς δικαστές επειδή πήγαν κόντρα στην ισχυρή εκτελεστική εξουσία. Σήμερα που το ανώτατο δικαστικό όργανο συμπλέει με την παράταξη της Δεξιάς, οι οπαδοί της κυβέρνησης πανηγυρίζουν και επικαλούνται αυτοί με τη σειρά τους την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ενώ οι αντίπαλοί τους, ενοχλημένοι, ασκούν κριτική, παραπέμποντας στη συντηρητική δομή του θεσμού, τουλάχιστον στο επίπεδο των δικαστών που στελεχώνουν την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Αμφότεροι είναι θύματα μιας κανονιστικής μυθοπλασίας.

 

Τα περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι θεωρίες που διδάσκονται στους φοιτητές των νομικών σχολών. Σκοντάφτουν όμως όταν έρχονται σε επαφή με την πραγματικότητα. Σ’ ένα ταξικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητη εξουσία ούτε ασφαλώς ισχύει, παρά μόνο στην τυπική μορφή της, η εξισωτική αρχή ότι «όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο». Κι αυτό γιατί υπονομεύεται από το γεγονός ότι η κοινωνία είναι ένα άθροισμα προσώπων και συλλογικοτήτων που είναι άνισα μεταξύ τους (από την άποψη της οικονομικής ισχύος, της πολιτικής δύναμης κ.λπ.). Η Δικαιοσύνη λειτουργεί εντός ενός πλαισίου (Σύνταγμα, νόμοι) το οποίο είναι η έκφραση του συσχετισμού δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη περίοδο και καθιερώθηκε για να υπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, κρατώντας φυσικά κάποια προσχήματα ώστε να εξασφαλίζεται η συναίνεση μεγάλων μερίδων της κοινωνίας.

 

Βεβαίως, το σύστημα δεν είναι συμπαγές. Συχνά προκαλούνται ρωγμές είτε από την οργανωμένη δράση και την αντίσταση των ανθρώπων, που οδηγούν σε αλλαγές, ανατροπές και βελτιώσεις, είτε από τα σκιρτήματα αυτονομίας ορισμένων λειτουργών του που αμφισβητούν εμπράκτως τις σταθερές του. Το γεγονός ότι εμφανίζονται κάποιοι «μερακλήδες» δικαστές και αποφαίνονται για κρίσιμα ζητήματα με τρόπο που δεν βολεύει τους καθεστωτικούς μηχανισμούς δεν σημαίνει ότι έχουμε επιβεβαίωση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

Ετσι, η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να παίρνει εύσημα ανεξαρτησίας όταν αποφασίζει κατά πώς μας συμφέρει (π.χ. το Πρωτοδικείο Χίου κατάφερε σοβαρό πλήγμα στο μέτρο της διαθεσιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων) και να κατηγορείται για σχέσεις εξάρτησης όταν πηγαίνει κόντρα στις επιθυμίες μας (ακύρωση του νόμου για την ιθαγένεια). Η Δικαιοσύνη είναι ένας ταξικός θεσμός και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται απ’ όσους συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο. Κι αυτό για να μην καλλιεργούνται υπερβολικές προσδοκίες.

 

Ωστόσο, είναι άλλης τάξεως ζήτημα η ερμηνεία των νόμων και του Συντάγματος από την πλευρά των δικαστών. Ο Αμερικανός φιλόσοφος του Δικαίου, Τζον Ρολς, σημείωνε ότι «οι δικαστές δεν μπορούν βεβαίως να επικαλούνται την προσωπική τους ηθικότητα, ούτε τα ιδανικά και τις αρετές της ηθικότητας εν γένει. Ολα αυτά πρέπει να τα θεωρούν άσχετα. Αλλο τόσο δεν μπορούν να επικαλούνται τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές απόψεις που έχουν οι ίδιοι ή άλλα πρόσωπα» («Ο πολιτικός φιλελευθερισμός», εκδόσεις «Μεταίχμιο»). Η στάση της πλειονότητας των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας, δυστυχώς, είναι ευάλωτη στην υποψία ότι στην εκτίμησή τους παρεισέφρησαν οι πεποιθήσεις τους, η κοσμοθεωρία τους και, ακόμη χειρότερα, κριτήρια που έλκουν την καταγωγή τους από τις σκοταδιστικές αντιλήψεις περί καθαρότητας της φυλής.

 

Απόψεις του τύπου ότι «ελάχιστος όρος για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνήσιου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία» είναι το λιγότερο προβληματικές. Τι αλήθεια σημαίνει «γνήσιος δεσμός» και ποιος ορίζει το περιεχόμενό του; Δηλαδή, γιατί ένα παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα και ολοκληρώνει τον κύκλο των εγκύκλιων σπουδών του στη χώρα μας, οι γονείς του οποίου ζουν νόμιμα και μόνιμα εδώ, δεν έχει γνήσιο δεσμό με την κοινωνία; Γιατί ένας αλλοδαπός που ζει και εργάζεται στη χώρα, πληρώνει φόρους, έχει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους νόμους, δεν έχει αποκτήσει γνήσιο δεσμό με το κράτος που να του επιτρέπει να ασκεί το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι; «Μια δημοκρατία», έλεγε ο Ν. Μπόμπιο, «δεν μπορεί να αποκλείει κανέναν, χωρίς να απορρίπτει έτσι την ίδια της την ύπαρξη ως ανοιχτή κοινωνία» («Εγκώμιο της πραότητας», Πατάκης).

 

t.pappas@efsyn.gr