Του Αρι Καζάκου*
Η εμπειρία των Ελλήνων από τη νομοθεσία των τελευταίων τριών ετών είναι ασφαλώς τραυματική. Ο νόμος αποτελεί κυριολεκτικά όπλο καταστροφής όχι απλώς των θεσμών του Εργατικού Δικαίου και του κοινωνικού κράτους δικαίου γενικότερα αλλά των ίδιων των υλικών όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης των ανθρώπων.
Ο βασικός συνδικαλιστικός νόμος 1264/82 αποτελεί το σπουδαιότερο νομοθέτημα στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων στο άνισο ισοζύγιο της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού οργανώνουν την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, του βασικού συνδικαλιστικού δικαιώματος και του δικαιώματος απεργίας, σε αρμονία με την καταστατική – συνταγματική κατοχύρωση της αυτοδύναμης προστασίας των εργαζομένων. Χωρίς την αυτοδύναμη προστασία των εργαζομένων μέσω του συνδικαλισμού η ρύθμιση των όρων εργασίας, μισθολογικών και μη, «ξεπέφτει» σε προϊόν υπαγόρευσης εκ μέρους του εργοδότη. Η διασφάλιση των υλικών όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι αδύνατη χωρίς τον συνδικαλισμό.
Αυτόν τον συνδικαλισμό θα πλήξουν τα σχεδιαζόμενα μέτρα αν υλοποιηθούν:
1. Το πώς θα αποφασιστεί η κήρυξη μιας απεργίας αποτελεί, κατ' αρχήν, ένα ενδοσυνδικαλιστικό ζήτημα, σε σχέση με το οποίο ωστόσο ο ν. 1264/82 θέτει μια σειρά ανεκτών περιορισμών. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των παρόντων μελών με διασφαλισμένη, οριζόμενη από τον νόμο, απαρτία εκφράζει την αρχή της πλειοψηφίας. Η αρχή της πλειοψηφίας διασφαλίζεται στο δίκαιο των συνδικαλιστικών οργανώσεων με την απαρτία και την απαιτούμενη για τη λήψη απόφασης πλειοψηφία των παρόντων μελών. Ετσι, η μεν απαρτία στηρίζεται στην παρουσία ορισμένου ποσοστού των οικονομικά τακτοποιημένων μελών, που ξεκινά από το 1/3 και φτάνει στο 1/5 (στην τρίτη επαναληπτική Γενική Συνέλευση). Από την άλλη πλευρά, η αναγκαία για τη λήψη απόφασης πλειοψηφία ποτέ δεν υπολογίζεται στο σύνολο των εγγεγραμμένων, ενδεχομένως αδρανών ή αμελών μελών, αλλά πάντοτε στα ενεργά-παρόντα μέλη, που στο σύνολό τους συγκροτούν την απαιτούμενη απαρτία. Με το προωθούμενο σχέδιο δεν επιδιώκεται η αποκατάσταση της αρχής της πλειοψηφίας, όπως ψευδώς αναφέρεται. Προφανής σκοπός του σχεδίου είναι να καταστεί αδύνατη η λήψη απόφασης για απεργία.
2. Οι συνδικαλιστικές άδειες διασφαλίζουν τον αναγκαίο για την άσκηση των συνδικαλιστικών καθηκόντων ελεύθερο χρόνο. Αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι μπορεί, κατά περίπτωση, να σημειώνονται καταχρήσεις. Είναι γελοίο να λέγεται ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα στις ΔΕΚΟ οφείλεται στο ότι εκεί «μοιράζονται» συνδικαλιστικές άδειες. Ο καχεκτικός συνδικαλισμός στον καθαρά ιδιωτικό τομέα, από την άλλη πλευρά, χρεώνεται στην έλλειψη στοιχειώδους προστασίας των εργαζομένων που θέλουν να ασκήσουν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα.
3. Οσο για την ανταπεργία (λοκ άουτ) η Ελλάδα ανήκει στις ελάχιστες χώρες που την απαγορεύουν ρητά. Αυτό όμως είναι το κέρδος μιας θεσμικής διάπλασης που αποκλείει τη διατάραξη της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων που επιτυγχάνεται μέσω του συνδικαλισμού. Στην κοινωνική αριθμητική δεν μετρά η ψευδεπίγραφη «ισότητα των όπλων», αλλά η δομική και λειτουργική ισορροπία, όταν στην κοινωνικοοικονομική υπεροπλία της εργοδοτικής πλευράς αντιπαρατίθεται η συνδικαλιστική οργάνωση και δράση των εργαζομένων. Η προσθήκη του λοκ άουτ στα όπλα (οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά) της εργοδοτικής πλευράς θα κατέστρεφε την εύθραυστη σχετική ισορροπία μεταξύ της συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων και της εργοδοτικής πλευράς. Ναι, η νομοθετική απαγόρευση του λοκ άουτ είναι σπάνια στα Εργατικά Δίκαια, όπως σπάνια είναι και η διαιτησία του ΟΜΕΔ που κατέλυσε η ΠΥΣ 6/28.2.2012, η οποία διασφάλιζε μαζί με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας τη συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας. Ο θεσμικός επαρχιωτισμός όσων δείχνουν το ελληνικό παράδειγμα ως μοναδικό (και ανήκουστο!) στον κόσμο δεν μπορεί να σκιάσει αυτό το μικρό θεσμικό επίτευγμα. Αν και οι νόμοι για την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τη διαιτησία (ν. 1264/82 και 1876/90) δεν διασφάλιζαν πάντοτε δίκαιους και αξιοπρεπείς όρους εργασίας για όλους τους εργαζομένους, έδειχναν ότι οι κοινωνικές και δικαιικές μας κατακτήσεις μπορούν να αποτελούν παράδειγμα για τους άλλους.
………………………………………………………………………………………………………………………………
*Καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ