Pin It

Του Γιώργου Μαργαρίτη*

 

Οι εξετάσεις αφορούσαν το μάθημα της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας και έλαβαν χώρα στο καθ’ όλα αξιοσέβαστο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το ερώτημα αφορούσε τις συνθήκες της Χάγης του 1899 και του 1907 και εξέταζε την ικανότητα των φοιτητών να τοποθετήσουν αυτά τα λαμπρά κείμενα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Ο διορθωτής των γραπτών απαντήσεων και καθηγητής του μαθήματος αισθάνθηκε έκπληξη και συνάμα απορία όταν ένας σεβαστός αριθμός απαντήσεων ξεκινούσε τη διαπραγμάτευση του θέματος με τον ακόλουθο πανομοιότυπο τρόπο: «Οι συνθήκες της Βιέννης οι οποίες έλαβαν χώρα στο Παρίσι….».

 

Η έρευνα επί του συμβάντος υπήρξε σύντομη. Βεβαιώθηκε ότι η ερώτηση είχε σωστά διατυπωθεί και πιστοποιήθηκε ότι η μόνη ιστορική περίπτωση όπου αναμιγνύονταν Βιέννη και Παρίσι απείχε εκατό σχεδόν χρόνια από το εδώ ζητούμενο και αναγόταν στα 1815, όταν η δραπέτευση του Ναπολέοντα Βοναπάρτη από τον τόπο της εξορίας του στο νησί Ελβα υποχρέωσε τους καθώς πρέπει αριστοκράτες νικητές του 1814 να μεταφέρουν την επινίκια διάσκεψή τους από το ανασφαλές Παρίσι στην ασφαλή Βιέννη. Η Χάγη δεν κολλούσε πουθενά. Ως εκ τούτου οι απαντήσεις ταξινομήθηκαν στη συλλογή παραδόξων του γηραιού καθηγητή, της οποίας μέγιστο απόκτημα είναι η επιμονή εξήντα (60) παλαιότερων γραπτών στο ότι ο Ντε Γκολ υπήρξε διάσημος κλειδαράς της Ευρώπης.

 

Η εξήγηση ετούτων των παραδόξων δεν έχει τίποτε να κάμει με την επιστήμη της ιστορίας, ούτε με τη διδασκαλία της. Είναι πολιτική και, για την ακρίβεια, μικροπολιτική και συνδέεται ίσως άμεσα με τη μιζέρια της αστικής τάξης ετούτου του τόπου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

 

Κάθε πρωτοετής φοιτητής που παρουσιάζεται στην αρμόδια Γραμματεία για την εγγραφή του διασταυρώνεται, είτε το επιθυμεί είτε όχι, με τις φοιτητικές παρατάξεις που έχουν εγκαταστήσει τραπεζάκια –ήτοι γραφεία και συνεργεία– στα πρόθυρα κάθε υποχρεωτικά μαζικής πανεπιστημιακής δραστηριότητας. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το φαινόμενο δείγμα πλούσιας και υγιούς δημοκρατίας, καθώς οι ιδέες κυκλοφορούν ελεύθερα και δυναμικά και ο κάθε νέος φοιτητής καλείται να προβληματιστεί ιδεολογικά και πολιτικά από την πρώτη στιγμή της ακαδημαϊκής του καριέρας. Αμ δε! Η βασική ιδεολογία των παρατάξεων που συνδέονται με τα λεγόμενα «κόμματα διακυβέρνησης» συνίσταται σε δύο άξονες υποσχέσεων: Πρώτον, ότι θα περνάμε καλά. Δεύτερον, ότι θα περνάμε τα μαθήματα. Το πρώτο επιτυγχάνεται από την άριστη σχέση που φαίνεται ότι διατηρούν οι εν λόγω φοιτητικές παρατάξεις «εξουσίας» με κάθε είδους «επιχειρηματία» ημέρας και νύχτας: το ρεπερτόριο ξεκινά από οργανωμένες εκδρομές στη Μύκονο, το Μέτσοβο ή άλλα επιθυμητά μέρη και διανθίζεται με τα περίφημα πάρτι, όπου η υπόσχεση του πρόσκαιρου ή μόνιμου «ζευγαρώματος» προέχει οποιασδήποτε άλλης.

 

Μα για να περνάμε καλά και να επενδύουμε αποκλειστικά και μόνο στο «ζευγάρωμα» χρειάζεται να περνάμε και κανένα μάθημα. Και εδώ όμως πάλι οι φοιτητικές παρατάξεις των κομμάτων «εξουσίας» βρίσκονται στο πλευρό του αναξιοπαθούντος φοιτητή για να τον συνδράμουν. Σε συνεργασία προφανώς με άλλους «επαγγελματίες», της «γνώσης» αυτήν τη φορά, προμηθεύουν τους φοιτητές με βοηθητικές σημειώσεις, συμπληρωματικά συγγράμματα και, κυρίως, με πολυποίκιλα συστήματα «υποβοήθησης», τα οποία κοινώς ονομάζουμε «σκονάκια». Οι πρόοδοι στην ηλεκτρονική επιτρέπουν μάλιστα εξαιρετικά εξελιγμένες μεθόδους υποβοήθησης, κλειδί των οποίων είναι τα κινητά τηλέφωνα και άλλα πιο σύνθετα μέσα τηλεπικοινωνίας. Υποθέτω ότι πίσω από αυτά υπάρχει αγορά μίσθωσης με το μάθημα και το κομμάτι.

 

Η λειτουργία ετούτου του παραταξιακού πλέγματος εξηγεί τη σχέση της Χάγης του 1899 με τη Βιέννη και το Παρίσι ή την επίδοση του Ντε Γκολ στην τέχνη της κλειδαριάς. Στην ουσία οι πανεπιστημιακές παραδόσεις βρίσκονται κάτω από ένα καθεστώς «συνδιδασκαλίας» όπου, πίσω από το κάθε μάθημα, αναπτύσσεται μια «αγορά» με όλους τους κανόνες της αναζητούμενης –πλην ανεύρετη– «επιχειρηματικότητας». Υποθέτω ότι όσο πιο αυστηρός και «δύσκολος» είναι ο καθηγητής -και το μάθημα- τόσο περισσότερο μεγαλώνει ο τζίρος της παραταξιακής παραπαιδείας πίσω από αυτό.

 

Υπάρχει όμως και η πολυεπίπεδη υποκρισία. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι τις φοιτητικές παρατάξεις και τη «συνδιοίκηση» που υποτίθεται ότι ασκούν τις κατακεραυνώνουν τα πλέον φανατικά και συντηρητικά μέσα έκφρασης της άρχουσας τάξης: μια πρωινή εφημερίδα που αρχίζει από Κ, ένα κανάλι που αρχίζει από Σκ, μια εβδομαδιαία που αρχίζει από Β. Παραδόξως ετούτα τα μέσα εκφράζουν τον ίδιο και τον αυτό πολιτικό και ιδεολογικό χώρο με τις φοιτητικές παρατάξεις της «συνδιδασκαλίας» που προανέφερα. Η γνωστή σχιζοφρένεια της ελληνικής άρχουσας τάξης, που άλλο θα ήθελε να είναι και άλλο είναι.

 

Ο δε ακαδημαϊκός χώρος ακολουθεί πιστά το γενικό ρεύμα αποφεύγοντας να ταράξει τα νερά. Πρόκειται για ριζοσπαστική διανόηση που εκφράζει μεν τις απόψεις της δεξιάς, κεντρώας ή αριστερίστικης σοσιαλδημοκρατίας, διακηρύσσει δε ότι οι θέσεις της βρίσκονται τριακόσιες λεύγες στα αριστερά των αντίστοιχων του Λένιν… Σε κάθε περίπτωση, η μόνη ιδέα που εκπορεύεται από τους διανοουμένους ταγούς της αριστεράς και της προόδου είναι η… καταστολή. Κανονισμοί, απειλές, ποινές, αστυνόμευση και όλα τα συναφή. Περί της πηγής του προβλήματος ουδέν: αυτό φυσικά θα έθιγε θεσμούς και «άρχουσες καταστάσεις», τις οποίες με τόση προσήλωση η διανόηση αυτή υπηρετεί.

 

Το τελικό αστείο είναι ότι υπάρχει ειδικό επιδοτούμενο μάθημα στο Τμήμα για «καινοτομία και επιχειρηματικότητα». Δεν γνωρίζω αν την πρακτική άσκηση σε αυτό την αναλαμβάνουν οι «κυβερνητικές» φοιτητικές παρατάξεις, οι οποίες προφανώς υπηρετούν πιστά και τις δύο αυτές έννοιες.

 

……………………………………………………………………………………….

 

* Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ

 

Scroll to top