Των Κων/νου Δημουλά (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Βασίλη Κ. Φούσκα (Πανεπιστήμιο Richmond Λονδίνου)*
Για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια οι Ευρωπαίοι ηγέτες «πανηγυρίζουν» την αδυναμία τους να δρομολογήσουν βιώσιμες λύσεις στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη τους και οι λαοί της Ευρώπης. Ανίκανοι να συμβιβάσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των κυρίαρχων εθνικών ομάδων με το επικαλούμενο ως «κοινό ευρωπαϊκό όραμα», οι αποφάσεις τους αντανακλούν την προϊούσα παρακμή του Ευρω-Ατλαντικού τρόπου κυριαρχίας στον κόσμο. Ειδικότερα οι Ευρωπαίοι, με την πρόσφατη συμφωνία για το νέο πολυετές χρηματοδοτικό πλαίσιο που αφορά το διάστημα 2014-2020, απέδειξαν ότι οι τεκτονικών μεγεθών παγκόσμιες γεωπολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις που συντελούνται στον πλανήτη δεν τους ξυπνούν από τον παρατεταμένο πνευματικό και πολιτικό λήθαργο που τους επέβαλε η αμερικανική κυριαρχία και δεν κινητοποιούνται προς την κατεύθυνση του απεγκλωβισμού τους από αυτή με τη χάραξη μιας στιβαρής και αυτοτελούς, αν όχι ανεξάρτητης, στρατηγικής για το μέλλον της Ευρώπης και των λαών της.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε για τον νέο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, ο οποίος εκτιμάται στο επίπεδο του 1% του Συνολικού Ευρωπαϊκού Ακαθάριστου Προϊόντος, απέχει παρασάγγας από εκείνα τα επίπεδα που θα επέτρεπαν την εφαρμογή μιας ευρωπαϊκής πολιτικής αντάξιας των διακηρύξεων που τη συνοδεύουν. Η διάψευση των προσδοκιών για σταδιακή αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στο 5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, με την παράλληλη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της ευρωπαϊκής οικονομικής εξουσίας, προοιωνίζονται την παράταση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης και την ταυτόχρονη αδυναμία των ευρωπαϊκών κρατών να εφαρμόσουν πολιτικές αντιμετώπισης των αρνητικών κοινωνικών της επιδράσεων με αναδιανεμητικές πολιτικές στο πλαίσιο του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Οταν σε άλλες χώρες με ομόσπονδο πολιτικό σύστημα διατίθεται πάνω από το 20% των δημόσιων δαπανών στην κεντρική πολιτική εξουσία (π.χ. ΗΠΑ, Βραζιλία) και στην Ευρώπη αυτό το ποσοστό δεν ξεπερνά το 5%, είναι προφανής η αδυναμία ενσάρκωσης μιας ευρωπαϊκής πολιτικής που δεν εξαντλείται στη νομισματική ένωση του «σκληρού ευρώ» και σηματοδοτούνται οι αυξανόμενες δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα προκειμένου να μη θρυμματιστεί στα εξ ων συνετέθη.
Οι πόροι που διαθέτει ο νέος πολυετής ευρωπαϊκός προϋπολογισμός δεν αρκούν για να επιδράσουν αντισταθμιστικά και αναδιανεμητικά εξισορροπώντας, έστω και κατ' ελάχιστο, τις απώλειες των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας από το ισχυρό ευρώ. Μπροστά στην όξυνση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που προκαλεί η οικονομική κρίση, η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης απάντησε διακηρύσσοντας τη γεωγραφική, την κοινωνική και την περιφερειακή συνοχή και τη βιώσιμη μεγέθυνση με την ενίσχυση της απασχόλησης, χωρίς να διαθέσει τους αναγκαίους πόρους για την ευόδωσή τους. Αντίθετα στοχεύει στην αυστηροποίηση των κριτηρίων και των διοικητικών κανόνων και πρακτικών για την καταβολή των ανεπαρκών χρηματοδοτήσεων, κάτι που αναμένεται να εκθρέψει νέες εντάσεις και εθνικιστικές εξάρσεις, όχι μόνο στην περιφέρεια αλλά και σε χώρες όπως η Γαλλία. Η επιδίωξη της ευρωπαϊκής σύγκλισης, χωρίς μείωση των οικονομικών ανισοτήτων, χωρίς τη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών και χωρίς εμβάθυνση της δημοκρατίας, το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι αυταρχισμός και ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων που – αν όχι άμεσα- σταδιακά θα οδηγήσουν στην αποδιάρθρωση της ευρωζώνης (μια ματιά μόνο να ρίξουμε στην Ισπανία ή τη Γαλλία είναι αρκετή για να μας πείσει).
Ειδικότερα για την Ελλάδα και παρά τις τυμπανοκρουσίες του πρωθυπουργού για τη «μεγάλη εθνική επιτυχία», αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι τα 16 και κάτι δισεκατομμύρια ευρώ που ενδέχεται «να εισρεύσουν» στη χώρα κατά την επόμενη επταετία (παραβλέποντας τον άκαμπτο προσανατολισμό τους σε συγκεκριμένες προτεραιότητες) είναι κατά πολύ μικρότερα ποσά από αυτά που θα διατεθούν τα επόμενα δύο χρόνια ως τοκοχρεολύσια στους δανειστές μας. Ακόμα κι αν αποδεχτούμε την κατά φαντασία υπόθεση ότι τα χρήματα που θα διατεθούν από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα αποδώσουν στο 100% των προσδοκιών, αυτή η επίδραση θα εξανεμιστεί στο πολλαπλάσιο από το βάρος που σηκώνει η χώρα για την αντιμετώπιση των δανειακών της υποχρεώσεων.
Η μόνη βιώσιμη προοπτική δεν είναι άλλη παρά η αξιοποίηση των γεωπολιτικών ανακατατάξεων για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του επαχθούς χρέους που επέβαλαν οι δανειστές μας με την άμεση ακύρωση των πρόσφατων δανειακών συμβάσεων. Η παραγωγική βάση των ευρωπαϊκών οικονομιών συνολικά έχει να κερδίσει πολλά από τη διαγραφή χρέους τους, κι όχι μόνο του ελληνικού. Σ' αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να εξεταστεί η προοπτική της «σεισάχθειας» και το ενδεχόμενο, από τη στιγμή που η εξαθλίωση του λαού συνεχίζεται, της «συντεταγμένης αποχώρησης» μαζί με άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας από το ήδη θρυμματισμένο ευρωνόμισμα. Αυτή η αποχώρηση θα επιτρέψει τον αναπροσανατολισμό των διεθνών οικονομικών σχέσεων της ελληνικής οικονομίας προς τις βαλκανικές χώρες και τις χώρες της κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες ήταν πάντοτε -εκτός από το πρόσφατο διάλειμμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης που σηματοδότησε η ενιαία ευρωπαϊκή πράξη του 1985- σχέσεις αμοιβαίου οφέλους που θεμελιώνονται στην κοινή ιστορία και τον κοινό μεσογειακό πολιτισμό μας.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
*Το κοινό βιβλίο των συγγραφέων, «Ελλάδα – παγκοσμιοποίηση και ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η πολιτική οικονομία του χρέους», θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο Palgrave Macmillan τον Σεπτέμβριο.