ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

23/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Και αν είναι παρένθεση;

      Pin It

Του Θανάση Διαμαντόπουλου*

 

Στην Πολιτική Επιστήμη αποκλίνουσες ονομάζονται οι εκλογές που καταγράφουν μια απομάκρυνση από το κατά κανόνα συμβαίνον, έναν εκλογικό σεισμό, συνήθως απόρροια μιας έντονης συγκινησιακής φόρτισης της κοινωνίας, χωρίς όμως διάρκεια. Αναπροσδιοριστικές, αντίθετα, καλούνται εκείνες οι λαϊκές ετυμηγορίες που συνιστούν «οριστικό» γύρισμα πολιτικής σελίδας, τουλάχιστον μακροχρόνια μετάβαση της συγκεκριμένης χώρας σε μια πολιτική πραγματικότητα τελείως διαφορετική από αυτήν στην οποία είχε επί χρόνια ζήσει. Στην Ελλάδα αποκλίνουσες ήταν οι εκλογές του 1958: λόγω του αντιδυτικισμού που είχαν προκαλέσει τα δραματικά και πρόσφατα τότε γεγονότα του (ακαίρως διεθνοποιηθέντος από την κυβέρνηση Παπάγου) Κυπριακού, αυτές σήμαναν μια απότομη εκλογική εκτίναξη της ΕΔΑ, πολιτικής έκφρασης των ηττημένων του Εμφυλίου, χωρίς συνέχεια όμως. Αναπροσδιοριστικές, δε, υπήρξαν οι εκλογές του 1981, που σηματοδότησαν την εγκαθίδρυση του δικομματισμού της Μεταπολίτευσης ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ., που διήρκεσε 30 χρόνια.

 

Και το ερώτημα είναι: τι θα αποδειχθούν οι αλλεπάλληλες εκλογές του 2012; Αποτέλεσαν μια οριστική μετάβαση -όσο το επίθετο «οριστική» μπορεί να χρησιμοποιείται στα εγκόσμια- στον επονομαζόμενο συναινετικό ή συγκυβερνητικό κοινοβουλευτισμό; Ή κατέγραψαν την έναρξη μιας σύντομης φάσης, μεταβατικής προς μια άλλη εκδοχή του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, που χαρακτηρίζεται από τη συνήθη παραγωγή μονοκομματικών κυβερνήσεων;

 

Μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο δεδομένο πως συμβαίνει το πρώτο. Τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα, ωστόσο, συνδυαζόμενα με το ψηλαφίσιμο πολιτικό κλίμα των τελευταίων μηνών, την ενδεχομένως αφελή αίσθηση της κοινωνίας πως διαφύγαμε τον κίνδυνο της πλήρους κατάρρευσης (ή πως η κατάσταση δεν μπορεί να επιδεινωθεί και άλλο) και την ψυχολογική επίδραση που προεξοφλείται ότι θα ασκήσει επί των ψηφοφόρων το ισχύον εκλογικό σύστημα, όλα αυτά αφήνουν ανοιχτό, έστω και αν ακόμη δείχνει σχετικά απόμακρο, το ενδεχόμενο να επανέλθουμε σε μονοκομματικές κυβερνήσεις. Συντομότερα από όσο είχαμε προεξοφλήσει. Τότε όμως;

 

Δεν αγνοώ, βέβαια, την επιγραμματική φράση του Πολ Βαλερί «προβλέπω, άρα απατώμαι» (ούτε το ότι ο ελληνικός λαός μιλάει ακόμη πιο απαξιωτικά για τους μετά τον θεωρούμενο Θεάνθρωπο προφήτες). Ωστόσο, τολμώ να προσχωρήσω στην τάξη των πολιτικών οιωνοσκόπων και να εκφράσω την πεποίθηση ότι, εφόσον προκύψει μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, παραγόμενη από ένα ενισχυόμενο εκλογικό ρεύμα της τελευταίας στιγμής υπέρ του φαβορί, η παρένθεση της νέας μονοκομματικής κυβέρνησης θα είναι ακόμη συντομότερη από αυτήν των κυβερνητικών συνασπισμών που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Πού βασίζω την εκτίμησή μου αυτή;

 

Αναφερόμενος στην Ενωση Κέντρου του 1961, σε κάποιο παλιό βιβλίο μου είχα γράψει πως επρόκειτο για ένα συγκαλυμμένο συνασπισμό κομμάτων μέσα στο κέλυφος ενός φαινομενικά ενιαίου κόμματος. Αυτό ισχύει σήμερα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για το κόμμα της αξιωματικής μας αντιπολίτευσης, διότι διαπερνάται εσωτερικά από απίστευτα μεγάλο βαθμό διαιρετικών τομών. Πράγματι…

 

Στους κόλπους του συνυπάρχουν αταλάντευτοι οπαδοί τής (φύσει ανεκτικής και ήπιας) αστικής δημοκρατίας και εκφραστές του δόγματος πως η πολιτική βία δεν πρέπει να αποκλείεται απόλυτα και πάντα, ειδικά εφόσον στοχεύει σε υπέρτατες κοινωνικές σκοπιμότητες. Επίσης, φιλοευρωπαϊστές και απομονωτιστές… Ακόμη, αυτοί που θεωρούν την παραμονή της χώρας στο ευρώ αδιαπραγμάτευτη και κάποιοι που δεν θα απέκλειαν την εμπειρία/περιπέτεια της επανόδου στο εθνικό μας νόμισμα, που -υποτίθεται πως- θα αποκαθιστούσε την οικονομική κυριαρχία της χώρας… Υποστηρικτές, τέλος, ενός κάποιου δημοσιονομικού ρεαλισμού για μια αυριανή κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και εκείνοι που περιμένουν την κατάληψη της εξουσίας για να ανοίξουν τους κρουνούς των παροχών τόσο ώστε η παροχολογία της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου το φθινόπωρο του 1963 (με υπουργό Οικονομικών τον Κων. Μητσοτάκη) να φαντάζει ό,τι μια μικροδιαρροή υδραυλικών σε σχέση με έναν κατακλυσμό… Κ.ο.κ.

 

Αν λοιπόν, με δεδομένες όλες αυτές τις εσωτερικές διαιρέσεις του τσίπρειου κόμματος -που ίσως δεν αποδειχθεί τόσο τσίπρειο, όταν περάσει η περίοδος της αντιπολιτευτικής ευωχίας-, μια ενδεχομένη μελλοντική μονοκομματική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μη διαθέτουσα το άλλοθι της συνύπαρξης με «συντηρητικά» πολιτικά μορφώματα, κατορθώσει να διατηρήσει τη συνοχή της, κατορθώσει ακόμη να κυβερνήσει απρόσκοπτα και να μακροημερεύσει, τότε εγώ, εφόσον ήμουν νέος και είχα τη συνακόλουθη έπαρση της νιότης, θα μπορούσα να πω «θα σκίσω όλα τα πτυχία μου που έχουν σχέση με την Πολιτική».

 

Τώρα, όμως, γνωρίζω πως ο καθένας μπορεί να μου αντιτάξει ότι τα πτυχία αυτά μού είναι άχρηστα. Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης έχω γίνει εδώ και δεκαετίες. Τη, δε, έδρα Πολιτικής Επιστήμης της Ακαδημίας Αθηνών -παρά τη θετική ψήφο 13 Ακαδημαϊκών που, τώρα, μου δίνεται η ευκαιρία να ευχαριστήσω δημόσια- απέτυχα οριστικά να την καταλάβω… Οπότε, η διάψευση των προβλέψεών μου δεν θα είχε συνέπειες για μένα. Το κακό, ωστόσο, είναι πως η επαλήθευση αυτών των προβλέψεων θα έχει συνέπειες για την ελληνική κοινωνία…

 

Ασχετο υστερόγραφο: Οσοι εκάστοτε καθιστούν την προεδρική εκλογή παράγοντα προσθήκης ανασφάλειας στο πολιτικό μας σύστημα σκέπτονται, άραγε, πως αυτή τους η στάση μπορεί να κάνει αρκετούς να νοσταλγήσουν την ασφάλεια που παρέχει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η κληρονομική μοναρχία;

 

……………………………………………………………………..

 

* Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης

 

Scroll to top