Pin It

Του Φοίβου Γκικόπουλου*

 

Οταν, πριν από εκατόν τριάντα δύο χρόνια, ο Νίτσε άρχιζε το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του «Η χαρούμενη επιστήμη» (1882) με τον θάνατο του Θεού, αυτή η δήλωση είχε τότε σ’ ολόκληρη την πνευματική τάξη της Δύσης το αποτέλεσμα μιας ηλεκτρικής εκκένωσης. Ηταν πράγματι αδιανόητο να αποδεχτούν την πεποίθηση του φιλόσοφου, σύμφωνα με την οποία ο Θεός είχε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και, μόνον τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα, ξαφνικά είχε εξαφανιστεί από τον κόσμο. Ο Νίτσε βέβαια έχει τους ερμηνευτές του, που είναι έτοιμοι να διαγκωνιστούν στην προσπάθεια να διακρίνουν το μυστικό που κρύβουν τα λόγια εκείνου που σίγουρα θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους του τέλους του 19ου αιώνα, και που εξακολουθεί να αναστατώνει πολλές ψυχές, ακόμη και σήμερα, προξενώντας ανησυχίες στους ανθρώπους του πνεύματος. Βέβαια, στις αρχές του 20ού αιώνα, η ανθρωπότητα φάνηκε να είχε αποφασίσει ν’ ακούσει τη συμβουλή του Νίτσε και ήταν διατεθειμένη ν’ απελευθερωθεί από την εικόνα του Θεού, ν’ αφήσει τη θρησκεία στους δικούς της κανόνες, είτε ως ελεύθερη επιλογή, έκφραση πίστης στην επιστήμη, στη λογική και στην ελευθερία του ανθρώπου, είτε ως αυστηρή επιβολή του κομμουνισμού που όρισε τη θρησκεία ως «όπιο των λαών», ή του φασισμού, που μετέτρεψε έναν πνευματικό θεό σε σάρκα και οστά. Τώρα όμως, στις αρχές του 21ου αιώνα, βρισκόμαστε ξανά στην αρχή: αν ο Νίτσε δήλωνε σήμερα ότι ο Θεός πέθανε, αρκετοί επιφανείς διανοούμενοι, ακόμη και επιστήμονες, θα έβαζαν τα γέλια μ’ αυτή τη θέση και θα προσκαλούσαν τον φιλόσοφο να κοιτάξει γύρω του και να διαπιστώσει, προσωπικά, όχι μόνο το γεγονός ότι οι μεγάλες θρησκείες είναι ζωντανές και δραστήριες και ότι οι πιστοί δεν έχουν καμιά διάθεση να επαναπαυθούν στον θάνατο των θεών, αλλά διαρκώς αυξάνονται σε αριθμό, παρά το γεγονός ότι οι φυσικές και κοινωνικές επιστήμες κατακτούν, κάθε μέρα που περνά, νέα πεδία στο κοσμικό και ανθρώπινο διάστημα.

 

Η σχέση ανάμεσα στις θρησκείες και τα άτομα στις κοινωνίες στις οποίες βρίσκονται να ζουν, έχει αλλάξει: στον χρόνο και στον χώρο. Από μια στενή σχέση, σχεδόν ταύτισης, σε έναν πιο χαλαρό εναγκαλισμό, όπως στον δικό μας σύγχρονο δυτικό κόσμο. Πάντα όμως μια αμοιβαία προσφορά: η θρησκεία της εποχής προσφέρει στην κοινωνία και στα άτομα εγγυήσεις, ασφάλεια, σταθερότητα και η κοινωνία (ή το κράτος) προσφέρει σε αντάλλαγμα προστασία, μέσα, εργαλεία. Μια αμοιβαία επίδραση, μια ανταλλαγή στην οποία δεν είναι εύκολο να καθορίσουμε ποιος από τους δύο πρωταγωνιστές προσφέρει και ποιος δέχεται. Γενικότερα, η προσφορά της θρησκείας στη διαμόρφωση της κοινωνίας είναι σημαντική, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία των κοινωνιών και των πολιτισμών. Καθόλου μικρότερη είναι και η προσφορά των κοινωνιών στις θρησκείες: τις μορφοποιούν, τις μεταλλάσσουν, τις αλλάζουν, ανεξάρτητα από την πρωταρχική τους μορφή. Οι θρησκείες δεν μπορούν, και δεν πρέπει, να παραμένουν αδιάφορες στον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας, στα ήθη και έθιμά της, στην κουλτούρα της, στις σχέσεις παραγωγής της. Η θρησκεία –και ο ενικός ισχύει για όλες – αλλάζει όψη, εικόνα, ταυτότητα. Με λίγα λόγια, περνάμε από μια θρησκεία της αλήθειας σε μια θρησκεία της ευτυχίας. Ενα σταδιακό πέρασμα, πολλές φορές ανεπαίσθητο αλλά, αναμφίβολα, σημαντικό. Από τη θρησκεία –περίπου από όλες– δεν ζητάμε να μας πει την αλήθεια για τον άνθρωπο και τον κόσμο, αλλά να μας κάνει ευτυχισμένους. Φυσικά, η προοπτική του «άλλου κόσμου» δεν εξαφανίζεται. Ομως απαλύνεται, γίνεται πιο χλομή, όπως χλομιάζουν όλες οι αλήθειες των διάφορων «πιστεύω».

 

Γίνεται όλο και πιο έντονος και άμεσος ο «εδώ κόσμος», για τον οποίο η κοινωνία ζητά βοήθεια από τη θρησκεία. Κυρίως μια κοινωνία που είναι αναγκασμένη να αποδεχτεί τα όριά της, τις αδυναμίες της και τις αποτυχίες της. Από την πολιτική στην υγεία, από την εκπαίδευση στη δημόσια ηθική. Η θρησκεία δεν χάνει την κλασική συγγένειά της με τη μεταφυσική, μια συγγένεια χαρακτηριστική κυρίως του δυτικού χριστιανισμού, στη σκιά πρώτα της ελληνικής και αργότερα της σχολαστικής φιλοσοφίας. Δημιουργείται όμως κι ένας νέος εναγκαλισμός, εκείνος με την ψυχολογία, είτε στην ατομική είτε στην κοινωνική της μορφή. Η κοινωνία σήμερα έχει ανάγκη τη θρησκεία του ψυχολογικού και του κοινωνικού περιεχομένου, περισσότερο από τη θρησκεία που διδάσκει μιαν αλήθεια. Η σύγχρονη κοινωνία, σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, είναι αναγκασμένη να αποποιείται τις αποτυχίες της και να δέχεται ευχαρίστως όποιον της προσφέρει κάποια θεραπεία, και επιπλέον με χαμηλό κόστος. Μια σιωπηρή συμφωνία, ή, αν προτιμάμε, η θρησκεία σαν ένα μεγάλο κοινωνικό αμορτισέρ.

 

Ενας νέος εναγκαλισμός, λοιπόν, ανάμεσα στη θρησκεία και την κοινωνία. Μια νέα διαδρομή στη μακρά ιστορία της συνύπαρξης, καμιά φορά έμμεσης, πιο συχνά άμεσης. Η θρησκεία ξαναβρίσκει έναν κοινωνικό ρόλο, εκείνον που κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων φαινόταν ότι είχε χάσει. Ξαναβρίσκοντας αυτόν τον ρόλο, η θρησκεία βρίσκεται με τα πόδια στη γη: ο ουρανός απομακρύνεται. Η κοινωνία δέχεται ευχαρίστως την υποστήριξη που της παρέχει η θρησκεία: περισσότερη τάξη, περισσότερη τιμιότητα, περισσότερη αλληλεγγύη. Από την πλευρά της, η θρησκεία δέχεται από την κοινωνία όλη τη νομιμοποίηση, ακόμη και τη δημοσιότητα, που έχει ανάγκη. Ο ιερέας ακόμη μια φορά, στην πρώτη γραμμή, αλλά δίπλα στον δήμαρχο, στον δάσκαλο, στον γιατρό και τον φαρμακοποιό: όχι ένα σκαλί παραπάνω. Ολα φαινομενικά όπως παλιά, αλλά στην πραγματικότητα πολλά έχουν αλλάξει.

 

…………………………………………………………………………………………….

 

* Ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ

 

Scroll to top