Pin It

Του Θ. Μεγαλοοικονόμου*

 

Η συζήτηση για τον αντισημιτισμό και τη σχέση του με την εγκληματική πολιτική του σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ κατά του παλαιστινιακού λαού κυμάνθηκε ως επί το πλείστον στη διάρκεια της πρόσφατης δολοφονικής επίθεσης του σιωνιστικού κράτους στη Λωρίδα της Γάζας σε μια λογική αντιπαραθετικού χαρακτήρα ανάμεσα σε δυο πόλους: από τη μια, της (αυτονόητης) καταδίκης του Ισραήλ για τα εγκλήματά του κατά των Παλαιστινίων, υποβαθμίζοντας ωστόσο ή και αγνοώντας το ζήτημα της ανόδου του αντισημιτισμού. Και από την άλλη, της μετάθεσης των ευθυνών στην «τρομοκρατική» Χαμάς και της ταύτισης του αντισιωνισμού με τον αντισημιτισμό. Οποιος καταδικάζει την πολιτική του Ισραήλ είναι αντισημίτης, υποβαθμίζει ή αρνείται το Ολοκαύτωμα κ.ο.κ.

 

Η διάκριση ωστόσο ανάμεσα στον αντισημιτισμό και τον αντισιωνισμό είναι ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας. Είναι δυο διαμετρικά αντίθετα πράγματα, γύρω από τα οποία επικρατεί μια σκόπιμα κατασκευαζόμενη σύγχυση η οποία εξυπηρετεί ταυτόχρονα και το κράτος του Ισραήλ, αλλά και τις ανερχόμενες δυνάμεις των ακροδεξιών και των νεοναζιστών, στα ρατσιστικά προτάγματα των οποίων ο αντισημιτισμός παραμένει αυτό που ήταν πάντα: η μήτρα του κάθε ρατσισμού.

 

Παρά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την αποκάλυψη του Αουσβιτς και του Ολοκαυτώματος, ο αντισημιτισμός δεν έπαψε να υπάρχει σε πολλές χώρες της Ευρώπης (και στην Ελλάδα) και, όσο περνούσαν τα χρόνια, να κάνει όλο και πιο ορατή την παρουσία του.

 

Κι αυτό γιατί ο αντισημιτισμός δεν πηγάζει από το κράτος του Ισραήλ. Ούτε γεννήθηκε από τον ναζισμό. Ο αντισημιτισμός έχει να κάνει με τον καπιταλισμό. Διατρέχει όλη την ιστορία του καπιταλισμού: ο «Εβραίος» ως ο «άλλος» του δυτικού κόσμου. Μια παραδειγματική εικόνα, την οποία, όπως λέει ο Enzo Traverso, ο ναζισμός βρήκε έτοιμη και δεν έκανε άλλο από τη συνδέσει και να τη συγχωνεύσει με την εικόνα του «υπάνθρωπου», του «άλλου» του αποικισμένου κόσμου (επίσης δημιούργημα της δολοφονικής βίας του φιλελεύθερου καπιταλισμού). Οι Εβραίοι, ως η «ενσάρκωση όλων των κακών», έγιναν ο καταλύτης της ναζιστικής βίας.

 

Το Αουσβιτς και το Ολοκαύτωμα, «νόμιμο τέκνο του δυτικού πολιτισμού», είναι το προϊόν της συμπύκνωσης μιας σειράς στοιχείων που διαχρονικά είναι δομικά στοιχεία της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων: «ευγονικές εμμονές, ρατσιστικές προκαταλήψεις, γεωπολιτικές βλέψεις, ιδεολογική σταυροφορία, σε ένα ενιαίο καταστροφικό κύμα». Μια σύνθεση τα στοιχεία της οποίας εξακολουθούν να υπάρχουν και η οποία είναι εξαιρετικά πιθανό να συμβεί στο προβλεπτό μέλλον με στόχο ξανά, μεταξύ πολλών άλλων, «ανάξιες να ζουν» ομάδες (μετανάστες, ρομά, ομοφυλόφιλους κ.λπ.) και τους Εβραίους – αν δεν υπάρξει «άλλη, ριζικά εναλλακτική στον καπιταλισμό, προοπτική».

 

Εχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία η αντιμετώπιση του αντισημιτισμού, ο οποίος, αν δεν δημιουργείται, ωστόσο πυροδοτείται από την πολιτική του σιωνιστικού κράτους, από την οργή και τον αποτροπιασμό για τη μαζική εξόντωση χιλιάδων αμάχων, παιδιών, από πρακτικές εξόντωσης που ανακαλούν τη ναζιστική γενοκτονία.

 

Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο κρίσιμο σημείο: δεν πρόκειται να υπάρξει ειρήνη στη Μ. Ανατολή όσο υπάρχει το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ. Η ίδρυση του σιωνιστικού κράτους, το 1948, δεν ήταν απλώς προϊόν της αναγνώρισης, από τη μεριά του στρατοπέδου των νικητριών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των συνεπειών του Ολοκαυτώματος και της ανάγκης για ένα ασφαλές καταφύγιο των Εβραίων: ήταν, πρωτίστως, συνδεδεμένη με γεωπολιτικές επιδιώξεις και στρατηγικές, σε μιαν εύφλεκτη και εκτός ελέγχου περιοχή, πλούσια σε πετρελαιοπηγές.

 

Ο μύθος της «εξορίας του εβραϊκού λαού από τη Σιών» αποτέλεσε, μέσα από μιαν ορισμένη διάπλαση της ιστορικής μνήμης, τη νομιμοποιητική βάση για τη διεκδίκηση ιστορικών δικαιωμάτων επί της Παλαιστίνης – για μια πατρίδα που «δεν ανήκε ποτέ στους Αραβες», απ’ όπου πηγάζει και «η αξίωση ενός λαού χωρίς γη σε μια γη χωρίς λαό» (Shlomo Sand).

 

Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ ήταν μια ενέργεια συνυφασμένη με τον βίαιο εκτοπισμό των Παλαιστινίων από την πατρίδα τους «στη βάση συστηματικού σχεδίου» (Norman Finkelstein). Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’30, είχε δηλώσει: «Αφού ιδρύσουμε το κράτος, θα συγκροτήσουμε έναν μεγάλο στρατό, θα καταργήσουμε τη διχοτόμηση και θα επεκταθούμε σε ολόκληρη την Παλαιστίνη».

 

Εκτοτε, από τη ίδια τη φύση του και τον τρόπο της δημιουργίας του, το άκρως εξοπλισμένο (και με πυρηνικά όπλα) από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό σιωνιστικό κράτος μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει μόνο στη βάση του διαρκούς εκτοπισμού των Παλαιστινίων σε μιαν ευρύτερη περιοχή που έχει μεταβληθεί σε αχανή πυρακτωμένη ζώνη, όπου το εντεταλμένο σιωνιστικό φρούριο δρέπει διαρκώς ως αναπόφευκτη επιθετικότητα τους καρπούς της δικής του διαρκούς βίας και εξανδραποδισμού του ντόπιου πληθυσμού.

 

Πραγματική ειρήνη στην περιοχή μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από τη σφυρηλάτηση της ενότητας του παλαιστινιακού και του εβραϊκού λαού για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Παλαιστίνης, όπου Παλαιστίνιοι και Εβραίοι θα ζουν από κοινού, με απολύτως ίδια δικαιώματα και χωρίς θρησκευτικές διακρίσεις. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν θα υπάρχει «κράτος του Ισραήλ».

 

Το να ταυτίζουμε ωστόσο τους Εβραίους (την εβραϊκή τους ιδιότητα, την «εβραϊκότητά» τους) με τον σιωνισμό είναι μορφή αντισημιτισμού – που, μεταξύ άλλων, αντιστρατεύεται πλήρως το όποιο κάλεσμα σε κοινή δράση ενάντια στο σιωνιστικό κράτος.

 

Το να είμαστε λοιπόν πραγματικά κατά του αντισημιτισμού σήμερα σημαίνει να είμαστε ταυτόχρονα αντισιωνιστές. Και το να είμαστε αντισιωνιστές (κατά του κράτους του Ισραήλ) συνεπάγεται ότι ο αγώνας κατά του αντισημιτισμού αποτελεί μια πρώτη προτεραιότητα, ιδιαίτερα απέναντι στα νεοναζιστικά μορφώματα και τα διάφορα ομοιώματά τους.

 

……………………………………………………………………………

 

* Ψυχίατρος ΨΝΑ

 

Scroll to top