Pin It

Του Δημήτρη Ουλή*

 

Με δεδομένο τον ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας από την ίδρυση κιόλας του νεοελληνικού κράτους, αλλά και την ταραχώδη ιστορία των ελιγμών, των αλληλεξαρτήσεων και των υπόγειων συμβιβασμών που απαίτησε η διαρκής συνδιαλλαγή της με την πολιτεία, δεν θα πρέπει να θεωρούμε παράταιρο τον σκεπτικισμό που προκάλεσαν οι πρόσφατες επισκέψεις του κ. Τσίπρα στο Αγιον Ορος και στο Βατικανό. Οι ενστάσεις «εκ δεξιών» έθεσαν το ερώτημα τι γυρεύει ένας αριστερός ανάμεσα στους γέροντες του Αθω και ποιο θα μπορούσε να συνιστά το πραγματικό αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα σ’ έναν δεδηλωμένο «άθεο» και τον άγιο Ποντίφικα. Οι ενστάσεις «εξ ευωνύμων» έθεσαν το ίδιο ερώτημα, αλλά με διαφορετικούς όρους: Τι κοινό συνδέει έναν αριστερό κι έναν ιησουίτη ηγέτη, τι είδους συναινετική προσέγγιση θα μπορούσε να επιδιωχθεί ανάμεσα σε μια Αριστερά που φιλοδοξεί να είναι ανανεωτική κι ένα εκκλησιαστικό κατεστημένο το οποίο εξακολουθεί να επιδίδεται σε ιεροπρεπείς εναγκαλισμούς με την Χρυσή Αυγή; Το παρόν άρθρο θα ήθελε να αποπειραθεί κάποιες ενδεικτικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα.

 

Ξεκινώ με την παρατήρηση ότι θεωρώ τις «εκ δεξιών» ενστάσεις επιπόλαιες και παραπλανητικές εξ αρχής – κι αυτό για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι αγνοούν ή αντιπαρέρχονται σκόπιμα το ένατο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία ορίζεται καταστατικά ως μία, αγία, αποστολική και καθολική. Αυτό σημαίνει ότι η καθολικότητα της Εκκλησίας δεν συνιστά κάποιο συμπτωματικό και δευτερεύον χαρακτηριστικό της, αλλά δομική συνιστώσα της ταυτότητάς της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είμαι της άποψης ότι κάθε απόπειρα ιδιοποίησης της Εκκλησίας εκ μέρους της οποιασδήποτε κομματικής παράταξης ελέγχεται τουλάχιστον ως αθεολόγητη, καθόσον διαψεύδει αυτό ακριβώς το στοιχείο της καθολικότητας. Η Εκκλησία δεν «ανήκει» στη Δεξιά περισσότερο από όσο «ανήκει»σ την Αριστερά, και θα συνιστούσε πράξη ασυγχώρητου πολιτικού κυνισμού να μετατρέψουμε τον Θεό σε μασκότ ενός συγκεκριμένου ιδεολογικού στρατοπέδου. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας το θεμελιώδες σωτηριολογικό αξίωμα ότι ο Χριστός δεν ενσαρκώθηκε για τους δίκαιους, αλλά για τους αμαρτωλούς αυτού του κόσμου, τότε ίσως η «άθεη» και «ανεύθυνη» Αριστερά να έχει πολύ περισσότερο ανάγκη την Εκκλησία από όσο η ίδια αντιλαμβάνεται – και απ’ όσο η αγία παράταξη των νοικοκυραίων θα ήταν πρόθυμη να παραδεχθεί.

 

Υπάρχει όμως κι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι οι «εκ δεξιών» ενστάσεις αστοχούν: το γεγονός ότι το συμφραζόμενο όλων των επισκέψεων του κ. Τσίπρα δεν ήταν προσκυνηματικό και θρησκευτικό, αλλά αυστηρώς πολιτικό. Στο συμφραζόμενο αυτό, ελάχιστη σημασία έχουν οι θρησκευτικές και κοσμοθεωρητικές πεποιθήσεις του Α ή του Β στελέχους ενός κομματικού σχηματισμού. Εκείνο που έχει σημασία είναι μάλλον η στάση του κομματικού σχηματισμού που το Α ή το Β στέλεχος εκπροσωπεί, απέναντι στη θεσμική θρησκεία. Ο,τι θα έπρεπε να αποτελεί για μας αντικείμενο προβληματισμού, με άλλα λόγια, δεν είναι το ερώτημα αν ο κύριος Τσίπρας πιστεύει ή όχι στον Θεό, αλλά η συνολική τοποθέτηση του κομματικού σχηματισμού επί του οποίου αυτός προΐσταται, απέναντι στη θεσμική θρησκεία: το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο δηλαδή, μέσω του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει να συνδιαλεχθεί και να συνυπάρξει με την Εκκλησία, εν όψει μιας επικείμενης αλλαγής του πολιτικού σκηνικού επί το κεντροαριστερότερον.

 

Αλλά ούτε και οι «εξ ευωνύμων» ενστάσεις αποδεικνύονται εν προκειμένω λιγότερο απλουστευτικές ή βεβιασμένες. Οχι γιατί το εκκλησιαστικό κατεστημένο δεν διαθέτει πράγματι τα σκληρυμένα χαρακτηριστικά που του αποδίδουν. Αλλά γιατί θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι οι επισκέψεις του Αλέξη Τσίπρα δεν έχουν εν τέλει καμία πολιτική σημασία, ει μη μόνον στον βαθμό που επιχείρησαν να αμβλύνουν αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά: να διαψεύσουν τις αποκλειστικές και «μονοπωλιακές» αξιώσεις της Δεξιάς επί της θρησκείας, να διατυπώσουν καινούργια κριτήρια και νέες δυνατότητες πολιτικής αυτοσυνειδησίας και έκφρασης της Εκκλησίας, να αναζητήσουν ένα διαφορετικό πλαίσιο επιδιώξεων και σκοποθεσιών, κάτω από το οποίο το κράτος και η Εκκλησία θα μπορούσαν ενδεχομένως να συστεγαστούν – πέρα από τις μπίζνες. Και την ίδια στιγμή, να πείσουν την κοινή γνώμη ότι παρά την «αθεΐα» συγκεκριμένων εκπροσώπων της, η Αριστερά ούτε κέρατα έχει ούτε συνοψίζει κάποιο είδος πολιτικού σατανισμού. Αντιθέτως, προσυπογράφει με κάθε παρρησία την τεράστια πολιτισμική κληρονομιά του χριστιανισμού και αναγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο που ο τελευταίος καλείται να διαδραματίσει στην αντιμετώπιση των πλανητικών πλέον πολιτικών και κοινωνικών μας προβλημάτων.

 

Αν το σενάριο στο οποίο αναφέρομαι δεν συνιστά ευχολόγιο, και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπάθησε πράγματι να δημιουργήσει το πλαίσιο μιας διαφορετικής συνάρθρωσης του πολιτικού με το θρησκευτικό, τότε θα ήθελα να πιστεύω ότι οι επισκέψεις του στο Αγιον Ορος και το Βατικανό εκφράζουν κάτι πολύ περισσότερο από έναν επικοινωνιακό απλώς αντιπερισπασμό, για να διασκεδαστούν τάχα οι εντυπώσεις που προκάλεσε η δημόσια ομολογία της «αθεΐας» του. Θα έλεγα ότι συνιστούν μάλλον το πρώτο στιγμιότυπο ενός τολμηρού, απαιτητικού και μακροχρόνιου εγχειρήματος αναπλαισίωσης των σχέσεων Εκκλησίας-πολιτείας, για την ευόδωση του οποίου είναι προφανές ότι δεν απαιτούνται μονάχα ενθουσιασμός και καλές προθέσεις, αλλά πρωτίστως επιτελική εργασία.

 

…………………………………………………………………………………

 

* Θεολόγος – δρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας

 

Scroll to top