Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία των αρχών του 20ού αιώνα είχε τρεις τάσεις. Κατά πρώτον, την αριστερή, υπό τον Λίμπνεχτ και τη Λούξεμπρουργκ, που πρέσβευαν ότι, αφού τα καταστατικά του κόμματος διακήρυσσαν την επανάσταση, αυτή έπρεπε να επιχειρηθεί άμεσα, με εγκατάλειψη της μέχρι τη στιγμή εκείνη δράσης που βασιζόταν στον νομοταγή ρεφορμισμό. Αντίθετα, η δεξιά πτέρυγα, υπό τον Μπέρνσταϊν, ζητούσε εγκατάλειψη των θεωρητικών μαξιμαλισμών, δηλαδή προσαρμογή των επαναστατικών ιδεολογικών διακηρύξεων στην έως τότε νομιμόφρονα πρακτική του διεκδικητικού μεταρρυθμισμού. Τέλος, μεταξύ των δύο εκινείτο η κεντρώα τάση του Κάουτσκι, ο οποίος θεωρούσε θαυμάσιο αυτό τον δυισμό μεταξύ υπερβατικών διακηρύξεων και μετριοπάθειας στην πράξη. (Μάλιστα το διατύπωνε επιγραμματικά με τη φράση «η Σοσιαλδημοκρατία είναι επαναστατικό κόμμα, δεν είναι κόμμα που κάνει επαναστάσεις»…)
Λίγο, λοιπόν, να έχει ενηλικιωθεί πολιτικά ο Τσίπρας, λίγο να έχει φύγει από τη νοοτροπία του 15μελούς, λίγο να έχει διαρρήξει τις σχέσεις του με τον πιο αφελή, άκρατο και άκριτο βολονταρισμό (τον οποίο μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί ως καύσιμο για να τροφοδοτεί το κομματικό όχημα που τον πηγαίνει προς την εξουσία), λίγο επίσης η νοημοσύνη του να αποδειχθεί υψηλότερου επιπέδου από την παιδεία του, θα έχει ήδη αντιληφθεί πως ο τακτικός δυισμός του «αποστάτη Κάουτσκι» είναι ό,τι ανταποκρίνεται περισσότερο στα προσωπικά και τα κομματικά του συμφέροντα. Αλλά, βέβαια, δεν είναι εύκολη η υιοθέτησή του. Πράγματι…
Ο προσανατολισμός προς μια ρεαλιστική ή ρεαλιστικά μετριοπαθή συνταγή διακυβέρνησης, καταφανώς αποκλίνουσα από την υπερβατική και οραματική «πραγματικότητα», προς την οποία ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ έκανε μέχρι τώρα σπονδές, γίνεται εφικτός μόνον εάν το αποτέλεσμα των εκλογών υποχρεώνει σε συγκυβέρνηση με κάποιο εκ των κομμάτων που κινούνται δεξιά του. Μια τέτοια υποχρεωτική συγκυβέρνηση από τη μια θα ηρεμούσε καταθέτες, επενδυτές και ξένους δανειστές της χώρας, ενώ από την άλλη θα του παρείχε ιδανικό άλλοθι για να αντιμετωπίσει τη μαξιμαλιστική βουλησιαρχία των μουζαχεντίν, τζιχαντιστών και λοιπών αιμοσταγών ή ψυχοπροβληματικών μαξιμαλιστών του κομματικού στρατού. Διαφορετικά, οι εν λόγω θα ζητήσουν άμεση υπογραφή συμβολαίου μετάβασης στον υπεσχημένο παράδεισο, συμβολαίου υπογραφόμενου με ανεξίτηλη κόκκινη μελάνη από το αίμα των ταξικών και πολιτικών εχθρών…
Βέβαια, ακόμη και αν η συνείδηση της Ιστορίας, που είναι ευκταίο να διαθέτει το νέο άστρο της δημόσιας ζωής του τόπου, του επιτρέψει να αντιληφθεί πως τον ευνοεί η συγκρότηση συμμαχικής κυβέρνησης, προφανές είναι πως κανείς πολιτικός ηγέτης δεν μπορεί να μη ζητάει τη μεγιστοποίηση του εκλογικού ποσοστού του κόμματός του. Η στρατηγική, επομένως, που θα εξυπηρετούσε τις πολιτικές φιλοδοξίες του νεαρού αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως θα ήταν, παράλληλα προς τη διακηρυκτική επιδίωξη της αυτοδυναμίας, να δηλώνει σε όλους τους τόνους πως το κόμμα του είναι έτοιμο να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες και γενικότερα να διευκολύνει τη διακυβέρνηση του τόπου, οποιουσδήποτε συσχετισμούς κοινοβουλευτικών δυνάμεων και αν παραγάγει η προσεχής λαϊκή ετυμηγορία. Χωρίς εκβιασμούς και χωρίς απειλές για δεύτερες συνεχόμενες εκλογές… (Αλλωστε, η -κατά θεσμική στρεψοδικία- εκβίαση της πρόωρης έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας θα έχει ήδη βλάψει επαρκώς την οικονομική κατάσταση του τόπου, πρωτίστως δε των λαϊκών στρωμάτων)…
ΥΓ1. Στη χώρα της πληθωρικής περί τα πάντα ανευθυνολολογίας, αυτή δεν θα μπορούσε να μην επεκταθεί και σε ό,τι αφορά το όριο αυτοδύναμης μονοκομματικής πλειοψηφίας που παράγεται από το εκλογικό μας σύστημα. Ωστόσο είναι γνωστό ότι οι 250 έδρες κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των κομματικών σχημάτων που υπερβαίνουν το 3%. Αρα, όσο υψηλότερο είναι το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που δεν φτάνουν το συγκεκριμένο όριο, τόσο περισσότερους βουλευτές βγάζουν εκείνα που το υπερβαίνουν (αφού παίρνουν και τις έδρες που θα πήγαιναν στα μη αντιπροσωπευόμενα κόμματα). Επομένως χαμηλώνει αντίστοιχα το ποσοστό αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος (το οποίο επιπρόσθετα, εφόσον κατέρχεται αυτόνομα, παίρνει και το μπόνους των 50 προβλεπόμενων πλειοψηφικών εδρών). Αυτό το συμπέρασμα, εν τούτοις, για το οποίο δεν χρειάζονται απλά μαθηματικά αλλά απλή λογική, δεν εμποδίζει διάφορους εκλογικούς αναλυτές να εμφανίζουν το ίδιο ποσοστό, π.χ. το 37%, ως όριο αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος –δηλαδή ως προϋπόθεση εκλογής 151 βουλευτών-, στο ενδεχόμενο τριών διαφορετικών αθροισμάτων της δύναμης των εκτός βουλής κομμάτων! Στην πραγματικότητα, βέβαια, η ελάχιστη απόλυτη πλειοψηφία απαιτεί 40,4%, εφόσον δεν δοθεί ούτε ψήφος σε κόμμα υπολειπόμενο του 3%. Αυτό δε το ποσοστό αυτοδυναμίας χαμηλώνει κατά 0,4% για κάθε μονάδα που παίρνουν όλα μαζί τα εκτός Βουλής κόμματα. Αν δηλαδή αυτά συναθροίσουν 5%, για αυτοδυναμία απαιτείται 38,4%, αν πάρουν 10%, το όριο αυτοδυναμίας πέφτει στο 36,4%, με 12%, γίνεται 35,6% κ.ο.κ…
ΥΓ2. Τι παράλογος ο φόβος ορισμένων μήπως ο λαός ψηφίσει στις προσεχείς εκλογές υπό τον φόβο εθνικής καταστροφής που θα προέλθει από τη διεθνή απομόνωση της χώρας! Ουδέποτε ο ελληνικός λαός ψήφισε υπό το κράτος τέτοιου φόβου! Ούτε το 1920…