Του Νικόλαου Α. Μπινιάρη*
Στον ανατολικό τομέα της κουρδικής πόλης Κομπάνι, ακριβώς στα σύνορα της Συρίας με την Τουρκία, έχει υψωθεί η σημαία του «Ισλαμικού κράτους», ενώ 180.000 κάτοικοι έχουν ήδη καταφύγει στην Τουρκία με τον φόβο σφαγιασμού τους. Η περιοχή έχει περικυκλωθεί από τους ισλαμιστές και το πυροβολικό τους σφυροκοπά ανελέητα την πόλη, η οποία μπορεί να έχει ήδη καταληφθεί, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές. Στις 10 Σεπτεμβρίου όμως, ο πρόεδρος Ομπάμα κήρυξε επισήμως μια εκστρατεία κατά ακριβώς αυτού του «κράτους», δημιουργώντας μια νέα συμμαχία με Γαλλία, Μ. Βρετανία, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ και παρεμβαίνοντας με βομβαρδισμούς εναντίον αυτής της οργάνωσης.
Το «χαλιφάτο» και ο ηγέτης του, Αμπού Μπακρ Αλ Μπαγκντάντι, από τον Ιούνιο με την κατάληψη της Μοσούλης και την κατάρρευση του ιρακινού στρατού και στη συνέχεια της ιρακινής κυβέρνησης βρίσκονται στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής σκηνής ανατρέποντας όλες τις ισορροπίες, ή μάλλον ανισορροπίες, οι οποίες επικρατούσαν στη Μ. Ανατολή και κυρίως στο Ιράκ και τη Συρία. Η οργάνωση αυτή, μια από τις πολλές οι οποίες είχαν εμφανιστεί ως μαχητές της ελευθερίας και της δημοκρατίας κατά του καθεστώτος Ασαντ (Αλ Νούσρα, παρακλάδι της Αλ Κάιντα κ.λπ.), είχε χρηματοδοτηθεί και εξοπλιστεί από τους θανάσιμους εχθρούς του Ασαντ, δηλαδή Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ, και Τουρκία, δίχως βέβαια να ξεχνάμε τις ίδιες τις ΗΠΑ. Μόλις στις 2 Οκτωβρίου ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, σε διάλεξή του στο Χάρβαρντ, ανέφερε πως «…ήταν τόσο αποφασισμένοι να ρίξουν τον Ασαντ, ώστε έδωσαν εκατομμύρια και τόνους πολεμικό υλικό οι σύμμαχοί μας σε Αλ Νούσρα και Αλ Κάιντα…». Αμεση ήταν η αντίδραση Ερντογάν, καθώς και των ΗΑΕ, και ο δυστυχής και λίγο αυθόρμητος αντιπρόεδρος αναγκάστηκε να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη από τον Ερντογάν και από τους εμίρηδες του Κόλπου.
Η Τουρκία, στη δεδηλωμένη της προσπάθεια να ανατρέψει τον Ασαντ μετά την «αραβική άνοιξη» και μετά τη νίκη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο, οργάνωση η οποία προσπαθούσε να ρίξει τους Ασαντ από την εξουσία για πολλές δεκαετίες, είχε να αντιμετωπίσει το κουρδικό στοιχείο της Συρίας το οποίο περισσότερο ενδιαφερόταν για την αυτονομία του παρά για την πτώση του Ασαντ. Και πράγματι, ο Ασαντ τους άφησε ανεξέλεγκτους να ανακηρύξουν μια αυτόνομη περιοχή, παρόλο που οι αντίπαλοί του βρίσκονταν σε συνεχείς συγκρούσεις με τους Κούρδους αυτονομιστές της Συρίας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε κάτι σημαντικό. Οι Αραβες δεν είχαν ούτε έχουν καμία προδιάθεση να δεχτούν μια ανεξάρτητη κουρδική εθνότητα εντός ιστορικών αραβικών περιοχών. Αντίθετα, για τους Αραβες η εμφάνιση ενός κουρδικού κράτους θα ήταν παρόμοια με την εμφάνιση του εβραϊκού κράτους του Ισραήλ, όχι από πλευράς θρησκευτικής αλλά από πλευράς εθνικιστικής.
Οι Κούρδοι της Συρίας και το Συριακό Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (ΣΚΔΚ) είναι φιλικά και ιδεολογικά προσκείμενοι στο τουρκικό PΚΚ. Αυτό έκανε τον Αχμέτ Νταβούτογλου πέρυσι να δηλώσει μετά την ανακήρυξη του αυτόνομου κουρδικού τομέα της Συρίας από το ΣΚΔΚ: «Αυτό είναι ένα ανεπίτρεπτο τετελεσμένο». Και μόλις πριν από λίγες μέρες ο Ερντογάν δήλωσε: «Το PΚΚ και το «Ισλαμικό κράτος» είναι και τα δύο τρομοκρατικές οργανώσεις».
Αυτή τη στιγμή λοιπόν η Τουρκία, η οποία υποτίθεται πως ανήκει στη συμμαχία κατά του «χαλιφάτου», αλλά η οποία θεωρεί πως το ΣΚΔΚ είναι τρομοκρατική οργάνωση, αφήνει αβοήθητο δίπλα της το πρώτο να εξοντώνει το δεύτερο. Ο ηγέτης του ΣΚΔΚ, Σάλιχ Μούσλιμ, είχε βρεθεί στην Αγκυρα στις 5/10 για συνομιλίες με την τουρκική ΜΙΤ όπου άκουσε να τον προτρέπουν να ενσωματώσει τους Κούρδους στον «Ελεύθερο Συριακό Στρατό» (επίσημο μέτωπο κατά του Ασαντ υποστηριζόμενο από ΗΠΑ, Ε.Ε., Τουρκία), να δηλώσει την αντίθεσή του προς το καθεστώς Ασαντ και να διακόψει τις σχέσεις του με το PΚΚ. Του δόθηκε επίσης η υπόσχεση πως θα υπάρξει βοήθεια προς τους μαχητές του ΣΚΔΚ.
Η Τουρκία από την άλλη πλευρά αντάλλαξε 180 μαχητές του «χαλιφάτου» με 49 Τούρκους αιχμαλώτους. Ανάμεσα στους 180 ήταν 2 Αγγλοι υπήκοοι, 3 Γάλλοι, 2 Σουηδοί, ένας Βέλγος και δύο από την ΠΓΔΜ!
Συμπεραίνουμε από όλα τα παραπάνω πως η Τουρκία, με τη μόνιμη ρεαλιστική εξωτερική πολιτική της (ακριβέστερα, οπορτουνισμός στο έπακρο), καταφέρνει να φτάσει στα όρια του σουρεαλισμού. Και αυτό γιατί, πλην μιας μαζικής παρέμβασης, το Κομπάνι θα πέσει στα χέρια του «χαλιφάτου» και το ΣΚΔΚ θα εξαρθρωθεί (ίσως με την ανοχή των «συμμάχων» οι οποίοι βομβαρδίζουν το «Ισλαμικό κράτος», αλλά δεν μπορούν να ανακόψουν την προέλασή του). Ο Οτσαλάν όμως δήλωσε την 1η Οκτωβρίου πως η πτώση του Κομπάνι θα σημάνει και την επανέναρξη του ένοπλου αγώνα του PΚΚ κατά της Τουρκίας. Και δεν είναι υπερβολικό να τονιστεί πως η ηρωική αντίσταση των Κούρδων σε αυτή την πόλη (μια γυναίκα ανατινάχτηκε ανάμεσα σε ισλαμιστές και μια άλλη αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια τους) θα έχει τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο στους Κούρδους της Τουρκίας και του Ιράκ. Το Κομπάνι πιθανότατα θα γίνει το σύνθημα για μια νέα κουρδική προσπάθεια για ανεξαρτησία. Η Τουρκία, προσπαθώντας να επιτύχει με κάθε μέσο την πτώση του Ασαντ, την οποία θεωρεί ύψιστο συμφέρον της για λόγους επιρροής της στην περιοχή, και τη διάλυση του συριακού Κουρδιστάν, για λόγους εσωτερικής πολιτικής, θα βρεθεί μπροστά σε μια νέα φάση του Κουρδικού η οποία δεν θα έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα για αυτήν. Οι προσδοκίες της θα είναι δημιουργήματα μιας φανταστικής θεώρησης και της πραγματικότητας και των συμφερόντων της.
……………………………………………………………………………………………………………………..
* Συγγραφέας. Τελευταίο έργο του «Το Κάλεσμα της Ερήμου»