Της Ελεάννας Ιωαννίδου*
Ζούμε σε μια εποχή, όπου η κυβέρνηση γράφει ένα από τα πιο μαύρα κεφάλαια της ελληνικής Ιστορίας. Οι αποφάσεις και οι πρακτικές της, τα χωρίς σχέδιο οριζόντια μέτρα, η ασυλία υπευθύνων, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η θυσία αδυνάτων για τη διατήρηση -παρά την κρίση- πελατειακών σχέσεων και προνομίων συγκεκριμένων ομάδων, η κοινωνική και περιβαλλοντική λεηλασία, η αιφνιδιαστική κατάργηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, η κατ’ επανάληψη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διατάξεων του Συντάγματος που ανάγονται στην πολιτειακή λειτουργία, παράλληλα με την ασφυξία της μικρής επιχειρηματικότητας και τη συνεπακόλουθη διόγκωση της ανεργίας και της μετανάστευσης των νέων, θα σημαδέψουν τη ζωή μας για χρόνια.
Ωστόσο, ένα ολόκληρο σύστημα δημοσιογράφων και αναλυτών ασχολείται, αντί με την κυβέρνηση και τα πεπραγμένα της, όπως θα συνέβαινε σε μια υγιή δημοκρατία, με το τι είπε και τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αν το πρόγραμμά του βγαίνει ή δεν βγαίνει -λες και βγαίνει το σημερινό-, καθώς και με το αν υπάρχουν και ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του. Η πλειονότητα όσων δίνουν τον τόνο σε αυτή την κριτική, είναι παράγοντες του δημόσιου βίου: στελέχη των κομμάτων, αλλά και των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τα σημερινά αδιέξοδα, με αποτέλεσμα η ατζέντα του δημόσιου διαλόγου να κατευθύνεται. Κυρίαρχο στοιχείο σε αυτή τη συνταγή αποτελούν η καταστροφολογία και η τρομοκράτηση των πολιτών.
Ετσι, αντί η κριτική προς την αξιωματική αντιπολίτευση να εστιάζει στη ζύμωση των θέσεών της στην κατεύθυνση της επεξεργασίας ενός συγκεκριμένου σχεδίου εναλλακτικής διακυβέρνησης, που τόσο έχει ανάγκη η χώρα, προκαλεί μόνο θόρυβο με στόχο την απαξίωση του αντιπάλου. Αποτέλεσμα έχει την απαξίωση του πολιτικού συστήματος συνολικά: όταν δεν λειτουργεί υπέρ των υπονομευτών της δημοκρατίας, οδηγεί στην αποστροφή του πολίτη για τα κοινά και στη συνεπακόλουθη αντίληψη για την ανάθεση της πολιτικής στους πολιτικούς. Δυστυχώς, αυτή η λογική της ανάθεσης βρίσκεται στη ρίζα των σημερινών πολιτικών και κοινωνικών αδιεξόδων και καμία ουσιαστική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει στη χώρα χωρίς την ανατροπή της. Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο από το ΠΑΣΟΚ που δέχεται στις τάξεις του, «κινδυνεύει» από το ΠΑΣΟΚ που εξακολουθεί να τρέχει στο αίμα της κοινωνίας μας.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει, λοιπόν, μια ευθύνη απέναντι στην Ιστορία που απαιτεί προσωπικές και συλλογικές υπερβάσεις: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μια και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά, να ενεργοποιήσει την κοινωνία, να κάνει τους πολίτες συμμέτοχους στις αποφάσεις για τις ζωές τους και να έχει έτοιμο σχέδιο άμεσης δράσης με συγκεκριμένες συμμαχίες και πρώτο στόχο τη βιώσιμη ανατροπή τής διαρκώς επιταχυνόμενης ανεργίας.
Αυτό, όμως, σημαίνει πως οφείλει να αναζητήσει την κριτική που έρχεται από τα κάτω, από τα νέα κινήματα, τις νέες μορφές οικονομίας και κοινωνικής αυτοοργάνωσης που πασχίζουν να βρουν χώρο σε όλη την Ελλάδα, από τους πολίτες και τις συλλογικότητες που έμπρακτα τάσσονται κατά της ανάθεσης και παίρνουν, όπως και όπου μπορούν, τη ζωή τους στα χέρια τους.
Οι συμμαχίες που θα χρειαστεί, αν το εννοεί να είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, δεν βρίσκονται (ως επί το πλείστον) στα έδρανα της Βουλής. Βρίσκονται κυρίως στην κοινωνία, με την οποία οφείλουν όσες πολιτικές δυνάμεις επιθυμούν ουσιαστική αλλαγή, να διατηρούν σχέση αμφίδρομη. Σε αυτά τα ενεργά κύτταρα της κοινωνίας δεν υπάρχει μόνο το βίωμα των δυνατοτήτων της κοινωνικής οικονομίας, αλλά και η κατανόηση ότι βασικό διακύβευμα της κρίσης είναι τα συλλογικά αγαθά: οι φυσικοί πόροι και το περιβάλλον. Οπως εύστοχα επισημαίνει η Ναόμι Κλάιν, η συνειδητοποίηση της σημασίας της περιβαλλοντικής διάστασης της κρίσης είναι βασική προϋπόθεση για αυτή την αλλαγή, όχι μόνο για τη βιωσιμότητα, αλλά και για την αμεσότητα της δημοκρατίας.
Εδώ γεννιέται και το ερώτημα για το αν μπορεί σε αυτή τη διαδικασία να συνεισφέρει η πολιτική οικολογία. Προηγούμενες απόπειρες συνεύρεσης των δύο χώρων στιγματίστηκαν από βραχυπρόθεσμους στόχους και φιλοδοξίες, αυτή τη φορά όμως δείχνει να μην υπάρχουν τέτοια περιθώρια. Εδώ κι ένα διάστημα έχει συσταθεί σχετικά το Δίκτυο Εναλλακτικής Διακυβέρνησης. Λόγω της αφοσίωσής μου στα νέα μου καθήκοντα στο Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, δεν έχω πλήρη εικόνα για τις διεργασίες του, ελπίζω όμως εκεί να μπορέσει να διαμορφωθεί ένας σύγχρονος λόγος, που θα αποτυπώσει αυτό το κοινό σχέδιο που χρειάζεται η κοινωνία,για να ελπίσει ξανά.
……………………………………………………………………………………
* Δημοτική σύμβουλος Θεσσαλονίκης