Του Γιώργου Αγγελόπουλου*
Η έναρξη του ακαδημαϊκού έτους βρίσκει τα ΑΕΙ σε κατάσταση αδυναμίας κάλυψης των λειτουργικών τους εξόδων, με πρωτοφανείς ελλείψεις προσωπικού και εν μέσω αυθαίρετων παρεμβάσεων του υπουργού Παιδείας (π.χ. μετεγγραφές φοιτητών, μη τήρηση όρων υλοποίησης ερευνητικών προγραμμάτων).
Σε αυτά προσθέστε το ασθενές ηθικό του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού (ΔΕΠ) που αισθάνεται απαξιωμένο από τη χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας και την υποβάθμιση των υποδομών, απογοητευμένο από τον επί συναπτά έτη στιγματισμό του από τους υπουργούς Παιδείας και τα εξαρτώμενα από την εκάστοτε κυβέρνηση ΜΜΕ, αποθαρρυμένο από τον ευτελισμό των εκλογικών διαδικασιών των αρχών διοίκησης των ΑΕΙ και με απολαβές που συγκρίνονται πλέον με αυτές καθηγητών ορισμένων χωρών της Αν. Ευρώπης.
Οι αιτίες της παρούσας κατάστασης ανάγονται στο απώτερο αλλά κυρίως στο πρόσφατο παρελθόν. Τα μέτρα της τελευταίας πενταετίας δεν στόχευαν στην εγκαθίδρυση του «επιχειρηματικού πανεπιστημίου» αλλά στη συρρίκνωση της ανώτατης εκπαίδευσης. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με την επιδιωκόμενη συρρίκνωση του μαθητικού πληθυσμού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέσω της εφαρμογής της Τράπεζας Θεμάτων. Η μη προκήρυξη θέσεων προσωπικού, η μείωση των απολαβών του, η μείωση των κονδυλίων για την έρευνα και η υποβάθμιση της φοιτητικής πρόνοιας οφείλονται στις συνεχιζόμενες περικοπές της κρατικής χρηματοδότησης.
Οι επαναλαμβανόμενες αντιφατικές παρεμβάσεις του υπουργείου Παιδείας και η προβληματική -για πρώτη φορά από το 1974- θεσμική αλλά και πολιτική νομιμοποίηση ορισμένων πρυτανικών αρχών και κοσμητόρων οφείλονται στους νόμους 4009/11 και 4076/12. Βάσει αυτής της νομοθεσίας έγιναν οι διαδικασίες συγκρότησης των συμβουλίων διοίκησης καθώς και η εκλογή πρυτανικών αρχών και κοσμητόρων. Στις εκλογές αυτές εφαρμόστηκε ο εκ των προτέρων αποκλεισμός της πλειοψηφίας των υποψηφίων που είχαν απόψεις κριτικές ως προς το νέο θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΙ.
Ορισμένα στελέχη της Αριστεράς διατείνονταν ότι οι αποκλεισθέντες προέρχονταν αποκλειστικά από τους κόλπους της. Η κατάσταση είναι δυστυχώς ακόμη χειρότερη: πολλοί από τους «αιρετικούς» απλώς υπεράσπιζαν τις βασικές αρχές λειτουργίας του αστικού universitas. Επισημαίνουμε ότι οι Ν. 4009 και 4076 οδήγησαν σε πρωτότυπες τεχνολογίες αποκλεισμού των ανεπιθύμητων υποψηφιοτήτων (π.χ. «ενθάρρυνση» υποβολής τέταρτης υποψηφιότητας για να δικαιούται το Συμβούλιο να αποσύρει μία υποψηφιότητα, μη σύννομη σύνθεση των οργάνων επιλογής των υποψηφίων κ.λπ.).
Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι κοινός τόπος τόσο γι’ αυτούς που αντέδρασαν στην εφαρμογή των πρόσφατων Ν. 4009 και 4076 όσο και γι’ αυτούς που αρχικά υποστήριξαν την εφαρμογή τους. Απλώς οι τελευταίοι δεν εκφράζουν δημόσια τις διαφωνίες τους. Οι νέες πρυτανικές αρχές ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο των άγραφων κανόνων της ακαδημαϊκής καθημερινότητας που αποθαρρύνει αντιδράσεις στην αρχή της θητείας των νεοεκλεγμένων οργάνων.
Υπάρχει άλλωστε και μια αίσθηση ματαιότητας στο όλο συγκείμενο, καθώς είναι κοινά γνωστό ότι η προκείμενη κυβέρνηση της Αριστεράς θα προχωρήσει στην άμεση κατάργηση των Ν. 4009 και 4076. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε (1 Αυγούστου 2012) πρόταση θεσμικού πλαισίου «μεταβατικού χαρακτήρα». Τα πρώτο άρθρο της νομοθετικής του πρότασης είναι ξεκάθαρο: «O ν. 4009/2011 καταργείται» (ο Ν. 4076 δεν είχε ακόμα δημοσιευτεί). Το ακροτελεύτιο άρθρο της εν λόγω νομοθετικής πρότασης επισημαίνει ότι οι μεταβατικές διατάξεις ισχύουν «μέχρι την υιοθέτηση νέου νόμου για την Ανώτατη Εκπαίδευση».
Το ερώτημα πλέον είναι μέσω ποιων διαδικασιών θα προκύψει το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τα ΑΕΙ. Η προφανής απάντηση είναι ότι θα προκύψει μέσα από διαδικασίες διαλόγου που θα ορίσει η επόμενη κυβέρνηση. Η απάντηση αυτή βολεύει, για διαφορετικούς λόγους, αρκετούς ένθεν κακείθεν του πολιτικού φάσματος. Η κατάσταση όμως στα ΑΕΙ είναι πλέον τόσο οριακή που δεν επιτρέπει την αναμονή των διαδικασιών διαλόγου που η κυβέρνηση της Αριστεράς θα εγκαινιάσει.
Υπό αυτήν την έννοια, η κλιμακούμενη πόλωση που ορισμένες πρυτανικές αρχές προσπαθούν να καλλιεργήσουν ανάμεσα σε «νομοταγείς εκσυγχρονιστές» vs «μονίμως φωνασκούντες» στερείται αξία χρήσης. Επιβάλλεται η άμεση εκκίνηση ενός tabula rasa διαλόγου εντός των ΑΕΙ με τη συμμετοχή όλων των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Τα πλαίσια ανάπτυξης του διαλόγου μπορεί να ποικίλλουν: σύλλογοι προσωπικού, ΠΟΣΔΕΠ, όργανα διοίκησης των ΑΕΙ, αρθρογραφία στα ΜΜΕ, δημόσιες συναντήσεις.
Το ζητούμενο είναι να διαμορφωθεί μέσα από αμοιβαίους και αναπόφευκτα αντιφατικούς συμβιβασμούς μια πρόταση της ακαδημαϊκής κοινότητας που θα επιτρέπει την ανάπτυξη των ΑΕΙ προς όφελος της γνώσης και της κοινωνίας μας. Αν δεν γίνει, θα έχει η ακαδημαϊκή κοινότητα απολέσει μια σπάνια ευκαιρία αυτορρύθμισης της λειτουργίας της.
………………………………………………………………………………………….
* Επίκουρος καθηγητής στο ΑΠΘ