17/02/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πουλάκι ξενιτεμένο…

      Pin It

Διαχρονικό το μαράζι της μετανάστευσης

 

Toυ Δημήτρη Γκιώνη 

 

«Ολοι οι νέοι του χωρίου είχον ξενιτευτή εις την Αμερικήν, όπου δεν εύρον την πραγματοποίησιν του ονείρου των. Δυσκόλως απέκτων χρήματα, δυσκολώτερον τα διετήρουν, και ακόμη δυσκολώτερον επαλιννόστουν».

 

Παλιό το μαράζι της ξενιτιάς. Το περιγράφει γλαφυρότατα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Η θητεία της πενθεράς», γραμμένο το 1902 (πριν από 121 χρόνια), απ’ όπου και το σχετικό απόσπασμα. Το επισημαίνει ο εκ Θεσσαλονίκης καθηγητής Στέλιος Παπαθανασίου στο βιβλίο του «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η γραμμή του ορίζοντος» (εκδ. «Μυγδονία», 2007). Εκεί μια ακόμη μαρτυρία από τον Ν. Δ. Καραβίδα (1980 – 1973), τον σημαντικότερο, κατά τον Παπαθανασίου, θεωρητικό της παράδοσης του κοινοτισμού, ο οποίος στο βιβλίο του «Αγροτικά», που εκδόθηκε το 1931 (29 χρόνια μετά τον Παπαδιαμάντη), παρατηρεί:

«Φαινόμενον αποσυνθέσεως»

 

«Σημειώνω εδώ ότι η τόσον υμνηθείσα μετανάστευσις ήτο φαινόμενον αποσυνθέσεως και όχι εποικοδομητικόν. […] Η μικρά οικογένεια έστειλε ένα συνήθως μέλος αυτής να προσφέρη υπηρεσίας εις την κεφαλαιοκρατίαν εν τη ξένη, εις αμοιβήν εξησφάλισε προσθέτους τινάς πόρους».

 

Και μεταφερόμαστε σε λιγότερα από 30 χρόνια, μετά τη λήξη του Εμφυλίου (1959), οπότε η Ελλάδα άρχισε να απορφανίζεται από το πλέον εύρωστο κομμάτι της, που μετανάστευε (κυρίως) σε Γερμανία, Βέλγιο, Καναδά, Αυστραλία, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, παράλληλα με την οικονομική ενίσχυση αυτών που άφηναν πίσω. Κάπως έτσι επιβίωσε άλλωστε οικονομικά η Ελλάδα για περίπου δύο δεκαετίες.

 

Το «έπος» του μεταναστευτικού ρεύματος έχει αρκούντως… απαθανατιστεί σε τραγούδια, κινηματογραφικές ταινίες και βιβλία. Και (ας το επισημάνουμε κι αυτό) ποιος ήταν ο αίτιος αυτής της αφαίμαξης; Η άτιμη κοινωνία και η μοίρα – κακομοίρα. Η πολιτική έμενε στο απυρόβλητο – γιατί ποιος τολμούσε να τα βάλει με την πανίσχυρη νικήτρια του Εμφυλίου;

 

Κι εκεί που φαινόταν –στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την πτώση της χούντας– ότι ο τόπος άρχισε να παίρνει τ’ απάνω του, να γίνεται πόλος έλξης για μετανάστες, προέκυψε η κρίση που βιώνουμε – η διαπίστωση ότι επί 35 χρόνια ζούσαμε σε μια πλαστή ευημερία. Και ξανά, οι μη έχοντες στον ελληνικό ήλιο μοίρα, να ξαναπαίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς.

 

«Ξενιτεμένο μου πουλί…»

 

Το ξέρω, μπαίνω σε ξένα χωράφια, αλλά θ’ αναφερθώ στην αφορμή αυτού του κομματιού. Ηταν ο καημός ενός πατέρα που, σε ομήγυρη, αναφερόταν στο μοναχοπαίδι του που πριν από λίγες ημέρες ταξίδεψε στο εξωτερικό για περαιτέρω σπουδές, αλλά με το ενδεχόμενο, αν βρει εκεί δουλειά, να παραμείνει. Και τι να πει ο πατέρας; «Το ’βλεπα με συγκίνηση να φεύγει και αυθόρμητα μου ήρθε το παλιό δημοτικό τραγούδι: “Ξενιτεμένο μου πουλί…” “Εγώ, όταν είδα το δικό μου να φεύγει, το συνόδεψα με το τραγούδι του Ξαρχάκου, που τραγουδά η Μελίνα: Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας / να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς…”» προέκυψε άλλος γονιός.

 

Η κουβέντα στάθηκε στη διαπίστωση ότι η διαφορά, σε σχέση με τους παλιούς ξενιτεμένους, είναι ότι τότε επρόκειτο για οικογένειες με πολλά παιδιά, οπότε περίσσευαν κάποια – δεν έμεναν μόνοι οι γονείς. Στη συνέχεια πήραν λίγο-πολύ όλοι τον λόγο:

 

«Τα παιδιά άλλωστε τότε ήταν επένδυση, τώρα, τα ένα-δύο είναι ισόβια έγνοια, οπότε, όταν υπάρχει στρίμωγμα, προτιμότερη η ξενιτιά».

 

«Τότε οι περισσότεροι νέοι που ξενιτεύονταν ήταν ασπούδαχτοι, οπότε τους περίμεναν οι κάθε είδους “παρακατιανές” δουλειές – αυτές που κάνουν εδώ σ' εμάς οι λεγόμενοι οικονομικοί μετανάστες, ενώ σήμερα, στο μεγαλύτερο μέρος τους, είναι πτυχιούχοι».

 

«Με τη διαφορά ότι όπου και να πήγαινες -τότε αλλά και τώρα- εκεί έξω, έπρεπε να πας με τους όρους τους, με νόμιμες διαδικασίες, διαφορετικά σε γύριζαν πίσω, όχι όπως εδώ, που έχουμε γίνει ξέφραγο αμπέλι».

 

«Εγώ έχω να πω πως αν τα παιδιά μας καταδέχονταν να κάνουν εδώ τις δουλειές που κάνουν οι οικονομικοί μετανάστες, δεν θα χρειαζόταν να ξενιτευτούν. Οταν πάνε όμως έξω, τις κάνουν. Τα ’χουμε καλομάθει τα παιδιά – αυτό έχω να πω εγώ…»

 

«Δεν είναι απόλυτο αυτό που λες…»

 

«Είναι κι εσύ δεν έχεις λόγο γιατί δεν έχεις παιδιά».

 

«Για μένα το θέμα είναι ταξικό…».

 

«Εκεί εσύ…»

 

Και η κουβέντα συνεχίστηκε ελληνικότατα.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Στο πλαίσιο

 

Υποθέτω πως αν γινόταν διεθνής διαγωνισμός τσαμπουκά, θα διεκδικούσαμε επάξια αν όχι το πρώτο, πάντως ένα από τα πρώτα βραβεία. Και ιδού με ποια… προσόντα: Τσαμπουκάς από κυβερνώντες και συναφείς εξουσίες. Από αντιπολιτευόμενους (που έχουν πάντα τις σωστές λύσεις, τις οποίες ξεχνούν όταν παίρνουν τα ηνία). Από πληττόμενους από κυβερνητικά μέτρα (ειδικότερα όταν διαθέτουν ρόδες). Από διαδηλωτές και φιλάθλους. Από μπάτσους. Από επαναστατημένους νέους. Από φοιτητές και μαθητές. Από κάθε είδος κακοποιούς. Και αλί στους χωρίς μετερίζι.

 

***

 

«Ελληνες του πνεύματος και της τέχνης» – μια τηλεοπτική παραγωγή του Σκάι, με μορφές που επιβεβαιώνουν αυτό που έχει πει ο Νίκος Γκάτσος (κατ’ άλλους ο Γιάννης Τσαρούχης, που χρεώνεται κάθε ευφυολόγημα), ότι η Ελλάδα 3.000 χρόνια τώρα επιβιώνει με εξαιρέσεις. Πρόσφατα, η αφιερωμένη στον Οδυσσέα Ελύτη, με παρουσιάστρια τη Μαρία Ναυπλιώτου – μια χαρισματική ηθοποιό (παλιότερα εξαίρετη χορεύτρια) που έχει ξεφύγει από τα πρότυπα που πλασάρει η αγορά. (συν)Αξια Εστί.

 

***

 

Το ’γραψε το περασμένο Σάββατο ο Πέτρος Μανταίος και το διάβασα λίγο αφότου πέρασα από το κατακαημένο –από άγνωστους ακόμη δράστες- κτίριο, την αποφράδα 12η Φεβρουαρίου 2012, που στέγαζε «Αττικόν» και «Απόλλωνα» (χωρίς να ξεχνάμε τους παραδίπλα που έγιναν στάχτη). Πού πήγαν αλήθεια οι υποσχέσεις για άμεση αποκατάσταση; Μια πρόσθετη μελαγχολία στο αθηναϊκό κέντρο, που όταν βραδιάζει ερημώνει.

 

ΚΑΙ… «Καθίστε», της είπε ο νέος και πρόσφερε τη θέση του. Συγχύστηκε – την πέρασε για γριά: «Κάτσε, παιδάκι μου, εκεί που κάθεσαι», τον αποπήρε. Δυστυχώς μερικά παιδιά δεν έχουν τρόπους.

 

[email protected]

 

 

Scroll to top