Pin It

Του Νικόλαου Μπινιάρη*

 

Μετά την εισβολή και κατοχή του 40% της Κύπρου από την Τουρκία υπήρχε πάντα η φήμη, ο φόβος, η σκιά ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Η φοβία αυτή ήταν παντελώς ανυπόστατη και πέραν κάθε γεωστρατηγικής πραγματικότητας εκείνη την περίοδο. Ο λόγος ήταν οφθαλμοφανής. Μια σύγκρουση εν μέσω ψυχρού πολέμου μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, και οι δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, με αξιόμαχους στρατούς, θα καθιστούσαν το ΝΑΤΟ ανενεργό στην περιοχή και θα διέσυραν την ιδεολογική γραμμή της συμμαχίας.

 

Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ η κατάσταση άλλαξε, αλλά το ΝΑΤΟ παρέμεινε μια ισχυρή συμμαχία με παρουσία, η οποία τελικά ξεπέρασε το όρια του αμυντικού δόγματος και εξελίχθηκε σε μια δύναμη επέμβασης ανά την υφήλιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο φόβος για μια ελληνοτουρκική σύρραξη παρέμεινε βασισμένος στην υπόθεση πως τώρα η Τουρκία δεν υπόκειτο στους περιορισμούς του ψυχρού πολέμου.

 

Στην πραγματικότητα τέτοιος φόβος δεν υπήρξε. Αυτό που όμως εμφανίστηκε στο προσκήνιο ήταν προκλήσεις χαμηλού ρίσκου, όπως τα Ιμια, όπου η τουρκική στρατηγική θα μπορούσε να αποκομίσει οφέλη παρουσιάζοντας μια ασήμαντη διένεξη -μια βραχονησίδα- ως σημείο τριβής το οποίο δεν δικαιολογούσε μια πραγματική πολεμική σύρραξη. Ηταν ένα ευφυές τουρκικό σχέδιο, το οποίο πέτυχε με την προβολή του πολέμου ως επακόλουθο μιας ελληνικής αντίδρασης. Για τις ΗΠΑ όμως μια τέτοια πιθανότητα ήταν απαράδεκτη γιατί το ΝΑΤΟ αποτελούσε πάντα και ακόμη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής της πολιτικής (το δεύτερο ή μάλλον το πρώτο σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης είναι η παντοδυναμία του δολαρίου). Αυτήν τη στρατηγική επιλέγει η Αγκυρα και σήμερα στο ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ και του φυσικού αερίου.

 

Ποτέ όμως, κατά την άποψή μας, δεν υπήρξε περίπτωση καθαρά επιθετικής ενέργειας της Τουρκίας για κατάληψη ελληνικών νήσων ή επίθεση στη Θράκη ή την Κύπρο. Η κίνηση αυτή δεν θα χωρούσε παρερμηνείες σκοπών και μέσων και θα έθετε άμεσα την Τουρκία στην κατηγορία των αναξιόπιστων χωρών για τη διεθνή ειρήνη, εκτός Ε.Ε. και εκτός Βαλκανίων.

 

Η Ελλάδα αντίθετα χάραξε μια πολιτική ειρήνευσης με την Τουρκία στηρίζοντας την εισδοχή της χώρας αυτής στην Ε.Ε. και κάνοντας κινήσεις για συνεργασία σε όλους τους τομείς. Αλλωστε οι ελληνικές άρχουσες τάξεις και πολιτικά κόμματα είχαν πάντα θέσει ως αρχή τους την αποφυγή κάθε πολεμικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία, υποθήκη και του Ελ. Βενιζέλου (μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης). Η πολιτική αυτή δυστυχώς δεν απέδωσε τίποτα το ουσιαστικό.

 

Σήμερα η Ελλάδα είναι βυθισμένη στο τέλμα τον μνημονιακών-αντιμνημονιακών αντιπαραθέσεων και ο τομέας της εξωτερικής πολιτικής δεν αποτελεί πεδίο συζήτησης και προτάσεων. Αντίθετα η ισλαμική Τουρκία προχώρησε σε μεγάλες και θεαματικές πρωτοβουλίες αλλά και ταυτόχρονα μεγάλες απογοητεύσεις τα τελευταία χρόνια.

 

Η γείτων προσπάθησε να χειραγωγήσει την «αραβική άνοιξη», να βοηθήσει με κάθε μέσο την ανατροπή του Ασαντ, να αντιδράσει στην πτώση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου, θεωρώντας τον πρόεδρο Σίσι παράνομο και, τέλος, να οδηγήσει το PΚΚ σε διαπραγματεύσεις για ειρήνευση, χωρίς στην ουσία να έχει προτείνει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Με την κρίση η οποία δημιουργήθηκε με το Ισλαμικό Κράτος (Ι.Κ.) η Τουρκία άρχισε να δείχνει καθαρά την ατζέντα της προς τις ΗΠΑ και τον αραβικό κόσμο.

 

Με τη γνωστή της μέθοδο του «ζητάω πολλά για να πάρω κάτι», ξεκίνησε εν μέσω αυτής της θύελλας μια επιθετική πολιτική στην Κύπρο στην περιοχή των γεωτρήσεων για φυσικό αέριο. Στις 20/10 το τουρκικό πλοίο «Μπαρμπαρός» εισήλθε στην περιοχή της κυπριακής ΑΟΖ για έρευνες. Στην Ελλάδα, πολλοί θεωρούν πως η κίνηση αυτή μπορεί να είναι ένα προοίμιο για επιθετικές ενέργειες εναντίον της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας. Θεωρούν πως θα πρέπει να προσέξουμε μήπως και προκαλέσουμε αντιδράσεις στην Τουρκία με κάποιες πολιτικές γύρω από την ΑΟΖ ή άλλα ανοιχτά θέματα.

 

Το πρόβλημα της Τουρκίας σήμερα δεν είναι ούτε η Κύπρος ούτε η Ελλάδα. Ο εχθρός της Τουρκίας βρίσκεται μέσα στην Τουρκία και είναι η ίδια της η πολιτική εντός και εκτός των τειχών. Οι ΗΠΑ εφοδίασαν με πολεμικό υλικό τους Κούρδους του Κομπάνι παρά τις ρητές αντιρρήσεις του Ερντογάν. Και αυτό είναι ένα ηχηρό μήνυμα προς τους σχεδιασμούς της Αγκυρας. Αμέσως ύστερα από αυτή την εξέλιξη η Αγκυρα ανακοίνωσε πως επιτρέπει μέλη των πεσμεργκά να περάσουν τα τουρκικά σύνορα και να πολεμήσουν στο Κομπάνι. Η αντίσταση των Κούρδων της Συρίας αποτελεί ήδη μια νέα σελίδα του κουρδικού ζητήματος στην περιοχή. Αλλά και η αντιπαράθεση εντός του ισλαμικού κόσμου έχει εισέλθει σε μια νέα φάση μετά την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους. Τα εσωτερικά μέτωπα είναι πολλά και ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν θα τα έλυνε, αλλά αντίθετα θα τα όξυνε.

 

Η Τουρκία δεν μπορεί να κάνει έναν επεκτατικό πόλεμο παρά μόνο με την ανοχή ή τη βοήθεια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, και αυτό είναι πλέον εκτός των δυνατοτήτων της. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει τις ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια ελεύθερη ζώνη στη Συρία με την παρουσία τουρκικών δυνάμεων στο έδαφος, αλλά κανείς δεν πιστεύει πια πως η Τουρκία θα φύγει από εκεί. Το ίδιο πιστεύει και η Βαγδάτη, η οποία δεν εμπιστεύεται την Τουρκία γιατί γνωρίζει πως ο απώτερος σκοπός της είναι η Μοσούλη και τα πετρέλαια.

 

Η φοβία και η αφέλεια των ελληνικών κυβερνήσεων και των αρχουσών τάξεων δεν έχει κατανοήσει ακόμα την πραγματικότητα της περιοχής μας. Το ζήτημα δεν είναι να πάρουμε τον δρόμο που οδηγεί σε ανέφικτες περιπέτειες, αλλά στην ουσιαστική υπεράσπιση των συμφερόντων μας αν ακόμα πιστεύουμε πως υπάρχουν ελληνικά συμφέροντα.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Συγγραφέας, τελευταίο έργο του «Το Κάλεσμα της Ερήμου», εκδόσεις Νησίδες.

 

Scroll to top