Pin It

Του Γιάννη Κουζή*

 

Το κοινωνικό κράτος ως συνέπεια των κοινωνικών κατακτήσεων και του κοινωνικού συμβολαίου, που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά στον ευρωπαϊκό χώρο, βρίσκεται στο επίκεντρο της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, παράλληλα με το εγχείρημα της πλήρους ισοπέδωσης της εργασίας στον βωμό της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Το κοινωνικό κράτος, υπό το άλλοθι των παθογενειών και των αδυναμιών του, αντί να οδηγείται στην αναζήτηση της ουσιαστικής αντιμετώπισής τους με το βάθεμα της δημοκρατίας στη λειτουργία του, υποχωρεί υπό το βάρος της επιβουλής του νεοφιλελεύθερου δόγματος που ερμηνεύει τα κοινωνικά και τα εργασιακά δικαιώματα ως επαχθές κόστος για το κεφάλαιο.

 

Α) Η λειτουργία του κοινωνικού κράτους στηρίχθηκε ιστορικά στις πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος, με την ιδιαίτερη συμβολή των οικονομικά εύρωστων κοινωνικών ομάδων. Στις μέρες μας η μείωση των υποχρεωτικών φόρων για τις επιχειρήσεις, κυρίως του μεγάλου κεφαλαίου, υπέρ της ανταγωνιστικότητας, αναδεικνύεται σε βασική αρχή του νεοφιλελευθερισμού που η εφαρμογή της στερεί από το κοινωνικό κράτος αναγκαίους πόρους όχι μόνο για την ανάπτυξή του αλλά και για την ουσιαστική του επιβίωση.

 

Β) Τα δημιουργούμενα ελλείμματα από την κακόβουλη αποδυνάμωση του ρόλου του Δημοσίου, προκειμένου να στιγματιστεί για την ανεπάρκειά του από τους πολιτικούς διαχειριστές των επιλογών της κυρίαρχης οικονομικής εξουσίας, δημιουργούν τους όρους για επικερδείς επενδύσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου σε τομείς του δημόσιου τομέα, παραχωρώντας συνεχώς έδαφος στις ιδιωτικοποιήσεις, αυξάνοντας το μερίδιο των συνολικών λειτουργιών του σε εργολάβους και ενισχύοντας την κρατικοδίαιτη, και συχνότατα σκανδαλώδη, διάσταση του επιχειρηματικού κεφαλαίου.

 

Γ) Η επιβουλή του Δημοσίου συνοδεύεται από τη σκόπιμη επίκληση της διογκωμένης δημόσιας απασχόλησης, αν και στην Ελλάδα το ποσοστό της δεν απείχε από τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα, με μόνη διαφορά την ανορθολογική κατανομή της, με πληθωρισμό προσωπικού σε ορισμένους τομείς και τις τεράστιες ελλείψεις σε άλλους, υπό το βάρος των πελατειακών και αναξιοκρατικών επιλογών που διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτες αναπαράγοντας το έλλειμμα παραγωγικότητας.

 

Δ) Οι επιλογές αυτές, προς επίρρωσιν των νεοφιλελεύθερων δοξασιών που στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων λαμβάνουν εκρηκτικές διαστάσεις, ενισχύουν τις πολιτικές μείωσης της απασχόλησης. Ταυτόχρονα συμπιέζουν το περιεχόμενο του εργασιακού καθεστώτος στον δημόσιο τομέα, σε μια προοπτική σύγκλισης -με όρους συνολικής υποβάθμισης- ως προς τα αντίστοιχα ισχύοντα στον ιδιωτικό τομέα, όπου καταγράφεται μια πρωτοφανής σε ένταση αποδιάρθρωση στο πεδίο των ατομικών και συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιούνται διανύουν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 4 διαφορετικά εργασιακά καθεστώτα. Από το προ μνημονίων καθεστώς του Δημοσίου στο αντίστοιχο μνημονιακό και στο απορρυθμισμένο σήμερα ιδιωτικό καθεστώς εργασίας που απέχει σημαντικά από το αντίστοιχα ισχύον το 2009, εξέλιξη που ευνοεί σημαντικά τους υποψήφιους αγοραστές της δημόσιας περιουσίας.

 

Ε) Οι αλλαγές στο πεδίο της απασχόλησης και του περιεχομένου της εργασίας στον δημόσιο τομέα υπηρετούν, επίσης, μια σειρά από επιμέρους στόχους του κεφαλαίου, όπως:

 

α) Η μείωση της απασχόλησης και η υποβάθμιση της εργασίας στον δημόσιο τομέα δημιουργούν ευνοϊκότερους όρους για το ιδιωτικό κεφάλαιο ώστε να επενδύει σε πρώην φορείς του Δημοσίου με ήδη περικομμένες τις συνολικές δαπάνες των εργαζομένων και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος τής εν λόγω περικοπής να έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου το κράτος.

 

β) Η νεοφιλελεύθερη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα επιτυγχάνεται με αποτελεσματικότερο τρόπο αν προηγηθεί η συμπίεση του εργασιακού καθεστώτος στον δημόσιο τομέα. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα και στην ελληνική περίπτωση με τη μείωση των αποδοχών στο Δημόσιο παράλληλα με τη μείωση της προστασίας από τις απολύσεις και την άρση της μονιμότητας στην κατεύθυνση της εξισορρόπησης με τα ισχύοντα στον ιδιωτικό τομέα δημιουργώντας συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού. Ακολουθεί με προσφορότερους όρους η επέλαση στα δικαιώματα του ιδιωτικού τομέα, από τη στιγμή που το περισσότερο προστατευμένο καθεστώς στο Δημόσιο, που συνδέεται και με τη σαφώς ισχυρότερη παρουσία των συνδικάτων, υπόκειται σε πρωτοφανή υποβάθμιση.

 

γ) Η υποβάθμιση της εργασίας στο Δημόσιο στερεί και από τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα τις όποιες αναφορές για εργασιακές διεκδικήσεις, όταν ευρύ φάσμα δικαιωμάτων που έχουν κατοχυρωθεί στην ιδιωτική αγορά εργασίας έχουν προηγουμένως εισαχθεί και αναγνωριστεί στον δημόσιο τομέα. Είναι ενδεικτικό ότι οι 37,5 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας στο Δημόσιο αντί να συμβάλουν στη μείωση των αντίστοιχων 40 ωρών στον ιδιωτικό τομέα, τη στιγμή που και ο συνολικός μέσος ευρωπαϊκός χρόνος εργασίας είναι 37,9 ώρες, αυξάνονται στις 40 ώρες σε πλήρη εξισορρόπηση με την ιδιωτική οικονομία.

 

δ) Η σταδιακή εισαγωγή στο Δημόσιο μιας ευρύτατης ποικιλίας εργασιακών καθεστώτων και ευελιξιών που καταγράφονται στον ιδιωτικό τομέα συνιστά βασικό εργαλείο για τη σταδιακή αλλοίωση των όρων εργασίας με κατεύθυνση την απόλυτη μεταξύ τους σύγκλιση.

 

ε) Τέλος, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων επιφέρει συνολικό πλήγμα στο συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα μάλιστα στην Ελλάδα όπου το 55% των συνδικαλισμένων απασχολείται στο Δημόσιο και όπου στον ιδιωτικό τομέα τα ποσοστά του συνδικαλισμού δεν υπερβαίνουν το 15% σε μια γενική συνδικαλιστική πυκνότητα του 26%. Είναι προφανές, επομένως, ότι η περαιτέρω συρρίκνωση του Δημοσίου συνεπιφέρει και τη δραματική μείωση της επιρροής των συνδικάτων, βασική συνισταμένη του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται, άλλωστε, και ο συζητούμενος περιορισμός των απεργιών στις ΔΕΚΟ, επαναφέροντας με διαφορά 30 χρόνων το διαβόητο άρθρο 4 για να είναι προπομπός στην καθολική επιστροφή του δικαιώματος των εργοδοτών στην ανταπεργία που καταργήθηκε το 1982. Κατάργηση που προέκυψε σε μια συγκυρία με διαφορετικό πολιτικό στίγμα, όταν ορθά τότε κρίθηκε ότι η επικαλούμενη ισοδυναμία των όπλων μεταξύ απεργίας και ανταπεργίας ενισχύει υπέρμετρα την ισχυρή πλευρά του κεφαλαίου στη φύσει άνιση σχέση της απέναντι στην εργασία.

 

.………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

*Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

 

 

Scroll to top