Του Σταύρου Κοντονή Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ
Το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα μοιάζει όλο και περισσότερο με αυτό που ο φιλόσοφος Σ. Ζίζεκ είχε ονομάσει πριν από μερικά χρόνια με άλλα λόγια «δυστυχία της πραγματικότητας». Μέσα από τα αλλεπάλληλα Μνημόνια και Μεσοπρόθεσμα των μνημονιακών κυβερνήσεων, ένα πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας περιθωριοποιείται με ραγδαίους και εξοντωτικούς ρυθμούς. Μισθωτοί και συνταξιούχοι δεν μπορούν πια να ζήσουν αξιοπρεπώς από την εργασία τους, ούτε να φροντίσουν τις οικογένειές τους. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η γιγάντωση της ανεργίας, υπολογιζόμενης ήδη κοντά στο 30%, αυτή που διαλύει τον κοινωνικό ιστό. Δεν πρόκειται απλά για μια «παράπλευρη απώλεια» της κυβερνητικής πολιτικής. Πρόκειται για μια συνειδητή πολιτική της τρικομματικής κυβέρνησης, η οποία επιζητεί να κρατά ένα διογκούμενο τμήμα της κοινωνίας σε συνθήκες γενικευμένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ομηρίας. Ιδίως, στους νέους που μπαίνουν στην αγορά εργασίας, η ανεργία του 60% έχει σκοπό τον πλήρη έλεγχο και την κοινωνική τους εξόντωση. Ξέρουν καλά οι κυβερνώντες ότι ο μακροχρόνια άνεργος ή ο νεολαίος άνεργος αντιμετωπίζει με ενοχή την κατάστασή του, δυσκολεύεται να οργανωθεί σε συλλογικές μορφές, αντιμετωπίζει αφοπλιστικά διλήμματα, αφού του καλλιεργούν τον φόβο ότι η αντίστασή του ισοδυναμεί με τον ισόβιο αποκλεισμό του από την αγορά εργασίας. Και αν τυχόν καταφέρει να βρει μια θέση εργασίας, οι εργοδότες θα τον εκβιάσουν να δεχθεί μια εξευτελιστική αμοιβή, σύμφωνα με το περίφημο μνημονιακό ρητό «δεν φτάνει που έχεις δουλειά, θέλεις και να πληρώνεσαι;». Η κυβέρνηση και η εργοδοσία τον θέλει δούλο, άθυρμα των εταιρειών ενοικίασης εργασίας και εφεδρικό στρατό για την Ακροδεξιά. Εμείς τον θέλουμε ενεργό πολίτη.
Με τα παραπάνω επισημαίνουμε ότι δεν συμφωνούμε με μια λογική που κλίνει προς το «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα για την Αριστερά και το κίνημα». Ιστορικά, έχει αποδειχθεί ότι το βούλιαγμα των εργαζομένων στην εξαθλίωση δεν είναι αναγκαστικός μονόδρομος για την άνοδο των κοινωνικών αγώνων.
Η μνημονιακή κυβέρνηση, μετά τη λήψη μέρους της δόσης και την αποτυχία εφαρμογής οποιουδήποτε αναπτυξιακού προγράμματος, μοιάζει να εξαντλεί την «περίοδο χάριτος» που της δόθηκε. Οι ενδοκυβερνητικές αντιφάσεις οξύνονται, όταν στελέχη της πλειοψηφίας «αδειάζουν» τον Στουρνάρα και το επιτελείο του, όταν οι προκλητικές δηλώσεις του κ. Μέργου για τους «υψηλούς μισθούς» διαψεύδονται εξαιτίας των πολλών αντιδράσεων που προκάλεσαν. Την ίδια στιγμή, η ιστορία με τον λάθος πολλαπλασιαστή δείχνει ένα φιάσκο των κυβερνώντων, υπό τον έλεγχο των διεθνών πατρώνων τους, όχι μόνο να επαναδιαπραγματευτούν τη δανειακή σύμβαση, όπως είχαν υποσχεθεί προεκλογικά αλλά, ακόμη και στο πλαίσιο των ισοδύναμων μέτρων, να βρουν λύσεις. Ο αυταρχισμός των Σαμαρά-Δένδια αποκαλύπτει την εύθραυστη ηγεμονία της κυβερνητικής ένωσης και τον φόβο απέναντι στις επερχόμενες κοινωνικές αντιστάσεις, τις οποίες προσπαθούν να καταστείλουν προληπτικά, διαμορφώνοντας έναν λόγο ιδεολογικής τρομοκρατίας για τον πολιτικό λόγο που εκπέμπουν τα κόμματα της Αριστεράς.
Καθώς οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι μετράνε τις απώλειες σε μισθούς και επιδόματα μέρα με τη μέρα, εμφανίζονται νέες δυνατότητες ταξικής συσπείρωσης και κινηματικής ανάκαμψης. Η παλλαϊκή απεργία της 20ής Φεβρουαρίου μπορεί να γίνει ένα ορόσημο στην πάλη του λαού για την ανατροπή της κυβέρνησης, για το ξεδίπλωμα μιας προοπτικής αριστερής διακυβέρνησης, αλλαγής της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και κοινωνικής δικαιοσύνης. Μπορεί μέσα από την απεργία να ξεκινήσει μια λαϊκή και αριστερή αντεπίθεση. Να δοθεί συνέχεια αλλά και αναβάθμιση στον αγώνα των εργαζομένων στις συγκοινωνίες ή στα πλοία. Ο φόβος θα αλλάξει στρατόπεδο: η ανησυχία των αντιπάλων μας θα γίνει ελπίδα για τον λαό.