Ο Γιάννης Χουβαρδάς αποχαιρετά την Αγίου Κωνσταντίνου
Στις 17 Μαΐου ο επί έξι χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής της πρώτης κρατικής σκηνής κλείνει πίσω του την πόρτα και ανοίγεται σε μια νέα περιπέτεια. Αφήνει ένα θέατρο υγιές, χωρίς χρέη, αλλά δεν ξέρει αν θα παραμείνει έτσι. Η επιβίωσή του είναι πια στα χέρια του υπουργού Οικονομικών. Σαν να μην είναι κρατικό, αλλά τυχαίο επιχορηγούμενο θέατρο περασμένων εποχών
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήταν το Εθνικό μας Θέατρο πριν διαβεί το κατώφλι του ως καλλιτεχνικός του διευθυντής ο άρχοντας του νεανικού και τολμηρού «Αμόρε». Εντάξει, ο αείμνηστος Νίκος Κούρκουλος πέρασε με μαεστρία την πρώτη κρατική μας σκηνή σε μια νέα εποχή. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, όμως, ήταν αυτός που τη μεταμόρφωσε σε ένα σύγχρονο, μοντέρνο, ανοιχτό, ενημερωμένο ευρωπαϊκό θέατρο. Εξι χρόνια, δυο θητείες και, τώρα, φεύγει. «Στις 17 Μαΐου τελείωσα» μου λέει.
Μια συνέντευξη εν όψει της αποψινής πρεμιέρας της τελευταίας παράστασής του στο Εθνικό (ως καλλιτεχνικός του διευθυντής, εννοείται) με το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο’Νιλ αποκαλύπτει έναν εξαιρετικά ανήσυχο για το μέλλον του θεάτρου Γιάννη Χουβαρδά. Οχι επειδή φεύγει. Αλλά κάτι η κρίση, κάτι η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού -που πέφτει σε κώμα εκεί που θα 'πρεπε να μασάει σίδερα, και ξεσαλώνει όταν θα έπρεπε να διατηρεί την ηρεμία της- δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Κατ' αρχάς από δελφίνους καλά πάμε, αλλά…
«Μακάρι να είχα ήδη έναν άνθρωπο εδώ, ο οποίος να έχει ονομαστεί καλλιτεχνικός διευθυντής, για να ενημερωθεί. Διότι το Εθνικό έχει γίνει ένα απέραντο ναρκοπέδιο με την κρίση και τις συνέπειες που αυτή είχε: θέσπιση νόμων, διατάξεων, εγκυκλίων, που αφορούν οικονομικές και διοικητικές δεσμεύσεις, ανατροπές του ιδρυτικού νόμου, υπαγωγή σε ΔΕΚΟ κ.λπ. Με όλη αυτή την τρέλα κανείς δεν ασχολήθηκε σοβαρά. Μας ρίξανε σε ένα τσουβάλι όλους και από 'κεί και πέρα προσπαθούμε, μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, να κρατήσουμε όρθια και ανοιχτά τα τρία κρατικά θέατρα. Εγώ πατάω προσεχτικά κάθε μέρα μη σκάσει καμιά νάρκη. Δεν είναι ότι θα φάει εμένα, θα φάει και τον οργανισμό».
-Μα γιατί δεν προτείνετε κάποιες λύσεις;
«Νομίζετε ότι δεν πρότεινα; Συνέχεια. Τίποτα δεν έγινε. Γιατί οι εκάστοτε υπουργοί Πολιτισμού είναι δέσμιοι των ευρύτερων επιλογών μιας κυβέρνησης, που με τη σειρά της είναι δέσμια της δανειακής σύμβασης. Ο υπουργός Πολιτισμού έχει ελάχιστες εξουσίες πια. Δεν ξέρω και αν μπορεί να αλλάξει αυτό το καθεστώς».
-Δηλαδή, το ελληνικό θέατρο κρέμεται πια απόλυτα από τον Στουρνάρα;
«Βέβαια. Θεσπίστηκε ένας καινούργιος νόμος που λέει ότι για να πάρει επιχορήγηση το “χ” εθνικό θέατρο πρέπει να υποβάλει ο υπουργός Πολιτισμού αιτιολογική έκθεση στον υπουργό Οικονομικών και αυτός να αποφασίσει αν θα τη δώσει ή δεν θα τη δώσει, αν έχει ή δεν έχει να τη δώσει. Δυστυχώς τώρα πια ακόμα και το ύψος της επιχορήγησης έχει δευτερεύουσα σημασία. Πάντως, μας πήγαν από τα 8 εκατ. στα 7, στη συνέχεια τα 7 έγιναν 6,300, κι αυτά στη διακριτική ευχέρεια του υπουργού Οικονομικών».
-Φαντάζεστε, πάντως, μια Ελλάδα, ακόμα και χρεοκοπημένη, που θα εγκατέλειπε τα κρατικά της θέατρα;
«Εάν δείτε την αιτιολογική έκθεση που μας ζήτησε το ΥΠΠΟ να συντάξουμε, θα λέγατε ότι μοιάζει με τις αιτήσεις που κάναμε κάποτε ως Θέατρο του Νότου για επιχορήγηση! Τότε που τα ποσά που θα μας έδιναν, αλλά και το αν και πότε θα τα παίρναμε, ήταν στον αέρα. Καμιά βεβαιότητα δεν υπάρχει πια στην Ελλάδα. Αυτόν τον οργανισμό, που υπηρέτησα επί έξι χρόνια, φεύγοντας τον παραδίδω υγιή και χωρίς χρέη. Αλλά δεν ξέρω αν θα παραμείνει υγιής με τις υπάρχουσες συνθήκες».
-Θα 'λεγε κανείς ότι η κρίση είναι ο κύριος λόγος που επιθυμείτε να φύγετε. Αν δεν υπήρχε, θα μένατε;
«Δεν μπορώ να απαντήσω κάθετα. Θα το συζητούσα, όπως συζήτησα και να μείνω ένα μικρό διάστημα για να βοηθήσω στη σωστή εξαγωγή του προϊόντος που λέγεται “Οδύσσεια”. Αυτό το ενδεχόμενο έφυγε, όμως, από τη μέση, διότι θέλει ειδική ρύθμιση, που τρέχα γύρευε στις σημερινές συνθήκες και με μια τρικομματική κυβέρνηση ποιος θα αναλάμβανε την ευθύνη. Μπορεί να προκαλούσε και διάφορες παρανοήσεις του τύπου “τα βρήκανε κάτω από το τραπέζι”, “αυτός μια λέει και μια ξελέει”. Αποφάσισα λοιπόν κι εγώ να πω: “στις 17 Μαΐου τελείωσα”. Στις δύσκολες συνθήκες βάζω μέσα και το ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή Δ.Σ. στο Εθνικό. Τεράστια δυσλειτουργία και παρανομία. Αναγκάζομαι όλες τις αποφάσεις να τις παίρνω εγώ, με κίνδυνο να βρεθώ υπόλογος για μια απόφαση που δεν θα 'πρεπε να είναι δική μου, αλλά αν δεν την έπαιρνα θα είχε κλείσει το θέατρο. Αλλά πέρα από όλα αυτά, υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι, προσωπικοί. Εχω κουραστεί, θέλω να πάρω ανάσες, να κάνω δουλειές τις οποίες να μη μετράω με το σταγονόμετρο: τόση δόση ευπρέπειας, τόση δόση εμπορικότητας…»
-Ετοιμάζετε, πάντως, το καλοκαιρινό ρεπερτόριο. Δεν είναι καπέλωμα του νέου διευθυντή;
«Καθόλου, είναι μέσα στις υποχρεώσεις μου. Κι εγώ όταν ήρθα βρήκα ένα πρόγραμμα για Επίδαυρο, που είχε κάνει ο Νίκος Κούρκουλος. Θα ήταν δυσβάσταχτο για τον νέο διευθυντή να ψάχνει ηθοποιούς και σκηνοθέτες τέλος Μαΐου και να μη βρίσκει. Δεν μπορώ να σφυρίζω αδιάφορα, ενώ ξέρω ότι το καλοκαίρι το θέατρο πρέπει να πάει Επίδαυρο, να κάνει περιοδεία, να αξιοποιήσει το εργασιακό του δυναμικό, να απασχολήσει ηθοποιούς. Οι πρόβες για Επίδαυρο πρέπει να αρχίσουν αρχές Απριλίου».
-Ισχύει τελικά ότι θα παρουσιάσετε «Κύκλωπα» από Βασίλη Παπαβασιλείου και «Τραχίνιες» από Θωμά Μοσχόπουλο;
«Είμαστε σε συζητήσεις. Δεν γίνεται να ανεβάζουμε μονίμως Μήδειες, Ηλέκτρες και Οιδίποδες. Πρέπει να βλέπουμε και τα λιγότερο γνωστά έργα, είναι θησαυροί κι αυτά. Φτάνει, βέβαια, οι σκηνοθέτες να είναι αξιόλογοι, να έχουν άποψη γι' αυτά και να τα αναδεικνύουν».
-Πολλοί φοβούνται ότι ο δρόμος που ανοίξατε στο Εθνικό κινδυνεύει. Είναι και τα ονόματα των δελφίνων, που ακούγονται…
«Δεν πιστεύω ότι τελειώνει κάτι, απλώς κλείνει ο δικός μου κύκλος. Το Εθνικό Θέατρο υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει. Κυρίως επειδή αποτελείται από ένα σύνολο εργαζομένων που έχουν συναίσθηση της αποστολής τους. Είμαι σίγουρος ότι όπως στήριξαν εμένα, θα στηρίξουν και τον επόμενο. Επειτα, δεν θεωρώ ότι έκανα έργο άψογο ή μνημειώδες' λάθη και αστοχίες υπήρξαν. Αλλά σε γενικές γραμμές το καράβι πήγε ίσια. Εδειξα, τουλάχιστον με σαφήνεια, ποια ήταν η πρότασή μου για το Εθνικό. Εβαλα ένα λιθαράκι στην ιστορία του, αλλά είμαι σίγουρος ότι και ο επόμενος το ίδιο θα κάνει, ακόμα κι αν πάει το θέατρο σε μια διαφορετική, λιγότερο ή περισσότερο, κατεύθυνση».
-Δηλαδή δεν σας απασχολεί καθόλου αν το ανανεωμένο Εθνικό (σε ρεπερτόριο, σκηνοθεσίες ηθοποιούς, ακόμα και κοινό) πάει πίσω ολοταχώς;
«Δεν μπορώ να το αποκλείσω. Αλλά το “πίσω” που λέτε, είναι και κάτι σχετικό. Ο καθένας το βλέπει διαφορετικά. Μου φτάνει να υπογραμμίσω ότι αυτό που συνέβη εδώ αυτά τα έξι χρόνια, και δεν το λέω καθόλου με διάθεση μετριοφροσύνης, στο συντριπτικό του ποσοστό οφείλεται στους στενούς μου συνεργάτες, που με υπέμεναν και τους ευχαριστώ, στους καλλιτεχνικούς συνεργάτες, που στήριξαν το θέατρο, πολλές φορές με προσωπικές θυσίες, όπως άλλωστε και οι εργαζόμενοι, αλλά και στο ίδιο το κοινό. Διότι στην αρχή υπήρξε όντως μια αμηχανία, ένα ταρακούνημα. Στο τέλος και το μεγάλο μέρος του παλιού κοινού επανήλθε, αλλά κερδίσαμε κι ένα νέο κοινό, κάτι που είναι μια παρακαταθήκη στα χέρια οποιουδήποτε διευθυντή έρθει».
-Νοιώθετε καθόλου μελαγχολία; Το Εθνικό ήταν σπίτι σας έξι χρόνια.
«Δεν νιώθω. Φρόντιζα να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι είμαι περαστικός. Οπως βλέπετε, ακόμα και στο γραφείο μου δεν υπάρχει κανένα προσωπικό στοιχείο. Σπίτι μου δεν το ένιωσα, ήταν ένας χώρος εργασίας με τον οποίο δέθηκα. Αυτό με σώζει και δεν νιώθω ούτε μελαγχολία ούτε πίκρα ούτε κενό, ούτε τίποτα. Μπορεί, πάντως, να τα νιώσω αργότερα και να λέω τώρα μπούρδες, λόγια του αέρα».
-Γενικά είστε από τους ανθρώπους που δεν δένονται με πρόσωπα και καταστάσεις;
«Δεν είμαι απάνθρωπος, δένομαι. Αλλά έχω αναπτύξει και μηχανισμούς επιβίωσης. Αν δεν είχα, θα έπρεπε να πάω να αυτοκτονήσω όταν είδα μετά δεκαεφτά χρόνια το “Αμόρε” να γίνεται σουπερμάρκετ. Η ζωή συνεχίζεται, θάβεις κάτι, πενθείς, και προχωράς. Αλλά εδώ δεν υπάρχει πένθος, το Εθνικό δεν γκρεμίζεται επειδή φεύγω».
-Περιμένετε ότι θα γίνετε ανάρπαστος στη θεατρική αγορά; Εχετε, αντίθετα, άγχος;
«Ούτε προσδοκίες έχω ούτε φοβίες. Αλλωστε η βασική μου προτεραιότητα αυτή τη στιγμή είναι το εξωτερικό. Εχω κλείσει για την επόμενη σεζόν δύο παραστάσεις στη Γερμανία. Και μόλις θα τελειώσω με τον Ο’Νιλ, θα πάω στο Μπουργκτεάτερ στη Βιέννη να σκηνοθετήσω τη “Μαρκησία τού Ο”, θεατρική διασκευή της νουβέλας τού Κλάιστ».
-Αν σας ζητούσα να διαλέξατε μία μόνο στιγμή από όλες όσες ζήσατε στο Εθνικό ποια θα ήταν;
«Το βράδυ της πρεμιέρας της “Οδύσσειας”. Μια στιγμή συμβολική. Κατορθώθηκε κάτι που μέχρι τότε ήταν δύσκολο να το φανταστεί κανείς, και, μάλιστα, στο αποκορύφωμα της κρίσης, χάρη στην αυταπάρνηση του προσωπικού και στο ολόψυχο δόσιμο του ίδιου τού Γουίλσον και των συνεργατών του».
………………………………………………………………………………………………………………………………………
Μαριονέτες ενός αόρατου μηχανισμού
Λέει συνέχεια «Ηλέκτρα». Σαν να ανεβάζει αρχαία τραγωδία. «Λαβίνια», του λέω. Γελάει.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς αποχαιρετά το Εθνικό με μια πολυαναμενόμενη παραγωγή του αριστουργήματος του Γιουτζίν Ο' Νιλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (1931), μια μεταφορά του μύθου της «Ορέστειας» στην Αμερική του τέλους του Εμφυλίου και στην οικία της οικογένειας Μάνον. Ο στρατηγός που γυρνάει από τον πόλεμο, η παθολογική αγάπη της γυναίκας του για τον γιο τους, η προβληματική συνύπαρξή της με την κόρη τους, ένας κύκλος μίσους, εκδίκησης, καταστροφικού έρωτα κ.λπ. κ.λπ.
Δεν του πάει ιδιαίτερα, μου λέει, το αμερικανικό θέατρο, «όλη αυτή η ιδιότυπη υπερευαισθησία του Τένεσι Ουίλιαμς, ο ρεαλιστικός και πολιτικός Αρθουρ Μίλερ, ακόμα και τα σύγχρονα έργα, που είναι γεμάτα δραματουργικές αδυναμίες, έστω κι αν έχουν βραβευτεί με Πούλιτζερ». Ούτε ο Ο' Νιλ του πολυαρέσει, είναι, λέει, «υπερεξπρεσιονιστής, πολύ φλύαρος και μπαρόκ».
Οταν, όμως, διάβασε «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», άλλαξε γνώμη. «Είδα αμέσως ότι, παρά τις δυσκολίες του -τρία έργα μαζί, σαν να ανεβάζεις την “Ορέστεια”-, παρά τη σχέση του με τον αμερικανικό Εμφύλιο και τον αμερικανικό πουριτανισμό, είχε ένα πολύ δυνατό θέμα. Μιλάει για έναν αόρατο μηχανισμό, που είναι μέσα στην οικογένεια, και καθορίζει από πολύ μικρή ηλικία τις ζωές των ανθρώπων, χωρίς καν να το καταλάβουν. Αργότερα, όσο προσπαθούν να ξεφύγουν, ακόμα και με βίαιες ενέργειες, τόσο περισσότερο μπλέκουν στα γρανάζια του και συνθλίβονται. Αυτό προσπαθώ να βγάλω και στην παράσταση».
Κρατάει μόνο στα κοστούμια αυτούσια και εμφανέστατη την εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο. Ο σκηνικός χώρος είναι (ακόμα μια φορά) ολόδικός του, εντελώς σύγχρονος και με μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική – «δεν έχω τίποτα με τους σκηνογράφους», με καθησυχάζει. Ο Γιάννης Χουβαρδάς γι' αυτό το «πολύ ανθρώπινο και συναισθηματικό έργο» στηρίζεται (και πάλι) σε μια λαμπρή ομάδα ηθοποιών, στην οποία επιμένει να αναφερθεί. Είναι, λέει, «συγκινητική η αφοσίωσή τους σε κάτι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον που τους ζητάω: να είναι μαριονέτες ενός μηχανισμού και ταυτόχρονα ό,τι κάνουν να φαίνεται οργανικό. Το παλεύουν νυχθημερόν και θα το καταφέρουν».
Πρόκειται φυσικά για τους: Ακύλλα Καραζήση, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστο Λούλη, Γιώργο Γάλλο, Χρήστο Στέργιογλου, Γιούλικα Σκαφιδά, Αργύρη Πανταζάρα αλλά και μια ξεχωριστή τετράδα. Οι Μάγια Λυμπεροπούλου, Θέμις Μπαζάκα, Γιώργος Κοτανίδης και Χάρης Τσιτσάκης παίζουν τους Θεατές, μια μετεξέλιξη, στα χέρια του Χουβαρδά, του Χορού, που ο Γιουτζίν Ο' Νιλ χρησιμοποιεί στην αρχή κάθε έργου της τριλογίας του.
Info: Μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, δραματουργική επεξεργασία Γ. Χουβαρδάς - Σ. Κυριακίδης, κοστούμια Ιωάννα Τσάμη, φωτισμοί Λ. Παυλόπουλος. Μέχρι τις 28 Απριλίου στην Κεντρική Σκηνή σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με την «Οδύσσεια».