Pin It

Ο Νίκος Καραθάνος ανεβάζει στο Εθνικό το αθάνατο κωμειδύλλιο του Περεσιάδη

 

Μαύρες και οι φουστανέλες, μαύρο και το σκηνικό. Η πένθιμη διάθεση του σκηνοθέτη δεν αποκλείει τις κωμικές σκηνές. Οσο για το γιατί μοιράζει τη διάσημη ερωτική ιστορία σε τρία ζευγάρια Γκόλφως-Τάσου, ε, αυτή είναι η αφορμή να παίξει μπάλα όλος ο καταπληκτικός θίασος

 

Της Εφης Μαρίνου Φωτογραφία: Μάριος Βαλασόπουλος

 

Εχει περάσει τόσο στη συλλογική μνήμη που νομίζουμε ότι υπήρξε, ότι έζησε κάποτε. Σαν να είναι η προγιαγιά μας. Αλλά η «Γκόλφω» δεν είναι παρά το βουκολικό δράμα που έγραψε ο Σπυρίδων Περεσιάδης το 1893, τυφλός, με τη βοήθεια του πατέρα του. Μια «Γκόλφω» σοβαρή, μαυροντυμένη και καθόλου για γέλια, όπως έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε στο θέατρο, έρχεται στις 6 Μαρτίου στο Εθνικό. Μια αλλιώτικη παράσταση, αφού ο Νίκος Καραθάνος σκηνοθετεί το κωμειδύλλιο χωρίς να το σατιρίζει, χωρίς να το κοροϊδεύει, αλλά και χωρίς να του στερεί τις κωμικές στιγμές.

 

- Πώς αντιμετωπίζετε το έργο;

 

«Με τρυφερότητα, αγάπη, χιούμορ. Αν επιχειρήσεις να το περιγελάσεις, θα σε προλάβει εκείνο. Το χλευάσαμε πολύ γιατί το φοβόμαστε. Ανθρωποι υποψιασμένοι, πολύπλοκοι, δεν αντέχαμε να το μιλήσουμε με την απλότητα, την αλήθεια του. Πάψαμε να είμαστε φυσικοί, γι' αυτό το φυσικό μάς φαίνεται επιτηδευμένο. Πώς λες τα λόγια: “κλάψτε με λόγκοι και βουνά, κλάψτε τον μισεμό μου, κλάψε και συ μανούλα μου τον αποχωρισμό μου”; Δυσκολεύεσαι να τα προφέρεις, γιατί έχουν το πιο βαθύ, γυμνό και απλό νόημα του κόσμου».

 

- Πώς βρίσκει κανείς νέους κώδικες;

 

«Μ' όλο αυτό που ζούμε η διάθεσή μου για την Γκόλφω ήταν λυπημένη, η χειρονομία πάνω στο έργο μελαγχολική. Σαν παιδί του καιρού μόνο να την πενθήσω μπορούσα. Οι γονείς μου κατάγονται από ένα ορεινό χωριό της Ευρυτανίας. Σήμερα είναι πια ένας ερημωμένος τόπος. Οι ελάχιστοι παραθεριστές τα απογεύματα περπατούν πότε στη μια στροφή του δρόμου και πότε στην άλλη. Κάθονται στο παγκάκι -χτισμένο επί τούτου “δαπάνη τάδε”- και αγναντεύουν τα βουνά. Δεν έχει μείνει τίποτα εκεί πέρα από τις αναμνήσεις τους. Μόνο η φύση, ατάραχη»…

 

- Αρα, η φόρμα της παράστασης δεν προσιδιάζει στο βουκολικό δράμα;

 

«Τα κοστούμια είναι εποχής, αλλά μαύρα. Το ίδιο και το σκηνικό. Αυτό το υπέροχο ένδυμα, τη φουστανέλα, την κακοποιήσαμε, σχεδόν τη σκοτώσαμε. Ξαναλέω, η διάθεση ήταν πένθιμη. Οπως και η ποίηση του Περεσιάδη στον δεκαπεντασύλλαβο. “Εσείς μάτια δεν έχετε, κι αν έχετε δεν βλέπουν κι αν βλέπουν δεν πιστεύουνε γιατί ποτέ δεν είδαν τέτοια ουράνια ομορφιά, τέτοια επίγεια κάλλη”, έγραφε τυφλός σ’ ένα χωριό πάνω από την Ακράτα, το μόνο που βλέπει είναι τα ύδατα της Στυγός, εκεί που βγαίνει το αθάνατο νερό. Η παράσταση είναι μια μικρή τελετή, σε κοιτάζει. Ο θεατής δεν ψάχνει την ωραιότητα, αν τα λέμε καλά. Χυνόμαστε ο ένας μέσα στον άλλον, προσπαθούμε να συνομιλήσουμε οι πάνω και οι κάτω. Οι ηθοποιοί έμαθαν μουσικά όργανα χάριν της παράστασης, η οποία παρουσιάζεται χωρίς το γλωσσικό ιδίωμα. Ο Περεσιάδης πέθανε πάμπτωχος και καθυβριζόμενος. Και τότε συνέβαινε ό,τι σήμερα. Οι Ελληνες δεν ήθελαν να τους θυμίζεις ποιοι είναι. Το έργο είναι ολόδικό μας. Ωραία τα δάνεια, η ομορφιά τού έξω, αλλά εμείς μπορούμε καλύτερα. Αλλωστε, αυτό που μας αρέσει στον ξένο δεν είναι αυτό το “ολόδικό του”»;

 

- Δεκατρείς ηθοποιοί, τρεις απ' αυτούς Γκόλφω και τρεις Τάσος. Γιατί;

 

«Δεν με ενδιέφερε να παίξω τον Τάσο και μαζί με άλλους δυο-τρεις ηθοποιούς να ασκηθούμε σε υποκριτική δεξιοτεχνία. Ηθελα να παίξουμε μπάλα όλοι. Το “κοιτάξτε με” μού έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό. Τώρα θέλω εγώ να κοιτάξω. Τα καινούργια πράγματα γύρω μας, σαν να φύσηξε αντίθετος αέρας, μετατοπίζοντας το πανί κι αλλάζοντας ρότα στο καράβι, πρέπει να τα δεχτούμε. Να μη φοβόμαστε την αλλαγή».

 

- Το κοινό είναι έτοιμο να ακολουθήσει;

 

«Το κοινό δεκαπέντε χρόνια τώρα μας φωνάζει. Θυμάμαι ανθρώπους να κατεβαίνουν από το θέατρο Επιδαύρου μονολογώντας: “Εγκαταλείπω το θέατρο διά παντός”. Δεν ακούγαμε αυτή την πνιχτή κραυγή του κόσμου. Είναι λάθος να τον αντιμετωπίζουμε ως μάζα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια εμπειρία από την παράσταση “Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται”. Μια γυναίκα από λαϊκή συνοικία της Αθήνας είχε έρθει δυο ώρες νωρίτερα και κρατώντας σφιχτά στο χέρι το εισιτήριό της, έμοιαζε σχεδόν τρομαγμένη. Την έβλεπα που περίμενε και σκεφτόμουν: “Κάτι άκουσε, ήρθε να δει, να μάθει κάτι. Θεέ μου. Κι αν απογοητευτεί;”. Ενα τραγούδι στο έργο λέει: “Πάνω στου ελάτου την κορφή κάθομαι μόνη τόσα χρόνια”. Ολοι έτσι δεν είμαστε; Απαρηγόρητοι».

 

- Από ποιο τραύμα;

 

«Ξέρω κι εγώ; Ισως για το νόημα τού να στέκομαι ακόμα όρθιος εδώ. Βρέθηκα κάποτε με μια θεία μου σ' ένα γραφείο περιμένοντας να έρθει ο συμβολαιογράφος. Κι όταν μπήκε, ένας κύριος γύρω στα ογδόντα δύο, η χήρα θεία τον χαιρετά, λέγοντας “τι γίνεται;”. Κι αυτός: “Τίποτα δεν γίνεται. Αυτό που βλέπεις είναι”. Και η θεία: “Α…”. Αυτή η γυναίκα κάθεται στο παράθυρο κοιτώντας έξω για να δει τι γίνεται. Τίποτα δεν γίνεται. Πιστεύω ότι αν βλέπαμε τον εαυτό μας να έρχεται από μακριά, θα βάζαμε τα κλάματα. Ας το παραδεχτούμε. Ο καθένας έχει μια τρύπα μέσα του. Οπως στις φιγούρες του Καραγκιόζη».

 

- Το απολαμβάνετε όταν είστε στη σκηνή

 

«Ισως περισσότερο από όσο πρέπει. Αγαπώ τους ηθοποιούς γι' αυτό που είναι παρά γι' αυτό που μπορούν να κάνουν. Να τους νιώθω δίπλα μου. Αυτό θέλει και ο κόσμος. Η σιωπηλή συνωμοσία ηθοποιών-θεατών υπάρχει από πάντα, όσο κι αν αλλοιώθηκε από την υπερσπουδή μας. Συχνά σκέφτομαι: “πόσο κοντός ήμουν σε κάποια γνώμη”. Με άνεση στην αλαζονική κριτική κακοποιήσαμε ανθρώπους, έργα, κάναμε φόνους, απατεωνιές, χωρίς να το συνειδητοποιούμε».

 

- Νιώθετε ανασφάλεια μετά την αποχώρηση του Γ. Χουβαρδά από το Εθνικό Θέατρο;

 

«Για το Εθνικό νιώθω, όχι μια μένα. Η δουλειά μας πάσχει από αιώνια κρίση. Ποτέ δεν σχεδίαζα κάτι. Ελεγα “άσε, θα με συναντήσει εκείνο”. Γι' αυτό μετά δεν παραπονιόμουν γιατί είμαι εδώ κι όχι εκεί. Δεν εμπιστεύομαι το κριτήριο της κάθε εποχής, τη μόδα της».

 

- Μήπως και η κρίση, μ' έναν αλλόκοτο τρόπο, δραματοποιείται ως μόδα;

 

«Λες και γράφουμε έκθεση… Είναι τα αποτελέσματα μιας παιδείας χωρίς αισθητική και αληθινό περιεχόμενο. Θα βγάλουμε ταμπέλες, θα μιλήσουμε για την κρίση, θα γράψουμε έργα γι’ αυτήν, όπως κάναμε κάποτε σαν καλοί μαθητές ενός αποτυχημένου σχολείου. Αυτό δεν είναι ζωή. Είναι ευθανασία».

 

- Μπορούμε να βγάλουμε απέξω την πολιτική;

 

«Πολιτική είναι να διαλέγουμε όλοι μαζί πώς θα ζούμε στην πόλη. Αν ήμασταν σοβαροί, θα έπρεπε να είχαμε σκάψει με τα ίδια μας τα χέρια την Ομόνοια για να την αλλάξουμε. Αλλά εδώ δεν θέλουμε να ξέρουμε τι γίνεται στην παραδίπλα χώρα. Τα αντιμετωπίζουμε όλα τουριστικά. Πατρίδα δικιά μου είναι τα πρόσωπα κάποιων ανθρώπων, ένα τοπίο, οι επιλογές μου, το πουλί που την ημέρα της νεροποντής στάθηκε στα κάγκελα του μπαλκονιού μου βρεγμένο και ακούνητο όταν με είδε. Σαν να μου έλεγε: “Εδώ θα μείνω. Τώρα δεν πάω πουθενά”. Τελειώσαμε με το παλιό. Κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Τώρα μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις… Αυτή η χώρα γεννήθηκε από ένα μπουρλότο, ένα Κούγκι. Εβαζε φωτιά, τα έκαιγε και προχωρούσε. Και στο σπίτι, όταν οι γονείς μου τσακώνονταν, το έσπαγαν και μετά ξεκινούσαν πάλι αγαπημένοι. Ας ανατινάξουμε το παλιό».

 

[email protected]

 

INFO: Εθνικό Θέατρο-Rex (Πανεπιστημίου) «Γκόλφω» του Σπ. Περεσιάδη. Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος. Σκηνικά – κοστούμια: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου. Μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου. Κίνηση: Αμάλια Μπένετ. Παίζουν: Εύη Σαουλίδου, Λυδία Φωτοπούλου, Αλίκη Αλεξανδράκη, Χάρης Φραγκούλης, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Βογιατζής, Μαρία Διακοπαναγιώτη, Γιάννης Κότσιφας, Χριστίνα Μαξούρη, Γιώργος Μπινιάρης, Αγγελος Παπαδημητρίου, Μιχάλης Σαράντης, Αγγελος Τριανταφύλλου.

 

Scroll to top