Pin It

 Από την κακοποίηση των παιδιών από τους γονείς τους, τον βιασμό γυναικών, έως την ωμή και αυθαίρετη βία που ασκούν τα όργανα της «τάξης» στους πολίτες• από τη συναισθηματική βία που ασκείται στους χώρους εργασίας και τα σχολεία έως τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου, η βίαιη συμπεριφορά ήταν και εξακολουθεί να είναι πανταχού παρούσα στην ανθρώπινη ιστορία.

 

Το να αποδίδουμε τέτοιες βίαιες πράξεις στην πανθομολογούμενη παρακμή των ηθικών-κοινωνικών αξιών ή στην απαξίωση του θεσμού της οικογένειας αποτελεί μια προφανή αλλά, δυστυχώς, ελάχιστα διαφωτιστική εξήγηση, η οποία το μόνο που πετυχαίνει είναι ίσως να μας καθησυχάζει ψυχολογικά: οι αιτίες της επιθετικής συμπεριφοράς μετατίθενται πάντα στους άλλους και ποτέ σε εμάς τους ίδιους.

 

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η μελέτη των βιοψυχολογικών μηχανισμών της ανθρώπινης επιθετικότητας έχει να μας προσφέρει πιο πειστικές απαντήσεις τόσο για τα ενδογενή όσο και για τα εξωγενή αίτια της βίας.

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης  

 

Κατά βάθος, όλοι γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατον να αποδώσουμε την οποιαδήποτε επιθετική συμπεριφορά μας σε μία και μοναδική αιτία. Αυτό, εξάλλου, επιβεβαιώνουν και οι ειδικές έρευνες: η εξωτερίκευση της ανθρώπινης βίας προϋποθέτει τη σύμπραξη πολλών παραγόντων, ενδογενών και εξωγενών.

 

Ετσι, για να εκδηλωθεί η ενδογενής –γενετική ή νευροψυχολογική– προδιάθεση για βία πρέπει να συντρέχουν και κάποια εξωτερικά αίτια (παιδικές τραυματικές εμπειρίες, συσσώρευση βίαιων εμπειριών, μεγάλη κοινωνική καταστολή, έντονη επαγγελματική ή οικονομική αβεβαιότητα, κοκ). Αίτια εξωγενή αλλά απαραίτητα για να πυροδοτηθούν οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που οδηγούν στην εξωτερίκευση της βίας. Ισως τελικά, η τυφλή ατομική και κοινωνική βία δεν είναι τόσο το αποτέλεσμα της ανάγκης των γονιδίων μας να επιβιώνουν «πάση θυσία», αλλά μάλλον το εργαλείο άσκησης της βιοεξουσίας των απρόσωπων «αγορών».

 

Πάντως, το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν μονομερείς και εντέλει απλοϊκές εξηγήσεις, όπως π.χ. την αντιδιαστολή της «βιολογικής» στην «κοινωνική» βία, αναδεικνύει από μόνο του την εγγενή πολυπλοκότητα αυτών των φαινομένων. Χωρίς καμία πρόθεση να «νομιμοποιήσουμε» επιστημονικά την προσφυγή στη βία, έχει ίσως κάποιο ενδιαφέρον να εξετάσουμε το πώς η επιστήμη επιχειρεί να διαφωτίσει ένα τόσο περίπλοκο βιοψυχολογικό και, ταυτόχρονα, κοινωνικό φαινόμενο.

 

Οι ρίζες της επιθετικότητας

 

Η επιθετικότητα, τόσο η ανθρώπινη όσο και η ζωική, δεν εκδηλώνεται ούτε ως μοναδική ούτε ως ενιαία συμπεριφορά. Περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύ φάσμα βίαιων εκδηλώσεων, οι οποίες διαφοροποιούνται τόσο ως προς τα πρότυπα επιθετικότητας που υιοθετούνται στις διαφορετικές περιστάσεις όσο και ως προς τα ενδογενή ή τα εξωγενή αίτια που πυροδοτούν τις εκδηλώσεις βίας.

 

Στις βιολογικές επιστήμες, για παράδειγμα, με τον όρο «επιθετικότητα» περιγράφονται οι εσωτερικοί βιολογικοί μηχανισμοί (γονιδιακοί και εγκεφαλικοί) οι οποίοι προδιαθέτουν έναν οργανισμό σε βίαιη δράση απέναντι σε μέλη του ίδιου ή διαφορετικού είδους. Η διάκριση αυτή είναι αποφασιστικής σημασίας, επειδή διαφοροποιεί την ηπιότερη επιθετική συμπεριφορά που απευθύνεται σε μέλη της ίδιας ομάδας ή του ίδιου είδους (ενδοομαδική, ενδοειδική βία) από τη βιαιότερη επιθετική συμπεριφορά που απευθύνεται σε μέλη διαφορετικών ομάδων ή ειδών (εξωομαδική, διαειδική βία). Δυστυχώς η μοναδική ίσως εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα είναι τα πιο ευφυή πρωτεύοντα (χιμπαντζήδες, άνθρωποι).

 

Οσοι επιμένουν –συνήθως οι κοινωνικοί ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι– ότι οι νευροβιολογικοί παράγοντες παίζουν δευτερεύοντα ή και ασήμαντο ρόλο στις εκδηλώσεις της ανθρώπινης βίας και συνεπώς ότι αυτές καθορίζονται «σε τελευταία ανάλυση» από κοινωνικούς αποκλειστικά παράγοντες, θα πρέπει να αναθεωρήσουν εν μέρει τις απόψεις τους.

 

Πράγματι, για να εξηγήσουν το πολλαπλά επιβεβαιωμένο γεγονός ότι οι άνδρες καταφεύγουν συχνότερα από τις γυναίκες στη σωματική βία, οι επιστήμονες επικαλούνται την τεστοστερόνη, μια τυπικά ανδρική ορμόνη. Οπως συμβαίνει με πολλά άλλα ζωικά είδη, έτσι και στον άνθρωπο η υψηλή συγκέντρωση τεστοστερόνης στο νευρικό σύστημα έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς. Διαπίστωσαν μάλιστα ότι πολλοί δράστες βίαιων εγκλημάτων παρουσιάζουν σαφώς υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης απ’ ό,τι οι δράστες λιγότερο βίαιων εγκλημάτων.

 

Αλλες μελέτες υποδεικνύουν τη σαφέστατη σχέση που υπάρχει μεταξύ βίαιης συμπεριφοράς και ενός είδους μόνιμου νευροχημικού βραχυκυκλώματος. Σε αρκετά άτομα που είχαν καταδικαστεί για ιδιαίτερα βίαια εγκλήματα οι νευροεπιστήμονες διαπίστωσαν την παρουσία μόνιμων ανατομικών και λειτουργικών εγκεφαλικών αλλοιώσεων, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στον προμετωπιαίο φλοιό ή στο βαθύτερο μεταιχμιακό σύστημα, τις εγκεφαλικές δομές δηλαδή που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των συγκινήσεων και στον έλεγχο των συναισθηματικών αντιδράσεων ενός ανθρώπου.

 

Το κύκλωμα Φόβος Βία

 

Οπως υποδεικνύουν όλες οι μέχρι σήμερα έρευνες, στη λήψη των περισσότερων συνειδητών αποφάσεών μας και των «ελεύθερων» επιλογών μας εμπλέκονται συγκεκριμένα και εν πολλοίς γνωστά νευρωνικά κυκλώματα του προμετωπιαίου φλοιού, τα οποία, όταν χρειάζεται, μπορούν (μέσω των κατάλληλων νευροχημικών σημάτων) να καταστέλλουν τη δραστηριότητα ορισμένων «βίαιων» και εξελικτικά πιο πρωτόγονων δομών του εγκεφάλου μας και συγκεκριμένα, του υποθαλάμου και της αμυγδαλής. Δύο δομών του μεταιχμιακού συστήματος που, όπως δείξαμε και στο προηγούμενο άρθρο μας, συνδιαμορφώνουν αφενός τα αισθήματα φόβου ή πανικού και αφετέρου τις βίαιες ή επιθετικές αντιδράσεις μας.

 

Συνεπώς, κάθε διακοπή ή αλλοίωση –εξαιτίας ενός τραύματος, μιας γενετικής μετάλλαξης ή της υπερβολικής εξωτερικής πίεσης– της φυσιολογικής επικοινωνίας μεταξύ του αρχαιότερου μεταιχμιακού συστήματος και του πιο εξελιγμένου προμετωπιαίου φλοιού ενδέχεται να καθιστά έναν άνθρωπο παντελώς ανίκανο να ελέγχει συνειδητά τις συναισθηματικές του αντιδράσεις!

 

Μάλιστα, όσο νωρίτερα στη ζωή ενός ανθρώπου διακόπτεται, από κάποια ασθένεια ή από τραύμα, αυτό το αμφίδρομο κανάλι επικοινωνίας και ελέγχου του «ανώτερου» προμετωπιαίου φλοιού με τις «κατώτερες» δομές του μεταιχμιακού συστήματος τόσο δραματικότερες είναι οι συνέπειες.

 

Γεγονός που επιβεβαιώνεται από διάφορες κλινικές παρατηρήσεις σε ασθενείς με σοβαρά νευρολογικά προβλήματα, καθώς και από τις ενδελεχείς καταγραφές, μέσω τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ), της λειτουργίας του εγκεφάλου φυλακισμένων δολοφόνων ή ιδιαίτερα βίαιων ατόμων.

 

Από αυτές τις τρισδιάστατες απεικονίσεις της λειτουργίας του εγκεφάλου των φυλακισμένων ο διάσημος Αμερικανός νευρολόγος Adrian Raine διαπίστωσε την παρουσία σημαντικών διαφορών ανάμεσα στους κρατουμένους που είχαν διαπράξει τον φόνο αυθόρμητα, υπό την επήρεια μεγάλου θυμού ή έντονης συναισθηματικής εμπλοκής, και στους επαγγελματίες ψυχρούς δολοφόνους οι οποίοι είχαν προσχεδιάσει λεπτομερώς και διαπράξει το έγκλημα χωρίς καμία συναισθηματική εμπλοκή. Στην πρώτη περίπτωση, των «θερμόαιμων» δολοφόνων, παρατήρησε ότι η λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου τους ήταν εμφανώς μειωμένη και ανεπαρκής, ενώ αντίθετα τα επίπεδα λειτουργίας του προμετωπιαίου φλοιού των «ψυχρών» δολοφόνων ήταν φυσιολογικά!

 

Πιο πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι, τόσο από ανατομική όσο και από λειτουργική άποψη, τα εγκεφαλικά κυκλώματα του φόβου και της βίας αλληλεπιδρούν μεταξύ τους προκειμένου να συγκαθορίσουν τις απαντήσεις του οργανισμού μας στις πιέσεις του περιβάλλοντος.

 

Τα αποτελέσματα αυτών και πολλών άλλων παρόμοιων ερευνών οδηγούν στη δημιουργία ενός νέου και αμφιλεγόμενου διεπιστημονικού κλάδου, της «βιολογίας του εγκλήματος», ο οποίος υπόσχεται ότι στο άμεσο μέλλον θα είναι εφικτή όχι μόνο η έγκαιρη διάγνωση (ήδη από τη νηπιακή ηλικία!) των ατόμων με «εγκληματικές προδιαθέσεις», αλλά και η αποτελεσματική «θεραπεία» τους πολύ πριν εκδηλώσουν την αντικοινωνική συμπεριφορά τους. Αν τώρα όλα αυτά σας θυμίζουν τις ξεχασμένες, υποτίθεται, φρενολογικές δοξασίες του Franz Gall και του C. Lombroso ή τις ρατσιστικές πρακτικές των ναζί, μάλλον έχετε δίκιο.

 

Φύση ή ανατροφή;

 

Στις μέρες μας όλο και συχνότερα η διαζευκτική περιγραφή που αντιπαραθέτει τη φύση-βιολογία στην ανατροφή-πολιτισμό φαίνεται να κλίνει περισσότερο προς τη φύση-βιολογία, επιβάλλοντας μια «νέα» αντίληψη για την ανθρώπινη φύση.

 

Η αντίληψη αυτή τείνει να «βιολογικοποιεί» κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά: αναζητά δηλαδή αποκλειστικά στα γονίδια και, πιο πρόσφατα, στις εγκεφαλικές μας δομές, τις οριστικές «εξηγήσεις» για κάθε κανονική ή παραβατική ανθρώπινη συμπεριφορά. Συνεπώς, οι αιτίες για τα σοβαρά κοινωνικά-ιστορικά αδιέξοδα των κοινωνιών μας οφείλουν επίσης να αναζητηθούν, να εξηγηθούν και ίσως να «θεραπευτούν» από την έρευνα των νευροβιολογικών προϋποθέσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς!

 

Αυτή φαίνεται πως είναι σήμερα η κυρίαρχη προσέγγιση στην έρευνα της ανθρώπινης βίας. Μια προσέγγιση που, ενώ βασίζεται σε πραγματικά επιστημονικά δεδομένα, τείνει να είναι εξίσου μονομερής, αποσπασματική και δογματική με την αντίθετή της: την αντίληψη που απέδιδε τα πάντα στην ανατροφή, στην παιδεία και στους «εξωγενείς» κοινωνιο-ιστορικούς παράγοντες. Ενώ αναμφίβολα υπάρχουν και βιολογικά αίτια για κάποιες ακραίες εγκληματικές συμπεριφορές, η ίδια η εγκληματικότητα δεν έχει καθόλου αποδειχθεί ότι οφείλεται αποκλειστικά ή, έστω, πρωτίστως σε βιολογικά αίτια!

 

Αντίθετα, αν κάτι έγινε σαφές από τις πρόσφατες νευροβιολογικές κατακτήσεις, είναι ότι η επιθετικότητα είναι «σχέση» και όχι «κάποιο πράγμα», είναι δηλαδή μια «προδιάθεση» και όχι μια βιολογικά νομοτελειακή «κατάσταση». Τελικά η επιστροφή της ρυθμιστικής και κανονιστικής ιδέας μιας αμετάβλητης «ανθρώπινης φύσης» δεν είναι παρά ένα επικίνδυνο κοινωνικό και επιστημονικό ιδεολόγημα.

 

……………………………………………………………………………………………………………….

 

Εκ γενετής δολοφόνοι;

 

Αν, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά, η επιθετικότητα και η βία επιβάλλουν με τόσο επίμονο τρόπο την παρουσία τους σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, μήπως θα πρέπει τελικά να αποδεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως «επιθετικό ον»; Kαι ότι η παραληρηματική βία των εχθροπραξιών ενός πολέμου ή ο λυσσαλέος οικονομικός ανταγωνισμός είναι φαινόμενα διαχρονικά και άρα μη ιστορικά, που πηγάζουν από ένα «ένστικτο» επιθετικότητας εγγεγραμμένο κάπου στα γονίδιά μας;

 

Σε αυτά τα δύο βασανιστικά αλλά και επίκαιρα ερωτήματα τόσο ο Konrad Lorenz, ένας από τους πατέρες της ηθολογίας, όσο και ο Edward Ο. Wilson, πρωτεργάτης στη δημιουργία της κοινωνιοβιολογίας, απαντούν ανεπιφύλακτα θετικά.

 

Αμφότεροι πιστεύουν ακράδαντα ότι κάθε ζωική ή ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί την έκφραση βαθύτερων ενορμήσεων ή «ενστίκτων» που, σε τελευταία ανάλυση, βρίσκονται εγγεγραμμένα στα γονίδιά μας. Ενστικτα που διαμορφώθηκαν από τη φυσική επιλογή κατά τη βιολογική μας εξέλιξη και παραμένουν ενεργά επειδή συμβάλλουν στη ζωτική ανάγκη μας για επιβίωση.

 

Ωστόσο, η συμφωνία αυτών των δύο κορυφαίων επιστημόνων εξαντλείται σ’ αυτή τη γενικόλογη παραδοχή της δομικής ομολογίας ή, αν προτιμάτε, του ισομορφισμού των βιολογικών και των κοινωνικών φαινομένων. Γιατί σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς μετάφρασης των απαραίτητων γενετικών πληροφοριών (δηλαδή των γονιδίων) σε κοινωνικές συμπεριφορές (αγάπη-μίσος, επιθετικότητα-αλληλεγγύη), οι απόψεις τους διαφέρουν σημαντικά.

 

 Από την ηθολογία στην κοινωνιοβιολογία

 

Για να εξηγήσει την ανθρώπινη επιθετικότητα ως βασικό μηχανισμό προσαρμογής και επιβίωσης, ο Lorenz υιοθετεί το μοντέλο εξήγησης «της απελευθέρωσης των ενορμήσεων», που ήδη από το 1930 είχε πρώτος περιγράψει ο Φρόιντ στα ύστερα έργα του περί ενόρμησης θανάτου. Για τον Φρόιντ η ανθρώπινη επιθετικότητα είναι μια έμφυτη ορμή, η εξωτερίκευση του ενστίκτου θανάτου.

 

Ετσι το 1966, στο βιβλίο του «Επιθετικότητα» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή), ο Lorenz περιγράφει την επιθετικότητα ως μια ενιαία συμπεριφορά που, λόγω της κοινής εξελικτικής καταγωγής τους, μοιράζονται από κοινού άνθρωποι και ζώα. Μάλιστα, όπως υπέθετε ο Lorenz, η επιθετικότητα εκδηλώνεται μέσω ενός «ψυχο-υδραυλικού» μηχανισμού εκτόνωσης των έμφυτων επιθετικών ενορμήσεων. Σύμφωνα με αυτό το απλοϊκό μηχανιστικό μοντέλο, όταν η ενορμητική ενέργεια συσσωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, τότε κάποια στιγμή εκδηλώνεται με μορφές παράλογης ή καταστροφικής βίας. Περιττό να πούμε ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών ερευνητών, αυτό το μηχανιστικό μοντέλο της βίας δεν έχει ποτέ επιβεβαιωθεί.

 

Ισως γι’ αυτό ο Ε.Ο. Wilson και άλλοι σύγχρονοι κοινωνιοβιολόγοι αναζήτησαν έναν εναλλακτικό και πιο ευέλικτο εγκεφαλικό μηχανισμό για να εξηγήσουν πώς τα γονίδια καθορίζουν την ανθρώπινη επιθετική συμπεριφορά μέσω της διαμόρφωσης ειδικών εγκεφαλικών κέντρων που υποτίθεται ότι «ενορχηστρώνουν» το ρεπερτόριο των επιθετικών αντιδράσεων των ζώων και των ανθρώπων.

 

Οπως γράφει ο Wilson στο βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λέξημα): «Η επιθετικότητα του ανθρώπου δεν είναι κάποιο σκοτεινό αγγελικό ελάττωμα ούτε κτηνώδες ένστικτο. Δεν είναι ούτε παθολογικό σύμπτωμα, λόγω της ανατροφής σε ένα εχθρικό περιβάλλον… Παρ’ όλο που έχουμε αξιοσημείωτη προδιάθεση για επιθετική συμπεριφορά, απέχουμε πολύ από το να αυτοχαρακτηριστούμε ως το πιο βίαιο ζώο».

 

Τι υποκρύπτει άραγε αυτή η προσπάθεια αυστηρής οριοθέτησης της ανθρώπινης επιθετικής συμπεριφοράς; Υποκρύπτει το καλά τεκμηριωμένο γεγονός ότι η εκδήλωση κάθε επιθετικής συμπεριφοράς σε περίπλοκα κοινωνικά ζώα, όπως ο άνθρωπος, προϋποθέτει και κυρίως εξαρτάται όχι μόνο από τα γονίδια και τον εγκέφαλο αλλά και από το περιβάλλον.

 

Παρά τα φαινόμενα, δεν καθορίζει η επιθετικότητα τις κοινωνικές συγκρούσεις (πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά, αντίθετα, το κοινωνικό περιβάλλον και οι κοινωνικές συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σε αυτό είναι αυτά που ρυθμίζουν την έκφραση της επιθετικότητας.

 

Ανταγωνιστικότητα, επιθετικότητα και βία αποτελούν τα τυπικά γνωρίσματα όχι μόνο της ζωικής αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς• θεωρούνται, μάλιστα, εξίσου σημαντικά και ανεξάλειπτα με τη συντροφικότητα, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη. Αισθήματα και συμπεριφορές που ανέκαθεν αναγνωρίζονταν ως οι αναπόφευκτες εκδηλώσεις της «ανθρώπινης φύσης», αυτής της ασαφώς προσδιορισμένης βιο-πολιτισμικής οντότητας, που, υποτίθεται, ότι προδιαγράφει τα ανυπέρβλητα όρια κάθε ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς μας.

 

 

 

Scroll to top