Ο Γερμανός συγγραφέας μιας παιδικής παράστασης Φόλκερ Λούντβιγκ ήρθε Αθήνα και μιά για τη μετανάστευση
Παρακολούθησε το «Μια γιορτή στου Νουριάν» παρέα με παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς. «Θέλω με τη δουλειά μου στο θέατρο να δείχνω στα παιδιά ότι υπάρχει προοπτική και ελπίδα, ότι είναι στο χέρι τους να συμβεί».
Της Εφης Μαρίνου Φωτογραφίες: Μάριος Βαλασόπουλος
Γίνεται μια παράσταση για παιδιά να είναι ευχάριστη, διασκεδαστική και συγχρόνως τόσο βαθιά πολιτική; Το «Μια γιορτή στου Νουριάν» στο θέατρο Πορεία, διασκευή επί το ελληνικότερον τού έργου του Φόλκερ Λούντβιγκ «Μια γιορτή στου Παπαδάκη», με θέμα τους οικονομικούς μετανάστες, αποδεικνύει ότι γίνεται. Την περασμένη Κυριακή ανάμεσα στους θεατές, μικρούς και μεγάλους, ήταν και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος παρακολούθησε με εμφανή ικανοποίηση την παράσταση των Παντελή Δεντάκη και Βασίλη Κουκαλάνι.
Ο Φόλκερ Λούντβιγκ είναι ο ιδρυτής του «Grips« (λέξη που στα ελληνικά αποδίδεται ως «ξεφτέρι»), ενός καινοτόμου θεάτρου για παιδιά με ρεαλιστικό ρεπερτόριο, μέσα από το οποίο οι θεατές μπορούν να κατανοούν το κοινωνικό περιβάλλον. Λίγο πριν φύγει από την Ελλάδα τον συναντήσαμε και μιλήσαμε μαζί του για το θέατρο, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία.
«Moυ άρεσε η ελληνική παράσταση, ήταν κοντά στη γερμανική εκδοχή, γι’ αυτό και την κατάλαβα παρά το πρόβλημα της γλώσσας. Ο φωνακλάς Ελληνας ήταν ίδιος ο φωνακλάς Γερμανός, μάλλον έχουν κάποια συγγένεια οι δυο τους… Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το κοινό, όχι μόνο τα παιδιά που παρακολουθούσαν απορροφημένα, αλλά και τους συνοδούς τους στη συζήτηση που ακολούθησε, καθώς και πολύ ευαισθητοποιημένους τους εκπαιδευτικούς».
- Το θέατρό σας είναι παραγωγικότατο: έχει ήδη παρουσιάσει πάνω από εξήντα έργα σε χίλιες πεντακόσιες παραγωγές σε σαράντα χώρες. Και πάντα καταπιάνεται με θέματα κοινωνικά, πολιτικά. Με τον «τρόπο» του Μπρεχτ μάλιστα.
«Πάντα Μπρεχτ. Πέραν του προσανατολισμού, όσο ρεαλιστικά κι αν είναι τα έργα, τραγούδια σπάνε τη συνθήκη της αναπαράστασης και οι ηθοποιοί απευθύνονται στο κοινό. Δίνουμε έναν κύκλο παραστάσεων, που αρχίζει τον Αύγουστο και ολοκληρώνεται τον Ιούνιο. Τώρα, παρουσιάζεται ένα ρεπερτόριο δεκαπέντε έργων για παιδιά, έφηβους, νέους και ενήλικες. Κάποια, μάλιστα, κλασικά έργα παίζονται από το 1986. Η θεματική του Grips αντλεί από την κοινωνία, τα σύγχρονα προβλήματα που αφορούν όλους, μικρούς και μεγάλους. Ο τρόπος που δραματοποιούνται και ανεβαίνουν στη σκηνή είναι μέσω της κωμωδίας και κάποτε του μιούζικαλ».
- Πώς αντιμετωπίστηκε από τη γερμανική κοινωνία αυτό το, παράτολμο για παιδικό θέατρο, άνοιγμα του Grips;
«Τον πρώτο καιρό της λειτουργίας του υπήρχε πολεμική στάση από τον γερμανικό συντηρητικό Τύπο και το αντιδραστικό περιβάλλον γενικότερα. Ελεγαν, ειδικά για το «Μια γιορτή στου Παπαδάκη», «πώς τολμάτε να μιλάτε στα παιδιά για θέματα πολιτικής οικονομίας;», «γιατί λέτε ότι υπάρχει οικονομική εκμετάλλευση των ασθενέστερων τάξεων;». Επίσης μας κατηγορούσαν ότι κάνουμε κομουνιστική προπαγάνδα. Αλλά, δεν πρέπει να μιλάς για την κοινωνική ανισότητα, τη φτώχεια που γεννά τον ρατσισμό; Ολοι βλέπουμε με τι ταχύτητα ανοίγει η ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς».
- Δεν σας εντυπωσιάζει η θεαματική άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα;
«Οταν το πολιτικό σύστημα καταρρέει και η οικονομική κρίση φτάνει σ’ αυτά τα επίπεδα είναι αναμενόμενο να ανθούν, να καρποφορούν μορφώματα τύπου εθνικοσοσιαλισμού. Κάπως έτσι δεν έγινε στη Γερμανία με τον Χίτλερ; Οταν οι άνθρωποι απελπίζονται καταφεύγουν σε εκείνους που έρχονται «κοντά» τους, σε κείνους που αγκαλιάζουν το πρόβλημά τους, αυτό που «δημιουργεί» ο μετανάστης, ο ξένος. Η πολιτική της Μέρκελ είναι να κουκουλώνει την αλήθεια, το πραγματικό πρόβλημα, δημιουργώντας την επίφαση της ανάπτυξης, της δημοκρατίας. Οι Γερμανοί νομίζουν ότι δίνουν τόσα δισ. για να υποστηρίξουν την Ελλάδα, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτά τα χρήματα πηγαίνουν στις τράπεζες και τη Siemens. Αυτό λέγεται πλάνη από συστηματική προπαγάνδα. Ενα μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας ζει με τα επιδόματα ανεργίας, μάλιστα ολοένα αυξάνεται και οδηγείται σε περαιτέρω περιθωριοποίηση. Ακροδεξιές οργανώσεις έχουμε και εμείς. Λες και δεν μας έφτανε το βαθιά συντηρητικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα που κάνει ακριβώς αυτό. Η ιθαγένεια για όλα τα παιδιά δεν υπάρχει ως νόμος στη χώρα μου. Το να είσαι Γερμανός μοιάζει, ακόμα, να είναι υπόθεση αίματος»…
- Τα έργα σας έχουν δεσμούς με την Ελλάδα. Η Ξένια Καλογεροπούλου παλαιότερα με τον «Μορμόλη» και το «Βάσος και Βιβή» και τώρα ο Δημήτρης Τάρλοου.
«Το 1978 περιόδευσα δύο μήνες στην Πελοπόννησο με την οικογένειά μου. Εκείνο το διάστημα, μάλιστα, έγραψα το έργο «Βάσος και Βιβή», το πιο πετυχημένο παγκοσμίως, από τα παιδικά μου. Ξέρω ότι έχετε πολλά θέατρα. Και παιδικά, διαφορετικού βέβαια προσανατολισμού… Είναι ωραίο που ο Ελληνας αγαπά το θέατρο. Πήγα στη Στέγη και είδα τον «Τηλέμαχο: Should I Stay or Should I go» για τους Ελληνες μετανάστες στη Γερμανία».
- Ποιο είναι το ισχυρότερο μήνυμα-εφόδιο ζωής που μπορούν να εισπράξουν τα παιδιά σε μια παράσταση;
«Οτι ο κόσμος αλλάζει. Κι αυτό είναι στο χέρι τους να συμβεί. Το θέατρο που κάνουμε, η παράσταση που είδατε, αυτό ακριβώς λέει. Τα παιδιά μέσα από την αυθόρμητη συναναστροφή, το παιχνίδι και τα αισθήματα που αναπτύσσονται, αναγνωρίζουν τις φιλίες, την κριτική σκέψη. Ετσι διαλύονται τα στεγανά, αποδομούνται οι προκαταλήψεις. Εμείς τα παροτρύνουμε να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει γύρω τους, να πάρουν πρωτοβουλίες, να έχουν αυτοπεποίθηση. Να αποκτήσουν το όραμα της κοινωνικής αλλαγής, να πιστεύουν ότι έχουν τη δύναμη να την πραγματοποιήσουν. Δεν είναι εύκολο να γράψεις ένα έντιμο έργο, που θα αντιμετωπίζει ρεαλιστικά την κοινωνία, που δεν θα ψεύδεται και που θα έχει ένα φινάλε, όχι παραμυθένιο χάπι-εντ, αλλά με θετικό πνεύμα, προοπτική και ελπίδα. Αυτή είναι η δουλειά μας».
-Εσείς προσωπικά ελπίζετε;
«Ομολογώ ότι στο θέατρο είμαι περισσότερο αισιόδοξος απ’ ό,τι στη ζωή μου. Πάντως το σίγουρο είναι ότι απαγορεύεται να παραδίνεσαι»…
ΙΝFO: «Μια γιορτή στου Νουριάν» κάθε Κυριακή στις 12 στο θέατρο «Πορεία» (Τρικόρφων 3 και 3ης Σεπτεμβρίου 69)