Pin It

Ο Αντώνης Λουδάρος στο «Θα σε πάρω να φύγουμε», ενα μουσικό θέαμα στο Badminton

 

Κωμικός με μεγάλο ταλέντο και με «ψώνιο» το τραγούδι, ο Αντώνης Λουδάρος πρωταγωνιστεί σε μια παράσταση του Φωκά Ευαγγελινού, που μέσα από ιστορικά νούμερα αφηγείται την ιστορία του δημοφιλούς λαϊκού είδους από τα μπουλούκια μέχρι τη χούντα

 

Της Εφης Μαρίνου

 

Μια καινούργια επιθεώρηση στο θέατρο Μπάντμιντον; Οχι, η παράσταση «Θα σε πάρω να φύγουμε» δεν είναι επιθεώρηση, αλλά ένα μουσικοχορευτικό θέαμα προς τιμήν της. Την ιστορία της επιθεώρησης, και μαζί της σύγχρονης Ελλάδας, αφηγείται η παράσταση του Φωκά Ευαγγελινού. Από τα μπουλούκια και τα ιστορικά θέατρα της Αθήνας τη δεκαετία του ’30 έως τις αρχές της δικτατορίας του 1967.

 

Ενας 35μελής θίασος ηθοποιών, τραγουδιστών, χορευτών και μουσικών ζωντανεύει αθάνατα επιθεωρησιακά νούμερα και σουξέ, όπως τα «Παλόμα», «Θέλω να χορεύω», «Το τραμ το τελευταίο», «Ομόνοια Πλας», «Εγώ θα κόψω το κρασί», «Κάθε λιμάνι και καημός», που παρουσιάστηκαν στα θέατρα της χρυσής εποχής της επιθεώρησης.

 

Οι Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου, Νίκος Σταυρίδης, Μίμης Φωτόπουλος αλλά και τα Καλουτάκια, η Μαρίκα Νέζερ, η Καίτη Μελίντα, η Σπεράντζα Βρανά επιστρέφουν μέσα από θρυλικά νούμερά τους για να σχολιάσουν τα κοινά τής τότε Ελλάδας με τη σημερινή. Παρών και ο ευτυχέστερος των θεατρικών ανταγωνισμών, της «Ομορφης Πόλης» του Μίκη Θεοδωράκη με την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι.

 

Ο Αντώνης Λουδάρος, πρωταγωνιστής της παράστασης, μας μιλάει για το θέατρο αλλά και το τραγούδι, που παραμένει το «ψώνιο» του.

 

«Οσο κυλούσαν οι πρόβες έβλεπα μια γλύκα, μια συγκίνηση στο αποτέλεσμα και κάθε αμφιβολία μου για το εγχείρημα απομακρυνόταν. Δεν υπάρχει φορμάρισμα επιθεώρησης, δεν επιχειρούμε μίμηση, άλλωστε πώς θα μπορούσες να αναπαραστήσεις τον Αυλωνίτη; Εχουν ραφτεί πάνω από τριακόσια κοστούμια, νιώθω ότι είμαι στο «Βίρα τις άγκυρες» του Σταμάτη Φασουλή. Ταξιδεύω τους θεατές σ' ένα χρονικό, στη μόδα, την επικαιρότητα, τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις δεκαετιών. Και, φυσικά, τραγουδάω. Η ίδια η επιθεώρηση διατηρεί στο πέρασμα των χρόνων έναν αθάνατο συμβολισμό. Είναι σαν την Ελλάδα που ποτέ δεν πεθαίνει…».

 

- Ούτε… αργοπεθαίνει, αν αναλογιστούμε τα «συμπτώματά» της σήμερα;

 

«Ε, λοιπόν, δουλεύοντας γέμισα αισιοδοξία. Από το 1930 και μετά η Ελλάδα μετρούσε πολέμους, εμφυλίους, πείνα, φτώχεια. Σήμερα έχουμε τον οικονομικό πόλεμο. Μας κλήρωσε να τον ζήσουμε. Ομως κάπως, κάποτε, θα τελειώσει. Θα μετρήσουμε τα θύματα και θα προχωρήσουμε».

 

- Ποιες θεωρείτε ιδανικές συνθήκες δουλειάς στο θέατρο;

 

«Να συνεργάζομαι με ανθρώπους που εκτιμώ. Στη δουλειά μας εισπράττεις απογοητεύσεις, πίκρες, αλλά και χαρά και πίστη σε συναδέλφους. Θέλω να μπορώ να ταξιδεύω τον θεατή, να καταφέρνω να φεύγει από την παράσταση με μια πολύτιμη μνήμη».

 

- Σας έλκει ιδιαίτερα το μουσικό θέατρο.

 

«Εχω μια φυσική κλίση προς αυτό, χωρίς να σημαίνει ότι απορρίπτω μια ωραία πρόζα. Μην κοιτάς που έχω το ψώνιο με το τραγούδι. Ξέρεις, ο κινηματογράφος ήταν για μένα κάτι σαν σχολή, αλλά με περίεργο τρόπο. Πίσω από το κωμικό εντόπιζα πάντα ένα δράμα, την κρυφή συγκίνηση. Το γέλιο που έβγαζε π.χ. η Βλαχοπούλου ως ανύπαντρη γεροντοκόρη, ως χήρα, με οδηγούσε να δω έναν καημό της. Στην κωμωδία, λοιπόν, ψάχνω να βρω μια χαραμάδα να συγκινηθώ και να συγκινήσω. Αλλωστε ο κάθε ρόλος είναι μια συνάντηση μ’ ένα καινούργιο αίσθημα. Αν δεν σε συνεπάρει, δεν έχει νόημα».

 

- Πρωτοσυναντηθήκαμε όταν παίξατε τη «Μαρία Πενταγιώτισσα» σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, πριν από μια εικοσαετία. Πώς πέρασαν αυτά τα χρόνια;

 

«Τότε δεν είχα ιδέα αν ήμουν πραγματικά στο θέατρο. Αλλά και μετά από χρόνια δεν περνούσε καν από το μυαλό μου ότι ανήκω εκεί, όχι από ντροπαλοσύνη, αλλά από πραγματική άγνοια. Αλλά, σαν να με άγγιξε μια νεράιδα, αυτό συνεχίστηκε. Και τώρα πια, μετά από είκοσι πέντε χρόνια, λέω στον εαυτό μου: «Αντώνη, είσαι ηθοποιός». Νιώθω πληρότητα, δεν έχω απωθημένα, θαυμάζω τις ωραίες παραστάσεις, ειδικά νέων συναδέλφων. Εχω αποκτήσει την προσωπική μου ισορροπία. Δεν είναι τυχαίες οι συνεργασίες μου με τον Σταμάτη Φασουλή. Μπορώ να μπω σ’ αυτό που έχει στο μυαλό του βαθιά, ουσιαστικά, χωρίς καν να μιλάμε. Μπορούμε να συνεννοηθούμε με μια ματιά για την ουσία της παράστασης».

 

- Ανήκετε στην κωμωδία; Δεν σκεφτήκατε μέχρι τώρα το κλασικό ρεπερτόριο;

 

«Αυτό ακριβώς σκέφτομαι τώρα. Θέλω επίσης να σκηνοθετήσω. Επρεπε να ωριμάσω, να μάθω το θέατρο από μέσα, εμπειρικά, ως τεχνίτης. Η ζωή προχωρώντας κάτι σου παίρνει, αλλά κάτι σου δίνει. Πηγαίνεις σε καινούργια μέρη, ιδέες, προκλήσεις. Είναι σαν προσμονή για τον καινούργιο έρωτα».

 

- Η καλύτερη θεατρική στιγμή σας;

 

«Οι δουλειές που αρνήθηκα. Το να απορρίψεις μια πρόταση, ειδικά αυτούς τους καιρούς, δεν είναι εύκολο πράγμα. Η άρνηση απαιτεί ψυχική εγρήγορση, δύναμη. Το «όχι» είναι επώδυνο. Ε, λοιπόν, όταν το έλεγα, ένιωθα λίγο ψηλότερος. Νομίζω ότι διαθέτω ένα διαολεμένο ένστικτο, που μιλάει πάνω από τη λογική. Ακούω τον Αντώνη από «μέσα» και μέχρι τώρα δεν μετάνιωσα».

 

- Στη ζωή σας είστε μάλλον σοβαρός.

 

«Δεν είμαι η ψυχή της παρέας. Είναι ριζικό όσων ασχολούνται με την κωμωδία να θεωρούνται και ως άνθρωποι διασκεδαστικοί. Η ζωή μου έχει κόντρα ρυθμούς και καθόλου την ενεργητικότητα της σκηνής. Σκέψου ότι οι δικοί μου λένε: «Μίλα βρε παιδί μου, πες κάτι». Με φωνάζουν «μουγκοθόδωρο». Περισσότερο ακούω παρά μιλάω. Κι αυτό δημιουργεί στους άλλους αμηχανία, ανασφάλεια. Αλλά έτσι είμαι».

 

[email protected]

 

INFO: Μπάντμιντον (Αλσος Στρατού, Γουδή, τηλ.: 2111086024) «Θα σε πάρω να φύγουμε». Κείμενα-έρευνα: Αγγελος Πυριόχος. Σκηνοθεσία-χορογραφία Φωκάς Ευαγγελινός. Κοστούμια: Εύα Καθένα. Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Κατσαρός. Παίζουν: Αντώνης Λουδάρος, Τάνια Τρύπη, Ελισάβετ Μουτάφη, Μέμος Μπεγνής, Μιχάλης Μαρίνος, Γιώργος Καπουτζίδης.

 

 

 

Scroll to top