Του Γιώργου Αργείτη*
Τις τελευταίες εβδομάδες η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα αφιέρωσε με ενθουσιασμό μεγάλο μερίδιό της στον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή και στο λάθος του ΔΝΤ, δημιουργώντας ελπίδες για επαναδιαπραγμάτευση της οικονομικής πολιτικής των μνημονίων. Η συζήτηση συνεχίζεται, αλλά πλέον με αίσθηση απογοήτευσης, ως συνέπεια δηλώσεων από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. ότι το λάθος δεν θα αναγνωριστεί, τουλάχιστον άμεσα. Τι πρέπει να γνωρίζουμε και τι πρέπει να περιμένουμε από αυτή τη συζήτηση;
Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ορίζεται ως ο μηχανισμός που μας δείχνει την επίδραση μιας μεταβολής στις δημόσιες δαπάνες ή τη φορολογία –δηλαδή στη δημοσιονομική πολιτική- στο εισόδημα και, μέσω του τελευταίου, την απασχόληση. Από μια πρώτη ματιά, ο πολλαπλασιαστής φαίνεται να είναι ένα τεχνικό ζήτημα στην κατασκευή μακροοικονομικών μοντέλων. Ωστόσο, η τιμή του έχει ουσιαστικό ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο. Αν ο πολλαπλασιαστής έχει υψηλή τιμή, πρακτικά μεγαλύτερη της μονάδας, τότε η δημοσιονομική πολιτική έχει ισχυρή επίδραση στο εισόδημα και την απασχόληση. Η δημοσιονομική πολιτική ασκείται από τις κυβερνήσεις. Συνεπώς, όσο υψηλότερη είναι η τιμή του πολλαπλασιαστή τόσο πιο σημαντική είναι η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία.
Το αντίθετο συμβαίνει όταν η τιμή του πολλαπλασιαστή είναι μικρότερη της μονάδας. Η δημοσιονομική πολιτική, συνεπώς και η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, δεν είναι αποτελεσματικές ως προς τη δυνατότητά τους να επηρεάσουν το εισόδημα και την απασχόληση. Τα τελευταία τριάντα χρόνια αυτός ήταν ο στόχος της συμβατικής–νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης. Να «αποδείξει» ότι ο πολλαπλασιαστής είναι πολύ μικρός, περίπου στο 0,5, και με αυτόν τρόπο να υποβαθμίσει τη δημοσιονομική πολιτική και την κρατική παρέμβαση, δίνοντας χώρο στις ελεύθερες και αυτορυθμιζόμενες αγορές. Στο πλαίσιο αυτό, η παραδοχή του λάθος είναι πολιτικά και επιστημονικά μια πολύ δύσκολη ενέργεια. Ο λόγος είναι απλός: Η παραδοχή του λάθους αμέσως συνεπάγεται την παραδοχή του λάθος μοντέλου οικονομικής θεωρίας και της λάθος πολιτικής ιδεολογίας.
Και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: την παραδοχή ότι η δημοσιονομική λιτότητα είναι η λάθος οικονομική πολιτική. Η μείωση της τιμής του πολλαπλασιαστή πολύ κάτω της μονάδας επιτρέπει στην πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας, π.χ. μείωση του δημόσιου ελλείμματος με περικοπή δημόσιων δαπανών ή με αύξηση της φορολογίας, να συμβάλει στην επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή στη μείωση των ποσοστών του δημόσιου ελλείμματος και χρέους στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί όταν η τιμή του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή είναι μεγαλύτερη της μονάδας, γιατί η οικονομική ύφεση που θα προκληθεί θα μειώσει τον παρονομαστή περισσότερο από τον αριθμητή.
Αυτό έχει συμβεί στην περίπτωση της Ελλάδας. Οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων της δημοσιονομικής λιτότητας υπολογίστηκαν αρχικά βάσει της τιμής 0,5 του πολλαπλασιαστή. Δηλαδή για κάθε 1 δισ. ευρώ περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, το ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 500 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η πραγματική τιμή του πολλαπλασιαστή είναι πολύ πιθανό να είναι μεγαλύτερη του 2, ειδικά στις τρέχουσες συνθήκες ύφεσης. Η πραγματική επίδραση της προαναφερόμενης περικοπής ήταν δηλαδή πάνω από 2 δισ. ευρώ. Η ελληνική οικονομία βούλιαξε και εγκλωβίστηκε σε βαθιά ύφεση με δραματική αύξηση της ανεργίας και με την τρόικα να επιτίθεται για την ανάγκη μεγαλύτερης δημοσιονομικής προσπάθειας ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Πρέπει λοιπόν να ζητήσουμε επαναδιαπραγμάτευση των μνημονίων βάσει της παραδοχής του λάθους του ΔΝΤ; Αν συμβεί, ποια θα είναι η κατεύθυνσή της; Εάν η επαναδιαπραγμάτευση γίνει βάσει του πολλαπλασιαστικού λάθους, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν ίσως μια πιο ήπια λιτότητα. Το πρόβλημα της χώρας μας είναι η ύφεση και η ανεργία. Με άλλα λόγια, το πρόβλημά μας είναι η δημοσιονομική λιτότητα και όχι η επιβράδυνσή της. Η διέξοδος της Ελλάδας από την οικονομική και κοινωνική κρίση εξαρτάται από τον σχεδιασμό ρεαλιστικής αντι-μνημονιακής/αντι-υφεσιακής οικονομικής πολιτικής, ενώ η τιμή του πολλαπλασιαστή θα προσδιορίσει το αποτέλεσμα αυτής στο εισόδημα και την απασχόληση.
.………………………………………………………………………………………………………..
*Aναπληρωτής καθηγητής, Οικονομικό Τμήμα ΕΚΠΑ, εκπρόσωπος του οικονομικού Ινστιτούτου Levy