11/03/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η κοσμοπολίτισσα και ο The Boy

      Pin It

Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη και Αλέξανδρος Βούλγαρης συνασπίζονται

 

Από το Σάββατο οι ταινίες τους «The Capsule» και «Higuita» θα παίζονται σε ενιαίο πρόγραμμα στην «Ταινιοθήκη». Τις ενώνει ένα υπόγειο ρεύμα τρόμου

 

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

Αυτή, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, είναι μια δυναμική κοσμοπολίτισσα, που δίνει συνεντεύξεις στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», γυρνάει όλο τον κόσμο με την ταινία της, το «Attenberg», και στην πρόσφατη Μπερλινάλε πάταγε πάνω σε κόκκινα χαλιά με το χέρι του Γουόνγκ Καρ-Βάι γύρω από τους ώμους της – ήταν μέλος της Κριτικής Επιτροπής.

 

Αυτός, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, είναι μόνιμος και συνειδητός κάτοικων Εξαρχείων. Παρόλο που μια ταινία του, το «Ροζ», κατατάχτηκε αμέσως στα αριστουργήματα των τελευταίων χρόνων, ξεσηκώνει την προχωρημένη νεολαία με τη μουσική του! Οι περισσότεροι τον ξέρουν απλώς ως «The Boy».

 

Εκ πρώτης όψεως τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, οι δυο σκηνοθέτες συνασπίστηκαν για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κινηματογραφικά προγράμματα της σεζόν. Οι νέες τους ταινίες, το «The Capsule» της Αθηνάς-Ραχήλ (35′) και το «Higuita» (67′) του Αλέξανδρου θα προβάλλονται από το Σάββατο 16 Μαρτίου (και κάθε Τετάρτη και Σάββατο μέχρι το τέλος του μήνα) στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, σε ενιαίο πρόγραμμα – και εισιτήριο.

 

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι ταινίες μοιάζουν μεταξύ τους. Φλερτάρουν, λιγότερο ή περισσότερο, με την επιστημονική φαντασία. Μέχρι εκεί, όμως. Το «The Capsule» είναι μια λαμπερή, μοντέρνα εικαστική εγκατάσταση, που χρησιμοποιεί μια γοτθική ιστορία μυστηρίου για να προβάλει πρωτοπόρους σχεδιαστές μόδας. Είναι, άλλωστε, μια ανάθεση του DesteFashionCollection 2012 του Δάκη Ιωάννου και γυρίστηκε σε μια έπαυλη της Υδρας με διεθνές γυναικείο καστ και πρωταγωνίστρια την Αριάν Λαμπέντ. Επτά νεαρές γυναίκες «εκπαιδεύονται» στην πειθαρχία, την επιθυμία, την ανακάλυψη και την απώλεια, φορώντας avant-garde μοντέλα. Αυτή η απόλυτα σαγηνευτική ταινία έχει ήδη προβληθεί σε φεστιβάλ και μουσεία και έχει μεγάλο δρόμο μπροστά της.

 

Το «Higuita», από την άλλη, δεν κάνει την παραμικρή παραχώρηση σε έννοιες όπως «ομορφιά» και «ιστορία». Είναι εντελώς αντεργκράουντ και δύσκολο στην κατανόησή του (τουλάχιστον για μένα). Μια ομάδα ανθρώπων έχουν αυτοεξοριστεί σε ένα περίεργο νησί για τριάντα εφτά χρόνια. Αυτή η science fiction δυστοπία, με αναφορές σε ένα εχθρικό παρελθόν και σε ένα αβέβαιο μέλλον, μιλά όμως μια γλώσσα ποιητική, ψυχολογική, εξομολογητική, αποκαλυπτική, που σε αιχμαλωτίζει (ακούγεται μόνο η φωνή του ίδιου του σκηνοθέτη), ενώ ξεδιπλώνονται εικόνες ανησυχητικές, σκοτεινές και ακραίες.

 

- Εσείς πιστεύετε ότι έχετε όντως κάποια κοινά σημεία ως κινηματογραφιστές;

 

Α. Βούλγαρης: «Μας ενώνει το ενδιαφέρον μας να κάνουμε σινεμά με έναν διαφορετικό τρόπο (από τη διαδικασία παραγωγής μέχρι τα τεχνικά μέσα). Εχουμε και τις ίδιες επιρροές. Εγώ μεγάλωσα βλέποντας πολύ ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά της δεκαετίας τού ’70. Η Αθηνά ήταν μέσα σ' αυτό, αφού ζούσε στην Αμερική».

 

Α. Τσαγγάρη: «Επίσης νομίζω ότι έχουμε και οι δυο μια σχέση με την ταινία-αυτοβιογραφία κι ας μην είναι εντελώς ξεκάθαρο. Χρησιμοποιούμε πολύ τη ζωή μας. Η ζωή μας, το σινεμά μας και οι ιστορίες του είναι αλληλένδετα».

 

- Η Αθηνά νιώθει σαν το ψάρι στο νερό στο διεθνές κινηματογραφικό σύμπαν, το οποίο «εκμεταλλεύεται» για την παραγωγή και προώθηση των ταινιών της. Εσύ, Αλέξανδρε, εξακολουθείς να είσαι δεμένος με την Ελλάδα. Μήπως κρίνεις αρνητικά τη στάση της;

 

Α. Βούλγαρης: «Χαίρομαι που η Αθηνά μπορεί και κινείται τόσο άνετα έξω. Θα το έκρινα αρνητικά, μόνο αν έβλεπα ότι αναγκαζόταν να κάνει πιο συμβατικές ταινίες. Ακόμα όμως και το “The Capsule”, που ήταν ανάθεση, το έκανε με τον προσωπικό της τρόπο. Το πρόβλημα με μένα είναι ότι, σε αντίθεση με την Αθηνά, δεν έχω ακόμα ξεκαθαρίσει ότι το σινεμά είναι η ζωή μου. Γι' αυτό και κινούμαι με ένα μείγμα δημιουργικότητας, αλλά και φόβου απέναντι σε κάτι μεγαλύτερο. Δηλαδή, δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να κάνω μια πολύ ακριβή ταινία, χωρίς να ξέρω αν θα έχω χρήματα. Το “Higuita” από τη μια μεριά χαίρομαι που το έκανα μόνος μου και από την άλλη στενοχωριέμαι που δεν έχω καταφέρει, όπως η Αθηνά, να δημιουργήσω μια πιο υγιή κατάσταση στήριξης».

 

- Θεωρείτε ότι αυτές οι ταινίες σας είναι ένα μεταβατικό στάδιο προς την επόμενη μεγάλου μήκους;

 

Α. Τσαγγάρη: «Επειδή το ΔΕΣΤΕ μου έδωσε καρτ μπλανς, αποφάσισα να κάνω κάτι σε στιλ horror, φαντασίας, ταινίας είδους. Οτιδήποτε κάνω είναι πάντα ένας συγκερασμός πραγμάτων που θέλω να μάθω, να δοκιμάσω. Κι άλλωστε, η νέα μου ταινία θα είναι ταινία επιστημονικής φαντασίας».

 

Α. Βούλγαρης: «Για μένα το “Higuita” ήταν ταυτόχρονα μια δοκιμασία, αλλά και μια επιστροφή σε δημιουργικές ανησυχίες που είχα πριν το “Ροζ”, όπου είχα κάνει, κατά τη γνώμη μου, πιο συμβατικές επιλογές από όσο ήθελα. Στο Λύκειο είχα ξεκινήσει με πολύ πιο χύμα και διασκεδαστικά πράγματα και τα σταμάτησα λέγοντας: τώρα πια πρέπει να κάνεις κανονικές ταινίες. Το σίγουρο είναι πως με βοήθησε να ελευθερωθώ, ειδικά στο θέμα του λόγου, όλη αυτή η ιστορία με τη μουσική, που δεν υπήρχε πριν στη ζωή μου. Αυτό που με ενδιαφέρει πια είναι να κάνω ταινίες φαντασίας και, στο πιο ιδανικό τους, ψυχαναλυτικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας».

 

- Η κρίση πόσο έχει επηρεάσει τη ζωή, αλλά και το έργο σας;

 

Α. Τσαγγάρη: «Ενοχλούμαι πολύ που στο εξωτερικό συνέχεια προσπαθούν να διαβάσουν τις ταινίες μας σαν έκφραση της κρίσης. Σαν να εξάγουμε την ελληνική κρίση μέσα από την τέχνη. Προφανώς και τη ζούμε καθημερινά κάνοντας ταινίες με ολοένα μεγαλύτερες δυσκολίες. Αλλά από την άλλη, θεωρώ υποχρέωσή μου και πολύ σημαντικό πια να δουλεύω στην Ελλάδα. Θα το παλέψω, ξέροντας τι ρίσκο είναι. Μέχρι η χώρα να αναδιοργανωθεί -αν αναδιοργανωθεί ποτέ- δεν θα έχει τίποτα άλλο να εξάγει εκτός από πολιτισμό. Και ειδικά σινεμά, που “πάει” μόνο του με ελάχιστα χρήματα από το κράτος».

 

Α. Βούλγαρης: «Αν δεν ήταν η κρίση θα είχα κάνει την ταινία που ετοιμάζω τώρα. Αλλά, γενικά, δεν χωρίζω τα πράγματα σε “κρίση” και “μη κρίση”, όσο κι αν επηρεάζομαι συναισθηματικά από όσα συμβαίνουν γύρω μου. Οταν αναρωτιέμαι “να προστατεύσω τον εαυτό μου ή να μπω μέσα στο πρόβλημα και να το ζήσω;” διαλέγω το δεύτερο. Θεωρητικά θα μπορούσα κάπως να την αποφύγω την κρίση, να μη μένω ας πούμε στα Εξάρχεια, όπου τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα και η ψυχολογία μου πέφτει κάτω από το έδαφος. Αλλά με ενδιαφέρει να το ζήσω, να δω πού οδηγεί όλο αυτό το πράγμα».

 

- Δεν νιώθετε και οι δυο σας ότι τα πράγματα είναι ευκολότερα για το ελληνικό σινεμά στο εξωτερικό;

 

Α. Τσαγγάρη: «Το ένιωσα πολύ έντονα στο Φεστιβάλ Βερολίνου με τις έξι ελληνικές ταινίες. Την προηγούμενη φορά που είχα πάει ήμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, γκετοποιημένοι και χωρίς στήριξη. Φέτος ξαφνικά ήρθαν όλοι να δουν, να γράψουν για τις ταινίες μας και μια Ελληνίδα ήταν στην Κριτική Επιτροπή. Ενιωσα δικαιωμένη για τον τρόπο που δουλέψαμε τα τελευταία χρόνια».

 

Α. Βούλγαρης: «Συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Τα παλιά χρόνια, που υπήρχαν και λεφτά για το σινεμά, το ταβάνι ήταν να πάει μια ταινία μας σε ένα κάπως καλό φεστιβάλ και να παιχτεί σε ένα τρίτο, τέταρτο παράλληλο πρόγραμμα. Ή θεωρούσαμε ότι για να πετύχει έξω μια ταινία, πρέπει να είναι ακριβή, μια “Πολίτικη κουζίνα”, ας πούμε. Τώρα οι βεβαιότητες ανατράπηκαν. Τώρα που δεν υπάρχουν λεφτά, κάτι περίεργες, μικρές ταινίες σαν τον “Κυνόδοντα” και το “Attenberg” γίνονται ανάρπαστες. Και οι περισσότερες πια ελληνικές παραγωγές ξεκινάνε βρίσκοντας οικονομική στήριξη στο εξωτερικό. Μια αντίστροφη, δηλαδή, πορεία».

 

- Θα επιμείνω. Μήπως η κρίση τραβάει το ενδιαφέρον και στις ταινίες μας;

 

Α. Τσαγγάρη: «Κι άλλες χώρες έχουν διαλυθεί, αλλά δεν έχουν να δείξουν τέτοιο σινεμά».

 

Α. Βούλγαρης: «Και το Ιράν και η Ρουμανία, που έχουν επίσης προβλήματα, έγιναν διάσημες κινηματογραφικά, αλλά μόνο επειδή το σινεμά τους είναι σπουδαίο. Και είναι πολύ ενδιαφέρον ότι εμείς εδώ, σε αντίθεση με τους Ρουμάνους, που βλέπεις ότι έχουν “σχολή”, γυρνάμε ταινίες με μεγάλο φάσμα. Κι ας μας βγάλανε το παρατσούκλι “weird greek cinema”. Τα κινήματα στο σινεμά είναι συνήθως δημιουργήματα των κριτικών».

 

INFO: Οι προβολές της Τετάρτης είναι βραδινές, του Σαββάτου μεταμεσονύχτιες.

 

Scroll to top