24/11/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Στο σημαιάκι του κόρνερ

Της Βένας Γεωργακοπούλου -Σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους μου, που πάντα σε κρίσιμες περιόδους ένιωθαν την ανάγκη να καταφύγουν στην πνευματική ηγεσία του τόπου και κραύγαζαν «μα πού είναι οι διανοούμενοι; γιατί δεν παίρνουν θέση;», εγώ πάντα κρατούσα μικρό καλάθι. Γιατί ο συγγραφέας, ο πανεπιστημιακός, ο σκηνοθέτης να είναι.
      Pin It

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

-Σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους μου, που πάντα σε κρίσιμες περιόδους ένιωθαν την ανάγκη να καταφύγουν στην πνευματική ηγεσία του τόπου και κραύγαζαν «μα πού είναι οι διανοούμενοι; γιατί δεν παίρνουν θέση;», εγώ πάντα κρατούσα μικρό καλάθι.

 

Γιατί ο συγγραφέας, ο πανεπιστημιακός, ο σκηνοθέτης να είναι σώνει και καλά κάτοχος της αλήθειας, οδηγητής του λαού; Λίγες μπαρούφες έχουμε κατά καιρούς ακούσει από κορυφαίους πνευματικούς ανθρώπους;

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης, για παράδειγμα, εδώ και χρόνια μάλλον διχάζει παρά ενώνει με τις ακραίες δηλώσεις του και τα διάφορα κινήματα και κομματίδια, που επιμένει να ιδρύει παρέα με κάθε καρυδιάς καρύδι. Η θεία μουσική του, μάλιστα. Φτάνει και περισσεύει για να παρηγορεί τα αυτιά και τις ψυχούλες μας μέχρι το τέλος του κόσμου.

 

-Αλλωστε, οι αξίες και οι ευαισθησίες ημών των γυναικών δέχτηκαν τις τελευταίες μέρες απανωτά χαστούκια από κει που δεν το περιμέναμε. Από δυο συγγραφείς που ιδιαίτερα αγαπάμε.

 

Ο Μένης Κουμανταρέας έσβησε μονοκοντυλιά τον αποτροπιασμό κάθε πολιτισμένης κοινωνίας (μην πάμε σε Πακιστάν και Αφγανιστάν) για τη βία εναντίον των γυναικών, επαναλαμβάνοντας το φαλλοκρατικό ανεκδοτάκι του συρμού ότι κατά βάθος μπορεί και να την γουστάρουμε.

 

Ο Πέτρος Τατσόπουλος με τη σειρά του κατέβασε τα παντελόνια του, σαν άλλος Μεϊμαράκης, για να βάλει στη θέση τους τους χρυσαυγίτες που τον αποκαλούν «αδελφή».

 

Πέραν του ότι δεν περίμενα να φέρει τόσο βαρέως, νέος άνθρωπος, την αμφισβήτηση του ανδρισμού του, το γεγονός ότι για να την άρει χρησιμοποίησε τις γυναίκες σαν απλά νούμερα, σαν χαρακιές στον τοίχο της κρεβατοκάμαράς του, με έκανε έξαλλη.

 

Φαντάζομαι και τη μισή Αθήνα, που γεύτηκε, όπως κομπάζει, τις χάρες του. «Συνιστώσα της βαρβατίλας», έγραψε φίλη μου στο facebook. Πνευματικός και πολιτικός κόσμος της βαρβατίλας, συμπληρώνω εγώ.

 

-Και τον λατρεμένο μου Φίλιπ Ροθ, θα μου πείτε, μισογύνη τον έλεγαν οι φεμινίστριες, επειδή δεν φρόντιζε να εξωραΐζει τα πορτρέτα των γυναικών που παρήλαυναν από τις σελίδες του. Αλλου τύπου μισαλλοδοξία αυτή, που άφησε αλώβητο το μεγάλο έργο του, που τώρα πια μπορούμε, δυστυχώς, να ξεχωρίσουμε σε δικό του ράφι στη βιβλιοθήκη μας, αφού πάει, ολοκληρώθηκε.

 

Κρατάμε, πάντως, κενή μια θέση για τη βιογραφία που συγγράφει με τις οδηγίες του ο τυχερός Μπλέικ Μπέιλι. Και πολύ με συγκινεί που αυτές τις μέρες του αποχωρισμού μας από τον Ροθ μπορούμε, εδώ στην Ελλάδα, να διαβάζουμε ένα παλιότερο βιβλίο του, την «Πατρική κληρονομιά» του 1993 (εκδόσεις Πόλις).

 

Σ’ αυτό ο συγγραφέας παραστέκεται στις τελευταίες μέρες του πατέρα του, που πεθαίνει από όγκο στον εγκέφαλο. Πόσο με στενοχωρεί ότι ο ίδιος δεν έκανε ποτέ παιδί.

 

ΥΓ. Η παραπάνω φωτογραφία από τη χωματερή του Αριστοτελείου αφιερώνεται στην εκπαιδευτική και φοιτητική της κοινότητα, που σήκωσαν τα χέρια ψηλά και ζουν σαν τα ποντίκια. Φανταστείτε να τους αναθέταμε και κανένα σπουδαιότερο έργο.

Scroll to top