YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Του Γιώργου Σταματόπουλου
Ο,τι συνέβη στην Κύπρο είναι ανήθικο, ιταμό, αντιευρωπαϊκό, αντιδημοκρατικό. Αυτό, όμως, δεν χάλασε τη διάθεση των δημοσιογράφων, που εμφανίστηκαν στα παράθυρα του καρναβαλικού τριημέρου. Πριν απ' αυτό, έχει γούστο να δούμε πώς αποκαλεί τους εν λόγω δημοσιογράφους η λαϊκή ειρωνεία, το λαϊκό χιούμορ.
«Είδες την εκπομπή;» με ρωτάνε. Εννοούν Σάββατο πρωί, Κυριακή πρωί, Δευτέρα πρωί. Πώς να πεις ότι είναι πολύ πρωί για σένα; «Οχι -λέω- ποια εκπομπή;». «Αυτή με τους δύο συναδέλφους σου – πώς ακριβώς τους λένε; Αυτή, μωρέ, με τον Καμπουρέα και τον Οικονομάκη» λένε φυσικά. «Οχι», απαντώ κι εγώ φυσικά. «Ούτε την άλλη είδες;». «Επιτέλους, όχι. Ποια άλλη;». «Ελα καλέ, αυτή με τον Αναγνωστόπουλο και τον Χασαπάκη»…
Οντως, έχει γούστο. Ξέρουν ότι είναι εθισμένοι με την τηλεόραση, ότι σχεδόν εξαρτώνται από τη «φιλοσοφία» της, έχουν εντούτοις το κουράγιο και το σθένος να προχωρήσουν σε αυτοκριτική. Διότι αυτοκριτική είναι η ειρωνεία τους, ο αναγραμματισμός των επωνύμων των «αγαπημένων» τους δημοσιογράφων, οι οποίοι, βεβαίως, ζουν στον κόσμο τους, μεθυσμένοι από την αίγλη της αναγνώρισης (και των οικονομικών απολαβών τους, υποθέτω…). Οι ίδιοι δεν διστάζουν να αποδεχτούν τον διαχωρισμό τους από την πλέμπα της δημοσιογραφίας. Εις εξ αυτών το δήλωσε καθαρά. Θέλοντας να φέρει παράδειγμα τον απλό εργαζόμενο αναφέρθηκε στον απλό δημοσιογράφο. «Ξέρετε, απλούς δημοσιογράφους εννοώ, όχι μεγαλοδημοσιογράφους» (!), σαν εμάς, έπρεπε να συμπληρώσει, αν και ήταν ολοφάνερο ότι αυτό εννοούσε.
Κάποιος άλλος, κι ενώ ο κόσμος καιγόταν από τον βιασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, διέκοψε τους καλεσμένους του ως εξής: «Αφήστε τα αυτά, εγώ θέλω να σας κάνω μια κρίσιμη (sic) ερώτηση. Σας αρέσει ο χαλβάς;». «Βεβαίως», απάντησαν με μια φωνή οι παρευρισκόμενοι χαλβάδες, συγγνώμη, καλεσμένοι. Είναι αλήθεια ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε σ' αυτούς τους προσκεκλημένους των καναλιών μεγάλο σθένος, μεγάλη ψυχική δύναμη. Διότι, πώς αλλιώς θα αντιμετωπίσουν τα θηρία της δημοσιογραφίας που έχουν απέναντί τους και τα οποία θηρία τούς βομβαρδίζουν με τις πιο κριτικές, τις πιο κρίσιμες, τις πιο ενοχλητικές ερωτήσεις;
Δεν είναι εύκολο πράγμα η παρουσία των πολιτικών στις εκπομπές λόγου. Πρώτον, πρέπει να ξέρουν το Σύνταγμα, δεύτερον να έχουν διαβάσει τα μνημόνια (διότι, πώς τα ψήφισαν;), τρίτον, να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα (καλά τώρα), τέταρτον, να είναι ευγενείς με τους απέναντί τους, να μην τους διακόπτουν άνευ λόγου, να μην μιλάνε ακατάπαυστα και ακατάληπτα (ξεχειλίζουν οι άνθρωποι από ευγένεια) και, πέμπτον, να αναγνωρίσουν μια, έστω, φορά τα πολιτικά τους λάθη. Τέλος πάντων. Δεν έχει νόημα, απλώς η επικοινωνία όσο πάει και απισχναίνεται, εξευτελίζεται, όπως όλη η ζωή μας. Πολλοί στενοχωρούνται από την εξέλιξη αυτή, αλλά δεν φαίνονται διατεθειμένοι και να κάνουν κάτι ώστε να σταματήσει ο κατήφορος.