Του Πόρολφουρ Ματίασον*
Της Σίγκρουν Ντάβιντσντοτιρ**
Παρ’ ότι δεν είχαν παράδοση στη διεθνή τραπεζική, η Κύπρος και η Ισλανδία προσπάθησαν να γίνουν διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα -και αμφότερες απέτυχαν οικτρά.
Από το 2003, ο πρόσφατα ιδιωτικοποιημένος ισλανδικός χρηματοπιστωτικός τομέας άρχισε να μεγαλώνει με αλματώδεις ρυθμούς. Τον Οκτώβριο του 2008, όταν οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες -η Kaupthing, η Landsbanki και η Glitnir- κατέρρευσαν, το συνολικό μέγεθος του τομέα είχε ανέλθει στο οκταπλάσιο του ετήσιου ΑΕΠ του νησιού. Οι πρόσφατα ιδιωτικοποιημένες τράπεζες κληρονόμησαν την πιστοληπτική διαβάθμιση των ΑΑΑ του ισλανδικού κράτους. Με αυτόν τον τρόπο, οι ισλανδικές τράπεζες είχαν πρόσβαση σε φτηνή και βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση -και πάνω σε αυτό βάσισαν το τραπεζικό τους μοντέλο.
Συμπτωματικά, οι μεγαλομέτοχοι των τριών τραπεζών και οι επιχειρηματικοί τους συνεταίροι ήταν συγχρόνως και οι μεγαλύτεροι πελάτες των ίδιων τραπεζών. Αγόρασαν φαρμακευτικές εταιρείες, εταιρείες λιανικής πώλησης και τηλεπικοινωνιών, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ανατολική Ευρώπη. Οι τραπεζικές υποχρεώσεις τους αποτελούνταν από βραχυπρόθεσμα ευρωπαϊκά ομόλογα, καταθέσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο και την ηπειρωτική Ευρώπη και τα περιουσιακά τους στοιχεία ήταν δάνεια μακράς αποπληρωμής προς Ισλανδούς και ξένους επενδυτές υψηλού ρίσκου.
Η ανθεκτικότητα του μοντέλου τέθηκε σε δοκιμασία το 2006. Οταν οι ξένοι δανειστές άρχισαν να αναλύουν το ισλανδικό σύστημα, οι τράπεζες έχασαν την πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Μόνο μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια από την ισλανδική κυβέρνηση και τις ίδιες τις τράπεζες απέτρεψε την κατάρρευση. Σαν θεραπεία, οι τράπεζες ίδρυσαν διαδικτυακές τράπεζες με υψηλά επιτόκια στο εξωτερικό.
Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στις αρχές του 2008 έπληξε σοβαρά τις ισλανδικές τράπεζες, αλλά το γεγονός ότι οι είχαν επιβιώσει από την κρίση του 2006 έκανε τους περισσότερους από τους πολιτικούς και τους τραπεζίτες υπεραισιόδοξους και αυτάρεσκους. Η Ισλανδία έχει το δικό της νόμισμα και την Ισλανδική Κεντρική Τράπεζα (CBI), η οποία μπορεί να τυπώσει κορόνα και να δράσει ως δανειστής έσχατης ανάγκης, αλλά οι τράπεζες είχαν ανάγκη από έκτακτη χρηματοδότηση σε δολάρια, ευρώ και γεν.
Απεγνωσμένα, αλλά χωρίς επιτυχία, η CBI αναζήτησε swaps (συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων), διευθετήσεις με κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη, την Αμερική, ακόμα και τη Ρωσία. Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers όλος ο δανεισμός προς τις ισλανδικές τράπεζες στέρεψε. Τον Οκτώβριο του 2008, μόνο δύο επιλογές διαφαίνονταν στον ορίζοντα: να σώσουν τις τράπεζες ή να τις αφήσουν να χρεοκοπήσουν. Αλλά η κυβέρνηση βρήκε έναν τρίτο τρόπο.
Με την υποστήριξη δημόσιου χρήματος, εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις μεταφέρθηκαν σε καινούργιους φορείς, ενώ δραστηριότητες και περιουσιακά στοιχεία του εξωτερικού πέρασαν από εκκαθάριση. Η κορόνα έχασε το μισό της αξίας της. Φοβούμενη περαιτέρω υποτίμηση η κυβέρνηση επέβαλε περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων.
Συνολικά, το κόστος της κατάρρευσης στους Ισλανδούς φορολογούμενους ανέρχεται στο 20-25% του ΑΕΠ. Μετρώντας τις απώλειες σε ευρώ, οι Ισλανδοί καταθέτες που κρατούσαν τα χρήματά τους σε κορόνες στην Ισλανδία, έχασαν 40–50%. Οι απώλειές τους, όμως, χωλαίνουν μπροστά στο γεγονός ότι οι ξένοι επενδυτές που αγόρασαν ισλανδικά ομόλογα κατά τη διάρκεια της «ένδοξης ανάπτυξης» έχασαν γύρω στις πέντε με έξι φορές το ΑΕΠ της Ισλανδίας.
Εκτός από ένα αποτυχημένο τραπεζικό μοντέλο, ένας ειδικός εισαγγελέας, ο οποίος ερευνά τις τράπεζες, αποκαλύπτει σιγά σιγά σοβαρές και ευρέος φάσματος εγκληματικές δραστηριότητες μέσα στις τράπεζες.
Στρέφοντας την προσοχή μας «από τον πάγο στον ήλιο», υπάρχουν χτυπητές ομοιότητες μεταξύ της Κύπρου και της Ισλανδίας. Οι ισολογισμοί των εκτεθειμένων κυπριακών τραπεζών μπορεί να διαφέρουν από τους ισολογισμούς των προ κατάρρευσης ισλανδικών τραπεζών, αλλά όπως και στην Ισλανδία το μέγεθός τους είναι οκταπλάσιο του ΑΕΠ. Παρόμοια, προσφέροντας υψηλά επιτόκια -αν και εντός του ευρώ- οι κυπριακές τράπεζες προσέλκυσαν ζεστό και τυχοδιωκτικό χρήμα.
Αλλά ενώ η Ισλανδία απέτυχε να καταστήσει εαυτόν ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο με χαμηλούς φόρους και υπεράκτιο (offshore) καθεστώς, η Κύπρος πέτυχε να κάνει ακριβώς αυτό. Οι κυπριακές τράπεζες επένδυσαν τα αποθεματικά τους σε δάνεια και τίτλους υψηλής απόδοσης και υψηλού ρίσκου, μεταξύ άλλων στα περιβόητα ελληνικά κρατικά ομόλογα, ενώ οι αντίστοιχες ισλανδικές χρησιμοποίησαν πιο ασφαλείς μεθόδους για παρόμοιες επενδύσεις.
Το κυπριακό τραπεζικό μοντέλο δείχνει τώρα να συναντά προκλήσεις συναφείς με αυτές που συνάντησαν οι ισλανδικές τράπεζες τον Οκτώβριο του 2008. Οι δύο κυριότερες τράπεζες δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις της Βασιλείας και επιβιώνουν χάρη στην έκτακτη παροχή ρευστότητας από μια εμφανώς ανήσυχη ΕΚΤ, η οποία ίσως θα έπρεπε να είχε αμφισβητήσει το κυπριακό τραπεζικό μοντέλο νωρίτερα.
Η ανάλυση των ισολογισμών αποκαλύπτει δύο επιλογές για τις περισσότερο προβληματικές κυπριακές τράπεζες: ή ανταλλαγή καταθέσεων για μετοχές, όπως προτάθηκε από την Ε.Ε., ή χρεοκοπία. Υπάρχει τρίτος δρόμος όπως στην Ισλανδία; Σε αυτό το σημείο η κατάρα ενός χρηματοπιστωτικού κέντρου χτυπάει την Κύπρο. Η Ισλανδία μπόρεσε να σωθεί αφήνοντας τις εξωτερικές της δραστηριότητες να καταρρεύσουν, ενώ δεν υπάρχει αντίστοιχο χάσμα εσωτερικού-εξωτερικού για την περίπτωση της Κύπρου. Οι ομοιότητες με την Ισλανδία σταματούν σε αυτό το σημείο. Η σύγκριση με την περίπτωση της Ισλανδίας δεν είναι ικανή να εμπνεύσει μια λύση για τις κυπριακές τράπεζες.
………………………………………………………………..
*Καθηγητής Οικονομικών, Πανεπιστήμιο Ισλανδίας
**Δημοσιογράφος RUV (ισλανδική εθνική ραδιοφωνική υπηρεσία)