Pin It

Ο Μάριος Ποντίκας επιστρέφει στη σκηνή με ένα από τα κλασικά, παλιά έργα του

 

Από τους κορυφαίους και πολυπαιγμένους θεατρικούς μας συγγραφείς, ο Μ. Ποντίκας βλέπει τους «Θεατές» του, που πρωτοπαίχτηκαν πριν από 35 χρόνια, στα χέρια της νέας και ταλαντούχου σκηνοθέτιδας Κατερίνας Ευαγγελάτου για μια παράσταση στο Εθνικό Θέατρο. «Είμαστε συνένοχοι και σιωπηλοί μάρτυρες των πραγμάτων», λέει. Και συνεχίζει να γράφει σ' αυτές τις «καθόλου γόνιμες για γράψιμο» μέρες «οργής και κατάθλιψης»

 

Της Εφης Μαρίνου  Φωτ.: Μάριος Βαλασόπουλος

 

Σφράγισε με τα έργα του την ιστορία του σύγχρονου νεοελληνικού θεάτρου. Κι ενώ έχουν ήδη εκδοθεί το βιβλίο του «Κουταμάρες (και μια εξυπνάδα)» και το τελευταίο του θεατρικό με τίτλο «Χλιμίντρισμα», η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανεβάζει αύριο στο Εθνικό Θέατρο ένα έργο του που άφησε εποχή: τους «Θεατές». Στο μεταξύ, ο Μάριος Ποντίκας γράφει ένα καινούργιο.

 

Στο δωμάτιο ενός άθλιου ξενοδοχείου, ένας «θεατής» παρακολουθεί από μια τρύπα στον τοίχο του διπλανού δωματίου το δράμα ενός ανάπηρου πρώην ταγματασφαλίτη και της γυναίκας του. Ο άντρας, προκειμένου να αποκτήσει άδεια μικροπωλητή, πρέπει να μάθει παπαγαλία -από κασετόφωνο- τα βασανιστήρια που «υπέστη» από τους κομουνιστές. Πες-πες τα πιστεύει… Αλλά η εξέλιξη θα είναι τρομακτική για τους ενοίκους και των δύο δωματίων.

 

Ο Μάριος Ποντίκας μού έδωσε ραντεβού στις Εκδόσεις Γαβριηλίδης στο Μοναστηράκι. Μανιώδης καπνιστής, με παρέσυρε στο καφέ που λειτουργεί στην καλαίσθητη αυλή. Και μου θύμισε την τελευταία μας συνάντηση.

 

«Σκέφτομαι ότι την προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε ήμουν χαμένος επειδή πέθαινε ο αδελφός μου. Τώρα που σε ξαναβλέπω, πεθαίνει η χώρα μας, αλλά και η Κύπρος. Η διάθεσή μου κυμαίνεται μεταξύ οργής και κατάθλιψης».

 

- Κατάθλιψης;

 

«Ναι, είμαι θύμα κατάθλιψης. Ασθένεια που συνήθως επιβεβαιώνεται όταν νιώθεις αίσθημα ματαιότητας για ό,τι κάνεις εσύ ή οι άλλοι. Ζόρικο πράγμα. Αν το παραδεχτείς, βρίσκεις κάποιους τρόπους αντίδρασης. Το διάβασμα, την επικοινωνία με ανθρώπους που αγαπάς. Οχι, δεν είναι γόνιμη περίοδος για γράψιμο, το βίωμα είναι ισχυρό. Προσπαθώ να το αντιμετωπίσω όσο γίνεται πιο αγωνιστικά. Δυστυχώς το πένθος είναι διάχυτο».

 

- Τι σας θλίβει κυρίως;

 

«Που οι θυσίες όλων μας δεν θα έχουν αποτέλεσμα. Φοβάμαι ότι, προοπτικά, κάθε μέρα θα είναι και χειρότερη. Επρεπε από καιρό να είχαμε πάρει μέτρα σε επίπεδο ατομικό και ως χώρα. Μη με ρωτήσεις τι έπρεπε να κάναμε ή τι να κάνουμε, δεν ξέρω. Ακόμα και η μαζική αντίδραση κινδυνεύει να συναντηθεί με φωνές έξαλλες ή μ’ αυτήν της Χρυσής Αυγής, η οποία έχει πια εγκατασταθεί όχι μόνο κοινοβουλευτικά αλλά και μέσα στον λαό, με ακτιβισμό στις γειτονιές, στους ανήμπορους, δράσεις που δεν είχε ποτέ της η αριστερά. Εχει εκμεταλλευτεί όλες τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος, την αδυναμία για νέα αριστερή πρόταση, τον ανθρώπινο πόνο, την ανέχεια. Υποχρεούμεθα να σεβαστούμε την κοινοβουλευτική της παρουσία, κάθε άλλη σκέψη θα ήταν λάθος. Αλλωστε προηγούνται άλλες πράξεις. Μια αυτοκάθαρση, ας πούμε».

 

- Παλιά το λέγαμε «επανάσταση». Σήμερα αυτή η λέξη που χρησιμοποιείται με θετικό πρόσημο για να προσδιορίσει ριζικές αλλαγές από τις τέχνες μέχρι τη μόδα, σε ό,τι αφορά την κοινωνία έχει γίνει σχεδόν απαγορευμένη… Η προοπτική μιας κοινωνικής επανάστασης δεν είναι ρεαλιστική; Ή μήπως πρόκειται για όρο επικίνδυνα παρεξηγήσιμο;

 

«Και μόνον η προφορά της λέξης “επανάσταση” δημιουργεί τρομερές παρεξηγήσεις. Δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο στην ελληνική κοινωνία. Είναι εύκολο να την ονοματίζουμε, αλλά η πραγμάτωσή της απαιτεί συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις. Δεν είναι λίγα αυτά που πρέπει να θυσιαστούν στο όνομά της. Οι σημερινές πολιτικοοικονομικές συνθήκες διαφέρουν και το αίσθημα της επιβίωσης είναι πολύ ισχυρό. Οι συνταξιούχοι έβαλαν πλάτη πρώτα με περικοπές της τάξεως των τριάντα ευρώ, ύστερα των εκατό ευρώ και τελικά συμβιβάστηκαν με συντάξεις πείνας. Δεν θέλω να χρησιμοποιώ όρους που ίσως είναι κενού περιεχομένου. Πάντως δεν μπορούμε να είμαστε εξακολουθητικά θεατές».

 

- Θεωρείστε από τους σημαντικότερους εκφραστές του μεταπολιτευτικού ρεαλιστικού νεοελληνικού θεάτρου. Τα τελευταία σας έργα όμως αποκλίνουν από αυτό που λέμε ρεαλισμό.

 

«Είναι προς συζήτηση το τι σημαίνει ρεαλισμός. Είναι η απόπειρα να αντιγράφεις την πραγματικότητα; Ομως αυτή δεν είναι μία, αλλά πολλές. Εγώ, κυρίως στα όψιμα έργα μου, χρησιμοποιώ τη μια ή την άλλη όψη της. Δεν με ενδιαφέρει η καταγραφή της πραγματικότητας. Αλλωστε δεν ανήκω σε κείνους που κινούνται σ’ αυτό που λέμε πιάτσα, ώστε να παρατηρώ και να μεταφέρω εικόνες, διαλόγους κ.λπ. Επί καιρό πολύ μένουμε θεατές των πραγμάτων. Πριν από τέσσερα χρόνια, ξόδεψα τις τελευταίες αποταμιεύσεις για ένα ταξίδι στο Βερολίνο. Ηθελα να ψάξω από κοντά το θέμα του επόμενου έργου μου, την ανοχή μας στον ναζισμό. Γράφω και σχίζω σελίδες, ακόμα και το έργο μισοτελειωμένο. Τώρα έχω καταλήξει κάπου. Επισκέφτηκα τον χώρο όπου βρισκόταν παλιά η Γκεστάπο, σημερινό Μουσείο, όπου αναβιώνει όλη η τοπιογραφία του τρόμου. Ανάμεσα στα εκθέματα ήταν η φωτογραφία που δείχνει εκατοντάδες εργάτες να χαιρετούν ναζιστικά τον Χίτλερ. Μόνος ένας δεν χαιρετά και η άκαμπτη στάση του, με τα χέρια δεμένα στο στήθος, είναι τόσο ξεχωριστή, τόσο “φλύαρη” που με καθήλωσε».

 

- Αμέτοχοι «Θεατές» πριν από σαράντα χρόνια, αλλά και σήμερα;

 

«Ο Θεατής του έργου είδε, αλλά αποστασιοποιήθηκε, έγινε παρατηρητής εκ του μακρόθεν. Συνόψισε μετά το νόημα της ζωής στο “Κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό”… Αυτό που αντίκρισε αθέατος, έπρεπε να είχε μεταβάλλει τον κόσμο μέσα του. Κι όμως περιέγραψε τη τρομακτική σκηνή στη γυναίκα του σαν να την είχε δει στην τηλεόραση. Με την ανοχή του αμέτοχου. Σήμερα για πόσα πράγματα δεν είμαστε σιωπηλοί μάρτυρες, δηλαδή συνένοχοι; Το “σύνδρομο του Αουσβιτς” λειτουργεί. Εξαιρούμε εαυτούς από το κακό, έτσι όπως οι Εβραίοι δεν ήθελαν να ξέρουν που πηγαίνουν τα τρένα».

 

- Τι σημαίνει πολιτικό θέατρο;

 

«Το θέατρο πρέπει να πυροδοτεί πολιτική σκέψη με την αριστοτελική έννοια. Δεν εννοώ να αποτυπώνει γεγονότα, θέσεις. Απ' την άλλη, όσο με στενοχωρεί η ανάγκη του κόσμου για γέλιο τόσο την κατανοώ ως δικαίωμα αντίδρασης μέσα στον ζόφο. Στην τέχνη, είτε εκφραζόμαστε με ρεαλισμό, είτε με performances, είτε με ποιητικό ή μεταμοντέρνο θέατρο, που όμως υποστηρίζει τον ορισμό του, πρέπει να είμαστε σοβαροί».

 

- Στη γενιά σας κληροδοτήθηκε προς θεατρική αξιοποίηση ένα πλούσιο υλικό από τη Μεταπολίτευση και μετά. Οταν στράγγιξε αυτή η δεξαμενή, το σύγχρονο ελληνικό έργο πιστεύετε ότι βρήκε νέο βηματισμό;

 

«Δουλεύαμε κάπως επαναπαυμένοι. Ηταν μια συγκυρία, που βοήθησε αλλά ίσως και να μας βάλτωσε. Φοβάμαι ότι υπάρχει σύγχυση γύρω από το τι είναι το πολιτικό θέατρο. Οχι στον ορισμό του, αλλά στο πώς γράφεις. Οι περισσότεροι νέοι συγγραφείς είναι αμήχανοι, σαστισμένοι. Στρέφονται μονομερώς στο θέμα που κραυγάζει, την κρίση, την πολιτική επικαιρότητα. Αλλά το θέατρο θέλει γερή περισυλλογή. Δεν είμαστε στην εποχή της δικτατορίας ούτε στη Μεταπολίτευση. Ο εχθρός έχει πολλά κέντρα. Χρειάζονται άλλες θεατρικές συνθέσεις στο θέμα της γραφής και της παράστασης».

 

- Από τι πάσχει το σύγχρονο θέατρο;

 

«Από παιδισμό. Κατακτούμε μια θέση στο στερέωμα και την υπερασπιζόμαστε τόσο στη θεατρική της μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Προσωπικά αμφιβάλλω πολύ για όσα γράφω. Αναρωτιέμαι και για τα σίγουρα. Γι' αυτό επιστέφω συνεχώς στη μελέτη των κλασικών. Ούτε είμαι φανατικός οπαδός κάποιου ρεύματος. Μου αρκεί να το υπερασπίζεται καλλιτεχνικά ο δημιουργός και ο θεατής να φεύγει με μια συγκίνηση που θα του φέρει σκέψη. Κατηγορώ τις απομιμήσεις, τις πατέντες. Είχαμε στη γενιά μου αντιγραφείς του Καμπανέλλη, της Αναγνωστάκη. Αυτό είναι οπισθοδρόμηση, όπως και η ξενομανία. Υπάρχει εξήγηση. Είμαστε αδύναμοι πολιτισμικά και πολιτικά. Το “έξω” είναι εντυπωσιακό αλλά ώσπου να το αφομοιώσουμε και να γεννήσουμε το δικό μας, δημιουργούμε κακέκτυπα. Πάντως υπάρχουν άξιοι νέοι συγγραφείς. Ξεχωρίζω τον Δημήτρη Κορδάτο».

 

- Ικανοποιημένος από το ανέβασμα των «Θεατών» στο Εθνικό Θέατρο;

 

«Η Κατερίνα είναι εξαιρετικά ταλαντούχο άτομο και πολύ διαβασμένη. Αλλά δεν με αφήνει να πάω σε πρόβα… Κι αυτό ομολογώ είναι ένας πόνος μου. Η πρόβα είναι ένα δημιουργικό εργαστήρι για όλους. Αυτόν τον αποκλεισμό, δικαίωμα που σέβομαι στον σκηνοθέτη, δεν τον καταλαβαίνω».

 

- Και πώς θα αντιστεκόσασταν στην πρόκληση αυθόρμητων παρεμβολών;

 

«Με όρους… Δεν διακόπτεις, δεν θορυβείς, αλλιώς αποβάλλεσαι. Πάντως θα ήταν ιδανικό αν μπορούσες εκεί, επί τόπου, να κάνεις ακόμα και στο κείμενο αλλαγές…»

 

[email protected]

 

………………………………………………..

 

INFO: Εθνικό Θέατρο/Κεντρική Σκηνή (Αγ. Κωνσταντίνου 22-24. Τηλ.: 210-5288170-171). Σκηνικά –κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου. Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος. Παίζουν: Στεφανία Γουλιώτη, Νικόλας Παπαγιάννης, Αλκηστις Πουλοπούλου, Νίκος Ψαράς.

 

Scroll to top