Το πραγματικό ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η μετάλλαξη της Ενωσης έχει ήδη φτάσει στο σημείο της μη επιστροφής, το οποίο διαγράφει ίσως και το τέλος του ευρωπαϊκού ενωσιακού εγχειρήματος ή τουλάχιστον το τέλος της συμπολιτειακής του λογικής
Η συγκέντρωση κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τη βιομηχανική της δύναμη και δυναμική, επιτρέπει στη Γερμανία να ηγεμονεύει στην Ευρώπη και να σταθεροποιείται ως ο τρίτος καθοριστικός παίκτης απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας
Του Δημήτρη Χαραλάμπη*
Η επιβολή της ακραίας εκδοχής της αγοράς στην Ευρώπη αναδεικνύει τη Γερμανία σε απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού.
Οι «διασώσεις» του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και η διάλυση των φορολογικών παραδείσων στο πλαίσιο της Νομισματικής Ενωσης, ήπια αρχικά με την Ιρλανδία και ωμά πλέον στην Κύπρο (θα ακολουθήσουν η Μάλτα και ίσως ακόμη και το Λουξεμβούργο; – φόβο που διατύπωσε ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας), κατευθύνουν λογικά τη ροή των κεφαλαίων της περιφέρειας προς το γερμανικό κέντρο, των κεφαλαίων τουλάχιστον που δεν κατευθύνονται εκτός ΟΝΕ.
Η εκμηδένιση της επενδυτικής δραστηριότητας στον Νότο, λόγω της καταβαράθρωσης των ΑΕΠ των χωρών αυτών, και η διάχυτη ανασφάλεια κατευθύνουν τα κεφάλαια στον ασφαλή χώρο των γερμανικών ομολόγων και των γερμανικών τραπεζών. Το αποτέλεσμα είναι η εκμηδένιση του κόστους δανεισμού της Γερμανίας και η πραγματική διάσωση των γερμανικών τραπεζών, λόγω της αύξησης της ρευστότητας και των αποθεματικών, που θωρακίζει την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας.
Συγχρόνως, η κρίση του Νότου διατηρεί την αξία του ευρώ απέναντι στα άλλα νομίσματα σε επίπεδα συμφέροντα για τις γερμανικές εξαγωγές, κυρίως προς τις ΗΠΑ και την Κίνα. Δηλαδή σε επίπεδα αρκετά υψηλά ώστε να αυξάνονται ή να διατηρούνται τα κέρδη των εξαγωγικών επιχειρήσεων (και η φοροεισπρακτική δυναμική του γερμανικού Δημοσίου), ενώ η ισχύς του νομίσματος επιτρέπει κερδοφόρες επενδύσεις στο εξωτερικό.
Η συγκέντρωση αυτή των κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τη βιομηχανική της δύναμη και δυναμική, επιτρέπει στη Γερμανία να ηγεμονεύει στην Ευρώπη και να σταθεροποιείται ως ο τρίτος καθοριστικός παίκτης απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Γι’ αυτό η Γερμανία χρειάζεται την Ευρώπη – ή τουλάχιστον αντελήφθη γρήγορα ότι την χρειάζεται ξεπερνώντας την αρχική σπασμωδική διστακτικότητα. Την χρειάζεται όμως υπό τους συγκεκριμένους όρους αναπαραγωγής και εμβάθυνσης της εσωτερικής ασυμμετρίας στην ευρωζώνη. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση της κ. Μέρκελ, στο πλαίσιο της επανεθνικοποίησης της γερμανικής ευρωπαϊκής πολιτικής, ακολουθεί αυτήν την τιμωρητική πολιτική θεμελίωσης της γερμανικής ηγεμονίας, μέσω της επιβολής της λιτότητας, ήτοι της κοινωνικής ανισότητας και της οικονομικής ασυμμετρίας, ως της μόνης ανταγωνιστικής προοπτικής της Ευρώπης. Είναι η ευρωπαϊκή διάσταση της «προσαρμοσμένης στην αγορά δημοκρατίας» που αποτελεί, σύμφωνα με την ίδια την κ. Μέρκελ, την αναγκαία σύγχρονη μορφή δημοκρατίας.
Η επιστροφή στο μάρκο, ή η διαμόρφωση μιας μικρής ευρωζώνης των πλουσίων, αποτελούμενης από τη Γερμανία και τους βορειοευρωπαϊκούς δορυφόρους της, θα εκτίνασσε την αξία του νέου νομίσματος στα ύψη και θα κατέστρεφε την εξαγωγική βιομηχανία της Γερμανίας, το θεμέλιο της οικονομικής της δύναμης.
Μήτρα αυτής της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης αποτέλεσε η αντικεϊνσιανή λογική της συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία πλέον πραγματώνεται ουσιαστικά βάσει διακρατικών συμφωνιών που αναιρούν ή περιθωριοποιούν τη θεσμική αρχιτεκτονική της Ε.Ε., είτε πρόκειται για τη «δημοσιονομική ένωση» είτε πρόκειται για τις «διασωστικές» συμφωνίες.
Στο πλαίσιο αυτό η μόνη χώρα που φαίνεται να έχει δικαίωμα στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών είναι η Γερμανία (ψηφοφορίες στο Κοινοβούλιο, αναμονή των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου κ.λπ.), ενώ συγχρόνως η Agenda 2010 και οι επιπτώσεις της έχουν ήδη θεμελιώσει –και ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα– την εσωτερική προσαρμογή της δημοκρατίας στην αγορά, μέσω της καλπάζουσας ανισότητας που χαρακτηρίζει πλέον και τη γερμανική κοινωνία.
Οι «υπό διάσωση» χώρες-δανειολήπτες έχουν απεμπολήσει αυτό το δικαίωμα, διότι, στο πλαίσιο αυτού του γερμανικού ανασχεδιασμού του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, η εκβιαστική πίεση του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων καθιστούν κάθε απόφαση που αντιτίθεται στον μονόδρομο της λιτότητας άνευ αντικειμένου και άνευ αποτελέσματος. Ή θεωρείται ότι οι αντιδράσεις αυτές αποτελούν σπασμωδικές κινήσεις προφανούς γελοιότητας, αφού οδηγούν στην εκλογή κλόουν, όπως δήλωσε ο υποψήφιος καγκελάριος του SPD, Στάινμπρουκ. Πράγμα που μπορεί και να ισχύει, αλλά δεν εξηγεί γιατί η απελπισία οδηγεί σε τέτοια εκλογικά αποτελέσματα.
Αυτή η ηγεμονική και ιδιότυπη αναδιανομή του δικαιώματος στη δημοκρατία (στον συνδικαλισμό, στην αυτονομία και ισχύ των συμβάσεων εργασίας κ.λπ.) γίνεται πασιφανής και από το γεγονός ότι όλοι αναγνωρίζουν ότι η πορεία της Ενωσης θα εξαρτηθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2013, έστω και αν οι προοπτικές αλλαγής παραδείγματος είναι μάλλον περιορισμένες. Η καγκελάριος θα παραμείνει ασφαλώς η ίδια -η προσαρμοστικότητά της άλλωστε (ως προς την εσωτερική πολιτική) είναι εκπληκτική-, αλλά αν η πιθανότατη αλλαγή του συνασπισμού στην κυβερνητική εξουσία θα έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι τουλάχιστον αβέβαιο.
Υπό το πρίσμα της κατασκευής της πραγματικότητας από το παράδειγμα της ακραίας εκδοχής της αγοράς, η συγκέντρωση των κεφαλαίων στη γερμανική οικονομία, τυπικά μη επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, παρουσιάζεται ως η μόνη ορθολογική και πραγματιστική προοπτική, αφού και οι ίδιοι οι τιμωρούμενοι για τις ατασθαλίες τους αποδέχονται τις ευθύνες τους (χωρίς βέβαια οι δανειστές να αποδέχονται τις δικές τους).
Τελικά, υπό τις συνθήκες του εύκολου, πλασματικού και αντιπαραγωγικού πλουτισμού διά του δανεισμού, οι εκπληκτικά ανίκανες, στην πλειονότητά τους, πολιτικές τάξεις του Νότου δεν συνειδητοποίησαν τη γιγάντωση της ενδοευρωπαϊκής ασυμμετρίας και τις λογικές συνέπειες που θα είχε αυτή, την επιβολή δηλαδή των όρων της πλεονασματικής έναντι των ελλειμματικών οικονομιών, που έγινε πλεονασματική γιατί οι άλλες έγιναν ελλειμματικές.
Για τη Γερμανία, ή τουλάχιστον για τα κοινωνικά στρώματα που θεωρούν ότι επωφελούνται από τη σημερινή κατάσταση, όπως τονίζει έμμεσα ή άμεσα ακόμα και ο θεωρούμενος προοδευτικός και πολιτικά φιλελεύθερος Τύπος (Die Zeit, Der Spiegel), η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι η καλύτερη της ιστορίας της και η καγκελάριος το πετυχημένο πολιτικό πρόσωπο της Επανένωσης. Η Σοσιαλδημοκρατία και οι Πράσινοι κάτι ψελλίζουν αλλά δεν τολμούν να αντικρούσουν την απόλυτη υπεροχή και πλειοψηφική αποδοχή της πολιτικής της καγκελαρίου, που αναδεικνύουν όλες οι δημοσκοπήσεις στη Γερμανία.
Πόσο θα αντέξει αυτό το μοντέλο είναι άγνωστο. Το πραγματικό ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η μετάλλαξη της Ενωσης έχει ήδη φτάσει στο σημείο της μη επιστροφής, το οποίο διαγράφει ίσως και το τέλος του ευρωπαϊκού ενωσιακού εγχειρήματος, ή τουλάχιστον το τέλος της συμπολιτειακής του λογικής.
…………………………………………………………………………
*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών