30/03/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μιλώντας στη… δημοτική

      Pin It

ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ

 

Ελένη Χαλκούση: η ηθοποιός του «Σαβουάρ βιβρ»

 

Tου Δημήτρη Γκιώνη

 

Μια κυρία μπαίνει σ’ ένα ασανσέρ και στριμώχνεται μαζί με άλλους. «Σας παρακαλώ, μη με πιέζετε τόσο – θα με σκάσετε!», λέει σε κάποιον. «Κυρά μου, όπου να ’ναι βγαίνουμε – μπα σε καλό σου!», αντιδρά αυτός. «Και, σας παρακαλώ, να μου μιλάτε, όπως κι εγώ, στον πληθυντικό», του παρατηρεί. «Εμένα μου αρέσει να μιλάω στη δημοτική!», ανταπαντάει.

 

Ηταν ένας από τους λόγους που έκαναν την Ελένη Χαλκούση (δική της η εικόνα) να γράψει ένα «Σαβουάρ βιβρ», έναν οδηγό καλής συμπεριφοράς, που κυκλοφόρησε το 1960 (κι επανεκδόθη αρκετές φορές). Ηταν η εποχή που στα λεωφορεία, δίπλα στην επιγραφή «Απαγορεύεται το καπνίζειν», υπήρχε και η… «Απαγορεύεται το πτύειν».

 

«Η απουσία αγωγής του Ελληνα είναι από τις βασικότερες κακοδαιμονίες του – από εκεί πηγάζουν όλα τα δεινά», έλεγε η Χαλκούση, σε κουβέντα που είχαμε τον Ιούλιο του 1979 για την τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο».

 

«Θεατρίνα»!

 

Κόρη ευκατάστατης οικογένειας η ίδια, γεννήθηκε το 1901 (και πέθανε στις 28 Μαρτίου 1993 –πριν από 20 χρόνια– εξ ου και η παρούσα μνεία), στο Μακρυχώρι Προποντίδας, κοντά στην Πόλη, όταν ο Ελληνισμός είχε εκεί έντονη παρουσία σε όλα τα επίπεδα. Εκανε λαμπρές σπουδές: αρχικά στο «Ζάππειο Παρθεναγωγείο» (το «Αρσάκειο» της Κωνσταντινούπολης) και στη συνέχεια αισθητική, λογοτεχνία και θέατρο στο Παρίσι. Και από γλώσσες: ελληνικά, γαλλικά, τουρκικά. Είχε, άρα, όλες τις προϋποθέσεις να διαπρέψει (και όντως διέπρεψε) σε πολλούς τομείς: θέατρο κυρίως (ηθοποιός και θιασάρχης), συγγραφέας, μεταφράστρια, χρονογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά, καθηγήτρια στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

 

«Πολλοί φαντάζονται ότι πίσω από το ταξίδι εκείνο κρυβόταν μια οικογενειακή τραγωδία, ότι επρόκειτο για οικογενειακό δράμα, αφού ήταν αδιανόητο, λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ν’ αφήσουν το κορίτσι τους να πάει στο Παρίσι για να γίνει «θεατρίνα»!», γράφει στο βιβλίο της «Το θεατρικό ημερολόγιο της Ελένης Χαλκούση» (εκδ. «Κάκτος», 1981).

 

Τίποτα ωστόσο τέτοιο δεν είχε συμβεί. Οι γονείς έδειξαν κατανόηση, και όχι μόνο την άφησαν να πάει στο Παρίσι, αλλά και, μετά το πέρας των σπουδών της, να εγκατασταθεί (1925) στην Αθήνα, όπου η κυρίως θεατρική εποχή ήταν η θερινή, «τότε που οι θίασοί μας επέστρεφαν από τις χειμερινές τους περιοδείες στα μεγάλα κέντρα του έξω Ελληνισμού: Πόλη, Σμύρνη, Αίγυπτο, Ρωσία, Ρουμανία. Φορτωμένοι με χρήματα, δώρα και δόξα, έρχονταν να εγκαινιάσουν το Πάσχα την επίσημη θεατρική σεζόν της Αθήνας», γράφει στο ίδιο βιβλίο. Και στη συνέχεια:

 

«Στις θερινές μάντρες δίνονταν οι επίσημες πρεμιέρες της Κυβέλης και της Μαρίκας. Σ’ αυτές, κάτω από τον αστερόεντα αττικό ουρανό, καθιερώνονταν ο Ξενόπουλος, ο Χορν, ο Σπύρος Μελάς, ο Τίμος Μωραϊτίνης, ο Δ. Μπόγρης και πλήθος διάσημων ξένων, σε αριστουργηματικές μεταφράσεις του Ν. Ποριώτη, του Γρ. Ξενόπουλου και άλλων (…). Σε τέτοια θερινά θέατρα της πρωτεύουσας πρωτοεμφανίστηκα στην Αθήνα: στο «Αθήναιον» της Πατησίων με το «Θέατρο Τέχνης» του Σπύρου Μελά, τον Σεπτέμβριο του 1925 και στο θέατρο «Κυβέλης» του Χρηματιστηρίου, την άνοιξη του 1926, με τον θίασο «Οι νέοι»».

 

Μνήμες

 

Ακολούθησαν συνεργασίες με τους περισσότερους συνάδελφους της εποχής της, σε μια ποικιλία ρόλων –κωμωδίες και δράματα, κυρίως ως καρατερίστα– ώς το 1985, οπότε τερμάτισε την καλλιτεχνική της διαδρομή στο θέατρο του Λυκαβηττού με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μεσσάλα.

 

Επαιξε και σε μερικές κινηματογραφικές ταινίες η Χαλκούση («Ματωμένα Χριστούγεννα», «Διακοπές στην Αίγινα», «Διακοπές στην Κέρκυρα» κ.ά.), λίγο τηλεόραση και ραδιόφωνο. Τα τελευταία χρόνια της τα πέρασε σε οίκο ευγηρίας, «ξεχασμένη», όπως αναφέρεται (η μελαγχολία να είσαι πρώην), με τις μνήμες για τη γενέτειρά της («Πόλη αγάπη μου», το βιβλίο που της αφιέρωσε, εκδ. «Κάκτος», 1980) και τις χαρές που της έδωσε η δουλειά της. (Αυτοί όμως που φαίνεται ότι δεν την ξέχασαν είναι οι συντοπίτες της Μακρυχωρίτες που, όπως έγραψε προ ημερών στο ημέτερο φύλλο ο Πέτρος Μανταίος, ανακήρυξαν το 2013 «Ετος Ελένης Χαλκούση»).

 

Στην τηλεοπτική συνέντευξη που της είχα πάρει, ακούγοντάς τη να λέει με πόσα πράγματα ασχολιόταν, εκεί κοντά στα 80 της, την είχα ρωτήσει πώς τα προλάβαινε όλα αυτά. «Δεν ξέρεις, παιδί μου, πόσα μπορείς να κάνεις όταν δεν υπάρχει ο έρωτας στη ζωή σου», απάντησε.

 

…………………………………………………………………………………….

 

Στο πλαίσιο

 

Με την 8η και την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το αφιέρωμα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στον μεγάλο συνθέτη, που περιελάμβανε όλες τις συμφωνίες του. Και σ’ αυτή τη συναυλία μαέστρος ο διευθυντής της ΚΟΑ Βασίλης Χριστόπουλος. Και σ’ αυτή τη συναυλία γεμάτη η αίθουσα – κυρίως από νέους. Τι καλύτερο;

***

Κόντρα στη μαυρίλα των ημερών, στέκομαι σ’ αυτό το θετικό (γιατί έχουμε κι απ’ αυτά – κι ας μην πολυφαίνονται), πολύ περισσότερο που η ΚΟΑ συμπληρώνει τα 70 της χρόνια, ένα μεγάλο μέρος από τα οποία πέρασε σε διάφορες αίθουσες: «Ρεξ», «Ορφέας», «Παλλάς» – μερικές που φιλοξένησαν συναυλίες της. Και άντε να τις παρακολουθήσουν οι πιστοί της – μιας κάποιας ηλικίας οι περισσότεροι. Και, περιστασιακά τα τελευταία χρόνια, στο Μέγαρο Μουσικής.

***

Η ανάληψη της διεύθυνσής της το 2011 από τον εκ Γερμανίας Βασίλη Χριστόπουλο έδειξε το αξιόμαχο του μουσικού της δυναμικού. Γίνεται προφανώς δουλειά (σε σημείο που χαλάει την πιάτσα και, ενδεχομένως, προκαλεί φθόνο). Ας την προσέξουν οι αρμόδιοι, με τις οδυνηρές οικονομικές περικοπές και το σχέδιο να τη μετατρέψουν από κρατική σε ιδιωτικού δικαίου, οπότε… χαίρεται. Να μην το δούμε κι αυτό.

***

Κεφαλαία τα γράμματα στην εφημερίδα, της οποίας τους τίτλους διάβαζε ο παρουσιαστής της πρωινής εκπομπής στο Μεγάλο Κανάλι: Ο Ελληνας Αλμπερ Κάμι, ακούστηκε να λέει. Και θεωρείται από τους διαβασμένους.

 

ΚΑΙ… Επειδή όλα, λίγο-πολύ, χαρακτηρίζονται εμβληματικά, μπορεί αυτή η σελίδα, που έχει και κάποια ηλικία (από την πρώην) να εκληφθεί ως εμβληματική;

 

[email protected]

 

Scroll to top