Του Τάσου Παππά
Σε περιόδους έντονης οικονομικής κρίσης, κοινωνικής αποσύνθεσης και πολιτικής πόλωσης είναι εξαιρετικά δύσκολο να μείνεις έξω από τις αντιθέσεις, επιλέγοντας δηλαδή μια στάση ουδετερότητας ή στην καλύτερη περίπτωση μια στάση συμβιβασμού και αναζήτησης της «χρυσής τομής» κάπου στο κέντρο, στο «αποστειρωμένο κενό», όπως το περιέγραφε ο Ρίτσαρντ Ρόρτι. Καλείσαι λοιπόν να διαλέξεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.
Βεβαίως αυτό δεν μπορείς να το κάνεις σε συνθήκες εργαστηρίου, προφυλαγμένος από τις διεργασίες που συμβαίνουν στην πραγματική ζωή, αλεξίσφαιρος απέναντι στη λειτουργία σκληρών δικτύων επιρροής και υψώνοντας σινικά και απόρθητα τείχη στις αντίρροπες πιέσεις των δρώντων υποκειμένων. Eτσι η τελική απόφασή σου είναι το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων: της ιδεολογικής σου συγκρότησης, της κοινωνικής σου κατάστασης, της παρέμβασης εγχώριων και ξένων μηχανισμών, της καταλυτικής επίδρασης μεγάλων γεγονότων, της λειτουργίας συναισθηματικών στοιχείων.
Η παράλυση και η παθητικότητα, η συντηρητικοποίηση και ο ριζοσπαστισμός (δεξιός και αριστερός) είναι τα συνηθέστερα παράγωγα σε περιόδους κρίσης. Αυτό βιώνει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία τρία χρόνια με τα μνημόνια. Στην αρχή ο πλήρης αιφνιδιασμός, το σοκ από τα αλλεπάλληλα πλήγματα στα εισοδήματα και από τη βίαιη ανατροπή του ρυθμού της ζωής για την πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών.
Ακολούθησε η παράλυση εξαιτίας τόσο του φόβου μήπως χαθούν και αυτά που ακόμη έχουμε όσο και της έντεχνης και συντονισμένης επιχείρησης να εδραιωθεί η άποψη ότι για τα δεινά που μας βρήκαν φταίμε όλοι εξίσου. Η διασπορά της ενοχής είναι η ασφαλέστερη μέθοδος προκειμένου να μην αναζητηθούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι ή για να περιοριστεί ο κολασμός στις πιο κραυγαλέες και αναλώσιμες περιπτώσεις και για να γίνει αποδεκτό ένα καθεστώς διοίκησης με τους ίδιους πάνω-κάτω πρωταγωνιστές.
Στη συνέχεια ήρθε η οργή που έβγαλε τον κόσμο στις πλατείες, οδήγησε στη θεαματική συρρίκνωση της δύναμης των κομμάτων που είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης την περίοδο της Μεταπολίτευσης, πριμοδότησε τον αριστερό ριζοσπαστισμό, αλλά και το ρεύμα της αντιπολιτικής και του αντικοινοβουλευτισμού. Ο μετασχηματισμός της οργής σε πολιτική πρόταση δημοκρατικής ανατροπής είναι μια σύνθετη διαδικασία, πολλές φορές αργή, με στιγμές έξαρσης και φάσεις αναδίπλωσης, έχει πάντως ξεκινήσει, ωστόσο ο φόβος για τα χειρότερα απ’ αυτά που ζούμε δεν έχει μέχρι τώρα εξουδετερωθεί.
Αντιστάσεις βεβαίως υπάρχουν και δεν είναι αμελητέες από την άποψη του αποτελέσματος:
1) Το μπλοκ του τρικομματισμού, παρά την απλόχερη υποστήριξη των ισχυρών δικτύων ενημέρωσης, δεν ανακάμπτει. Η Ν.Δ. είναι διχασμένη, το ΠΑΣΟΚ παραπαίει, στη ΔΗΜΑΡ πυκνώνουν οι φωνές εναντίωσης. Η απόπειρα των ηγετικών ομάδων να σταθεροποιήσουν το σύστημα με τη διπλή γλώσσα (κριτική στις αποφάσεις της ευρωζώνης, ρητορική αντίθεση στην επέλαση του γερμανικού ηγεμονισμού, αλλά προβολή της ιδέας του μονόδρομου) δεν αποδίδει όσο στο παρελθόν. Η συναίνεση γύρω από τον κεντρικό στόχο «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ» αδυνατίζει.
2) Πολίτες που είχαν εκπαιδευτεί να παίζουν τον ρόλο του αντιπροσωπευόμενου βγαίνουν από την κατάσταση χρόνιας αφωνίας, οργανώνουν αμεσοδημοκρατικές πρωτοβουλίες (λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές), στήνουν δίκτυα αλληλεγγύης και απόκρουσης του νεοναζισμού και διερευνούν τις δυνατότητες εναλλακτικών μορφών παρέμβασης στην παραγωγή (συνεταιρισμοί, αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες).
Κοντολογίς: Πρώτης προτεραιότητας ζήτημα είναι η αναμέτρηση με την αντίληψη ότι είναι μάταιη κάθε προσπάθεια αντίδρασης στις σημερινές αρνητικές στην Ευρώπη συνθήκες, η οποία διαβρώνει με το δηλητήριο της παραίτησης το κοινωνικό σώμα. Η μάχη δεν θα είναι εύκολη. Πρέπει όμως να δοθεί. Οχι όπως όπως και με γιουρούσια, αλλά με σχέδιο (το παράδειγμα της Κύπρου είναι διδακτικό), συνοχή στις γραμμές, συμμαχίες εντός και εκτός χώρας, κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα.