Μία κατόπιν εορτής παρέμβαση -και αφού το νομοσχέδιο για τα ναρκωτικά έχει ήδη γίνει νόμος του κράτους- δημοσιεύτηκε χθες στα «ΝΕΑ», με τίτλο «Ακατανόητη η λογική του νόμου για τα ναρκωτικά». Η παρέμβαση αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα μια και προέρχεται από τον αντεισαγγελέα Εφετών Γ. Κτιστάκη.
Ζητήσαμε από τον πρόεδρο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του νομοσχεδίου ένα σχόλιο για την άκρως κατασταλτική λογική της εισαγγελικής άποψης. Αποψη που φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί την αναγκαιότητα επιστημονικών πιστοποιητικών από τους αρμόδιους φορείς για την τοξικομανία, όταν είναι γνωστό ότι το πιστοποιητικό που δινόταν μέχρι τώρα ήταν συχνότατα προϊόν αδιαφανών διαδικασιών.
Ταυτόχρονα, άνθρωποι που ζουν χρόνια μέσα στην εξάρτηση δεν κατάφερναν ποτέ να το αποδείξουν διότι δικάστηκαν χωρίς το «χαρτί», ενώ η γνωμάτευση των θεραπευτικών φορέων δεν ελήφθη υπόψη στο δικαστήριο.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το άρθρο δεν θα αποτελέσει παρότρυνση για τη μη εφαρμογή της ισοτιμίας των πιστοποιητικών αλλά και για την ακόμα μεγαλύτερη επιβολή ποινών σε αρρώστους.
Α.Ψ.
Του Νίκου Παρασκευόπουλου*
Είναι σαφές ότι την τελευταία στιγμή στη Βουλή έγιναν επεμβάσεις στο σχετικό νομοσχέδιο που έθιξαν τη συνοχή του και σε ορισμένα σημεία το απομάκρυναν και από την αρχική φιλοσοφία του. Ωστόσο, βασικές καινοτομίες που παραμένουν έχουν χαιρετιστεί, όχι μόνο από ειδικούς ως άτομα, αλλά και σε συνέδρια ειδικών ενώσεων και συλλόγων, ως θετικές και άξιες προσοχής.
Το πρόσφατο άρθρο φαίνεται σε γενικές γραμμές να αναπαράγει την αντίληψη ότι οι αυστηρές ποινές αποτελούν την κορυφαία σκοπιμότητα για τη σχετική νομοθεσία. Καταρχήν, όμως, θεμελιακή αξία για το ποινικό δίκαιο και την αποτελεσματικότητά του, καθώς και για το κράτος δικαίου, δεν συνιστά η αυστηρότητα αλλά η αναλογικότητα της ποινής. Αυτήν προσπαθεί να διασφαλίσει το νέο νομοθέτημα, με την τάση διεύρυνσης των απειλούμενων ορίων ποινής. Επιπλέον, η υπερβολή αυστηρότητας, τόσο κατά την κοινή εμπειρία όσο και κατά τη γνώμη των ειδικών, δεν είναι μόνον αναποτελεσματική, είναι και επικίνδυνη. Είναι σαφές σήμερα παντού ότι η φυλακή είναι μια εστία διάδοσης των ναρκωτικών, που όχι μόνο δεν αναστέλλει την τοξικομανία αλλά τη βαθαίνει και την επεκτείνει, ενώ η ολοκληρωμένη απεξάρτηση προσφέρει δείγματα επιτυχίας εδώ και χρόνια. Είναι επίσης γνωστό ότι οι ποινές στη χώρα μας για ναρκωτικά υπερβαίνουν κατά πολύ κάθε ευρωπαϊκό μοντέλο, καθώς και ότι το ποσοστό των κρατουμένων για ναρκωτικά στις φυλακές αποτελεί βασική αιτία συμφόρησης και δυσλειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος. Επίσης είναι οφθαλμοφανές ότι η νέα νομοθεσία δεν προχωρεί σε μια άκριτη ελάφρυνση των ποινών, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις διατηρεί το ίδιο ανώτατο όριο, υποβιβάζοντας κάπως το κατώτατο ώστε να λύνει τα χέρια του δικαστή εκεί όπου η υπόθεση αποδεικνύεται ελαφριά. Σε μια περίπτωση μάλιστα προβλέπεται και επιβάρυνση.
Είναι αναπόφευκτο στο πρώτο στάδιο της εφαρμογής να ανακύψουν διάφορα μεταβατικά ερωτήματα εφαρμογής. Πιστεύω ότι η νομολογία θα βρει τον δρόμο της. Εξάλλου, η κριτική ασφαλώς θα είναι πολύτιμη, τόσο η έμπρακτη όσο και η συγγραφική. Σπεύδω ωστόσο να προλάβω το ενδεχόμενο να γενικευθεί μια δυσπιστία, οφειλόμενη μάλλον σε άγνοια. Οι ελληνικοί οργανισμοί απεξάρτησης έχουν δοκιμασμένη και εγνωσμένη αξιοπιστία, εδώ και δεκαετίες, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό (το ΚΕΘΕΑ είναι μέλος της Επιτροπής Ναρκωτικών του ECOSOC του ΟΗΕ). Η δυσπιστία για τη φερεγγυότητα αυτή δείχνει πόσο αναγκαία είναι για την απονομή της δικαιοσύνης η διαρκής επιμόρφωση.
Οσο για τις γενικεύουσες διατυπώσεις, του τύπου «ακατανόητες ρυθμίσεις» ή «εξάμβλωμα», αυτές βέβαια δεν κατορθώνουν να χαρακτηρίσουν ένα νομικό κείμενο, αλλά μόνο την ιδεολογία εκείνου που τις εκφέρει.
……………………………………………..
* Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ