Ολοένα και πιο συχνά, τα τελευταία χρόνια, οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται σημαντικά από τις επιστημονικές εξελίξεις τόσο στη γενετική όσο και στη νευροεπιστήμη. Από την πολύ συνηθισμένη πια ταυτοποίηση των ενόχων μέσω τεστ DNA, περάσαμε στις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις σχετικά με τις νευροεγκεφαλικές παραμέτρους της ανθρώπινης εγκληματικότητας.
Σήμερα, ούτε καν η «ανεξάρτητη» και παντοδύναμη δικαστική αρχή δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει ή να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των μεθόδων της μοριακής γενετικής ή τη συμβολή των νευροεπιστημών στις εγκληματολογικές έρευνες.
Οι πρόσφατες τεχνικές της γενετικής και των νευροεπιστημών έχουν ήδη τεθεί στην υπηρεσία των αστυνομικών ερευνών και των δικαστικών αποφάσεων. Κάποιοι μάλιστα φοβούνται ότι στο μέλλον ενδέχεται να τις υποκαταστήσουν.
Παρά τις εντυπωσιακές θεωρητικές και τεχνολογικές εξελίξεις, το θεμελιώδες ερώτημα παραμένει ανοιχτό: Ποιος μπορεί να αποφασίζει -και με ποια κριτήρια- πού βρίσκεται το όριο μεταξύ νομότυπης ή εγκληματικής, φυσιολογικής ή παθολογικής κοινωνικής συμπεριφοράς;
Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης
Ακρογωνιαίος λίθος αλλά και προϋπόθεση για την απόδοση ποινικής ευθύνης είναι η αρχή ότι «μια πράξη δεν είναι εγκληματική αν ο νους αυτού που τη διαπράττει δεν είναι ένοχος» (actus non facit reum nisi mens sit rea).
Η εξακρίβωση της «υπαιτιότητας» και ο δίκαιος καταλογισμός της «προσωπικής ευθύνης» αποτελούν δύο πανάρχαια και δυσεπίλυτα προβλήματα της νομικής σκέψης. Κάθε εγκληματική πράξη είναι αξιόποινη και τιμωρείται από το ποινικό μας σύστημα εφόσον γίνεται συνειδητά, εκούσια και αυτόβουλα από τον/την υπαίτιο. Ποιος, όμως, και πώς αποφασίζει αν όντως πληρούνται οι τρεις παραπάνω προϋποθέσεις από τον δράστη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος (π.χ. ανθρωποκτονία, βιασμός ανηλίκου κ.ο.κ.);
Το νομικό μας σύστημα ορίζει ότι η τελική αξιολόγηση και η εκτίμηση όλων των ενδείξεων και των αποδεικτικών στοιχείων γίνονται αποκλειστικά από το δικαστήριο. Ωστόσο, το αμερικανικό νομικό σύστημα ήδη αποδέχεται, σχεδόν επιβάλλει, κατά την εκδίκαση υποθέσεων που ενδεχομένως επισύρουν τη θανατική ποινή του κατηγορουμένου να γίνονται συστηματικές εξετάσεις του εγκεφάλου του, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να πάσχει από κάποια σοβαρή νευρολογική ασθένεια.
Η απρόσμενη σύζευξη: Νεύρο + Εγκληματολογία
Τον Σεπτέμβριο του 2008 ένα ινδικό δικαστήριο στην πόλη Μουμπάι καταδίκασε μια γυναίκα για τη δολοφονία του συζύγου της (σε συνεργασία με τον εραστή της). Η δικαστική απόφαση στηρίχθηκε σε διάφορες ενδείξεις, όμως αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η λεπτομερής νευρολογική εξέταση (μια μαγνητική τομογραφία που έγινε ταυτοχρόνως με ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα).
Σύμφωνα με τους Ινδούς ειδικούς, ο συνδυασμός των δύο νευρολογικών τεχνικών τούς επέτρεψε να αποδείξουν την ύπαρξη στο μυαλό της κατηγορουμένης αναμνήσεων που σχετίζονταν με το έγκλημα. Αναμνήσεις που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει αν ήταν αθώα και δεν είχε εμπλακεί η ίδια στο έγκλημα. Πρόκειται για την πρώτη περίπτωση δικαστικής απόφασης που στηρίχτηκε και σε νευροεγκληματολογικά δεδομένα.
Μέχρι τότε, τα δικαστήρια λάμβαναν υπ' όψιν κυρίως τη μαρτυρία ψυχιάτρων ή ειδικών ψυχολόγων, η διάγνωση των οποίων βασιζόταν αποκλειστικά στις συζητήσεις τους με τους κατηγορουμένους, ο οποίοι θα μπορούσαν κάλλιστα και να τους παραπλανήσουν. Ισως γι’ αυτό τα δικαστήρια ήταν (και εξακολουθούν να είναι) δύσπιστα και επιφυλακτικά σε τέτοιες ψυχιατρικές γνωματεύσεις.
Σήμερα ωστόσο, χάρη στις νέες απεικονιστικές τεχνικές παρακολούθησης των ζωντανών εγκεφάλων (neuroimaging), όπως η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) και η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), μπορούμε να εντοπίσουμε επακριβώς τις ανατομικές ή λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλούνται από ασθένειες ή τραύματα του εγκεφάλου.
Αυτές οι νέες νευροεγκληματολογικές τεχνικές φαίνεται να ικανοποιούν μια πανάρχαιη επιθυμία των δικαστών: να αποκτήσουν επιτέλους μια ασφαλή μέθοδο που θα τους επιτρέπει να διαπιστώνουν «αντικειμενικά» την αλήθεια ή το ψεύδος κάθε δικαστικής μαρτυρίας.
Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη των περιβόητων «μηχανών που διαβάζουν τις σκέψεις μας» (όπως άστοχα περιέγραψαν τις νέες τεχνικές τα διεθνή ΜΜΕ) δημιούργησε σταδιακά την προσδοκία ότι ίσως, στο άμεσο μέλλον, χάρη στη νευροεγκληματολογία θα είμαστε σε θέση να «διαβάζουμε» απευθείας την ενοχή ή την αθωότητα των υπόπτων μέσα στον εγκέφαλό τους.
Εγκέφαλοι στο εδώλιο του κατηγορουμένου
Πότε ακριβώς έκαναν την είσοδό τους στα δικαστήρια τα νέα νευροεγκληματολογικά κριτήρια, στη θέση των επισφαλών και αμφισβητούμενων κλασικών ψυχιατρικών ή ψυχολογικών κριτηρίων;
Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε Ευρώπη και Αμερική, οι συνήγοροι υπεράσπισης αρχίζουν να καταφεύγουν ολοένα και συχνότερα σε τέτοιες νευρολογικές εξετάσεις και γνωματεύσεις, με την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να τις χρησιμοποιήσουν ως ελαφρυντικό ή και, γιατί όχι, ως απαλλακτικό στοιχείο.
Εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ δύο ειδεχθή εγκλήματα συγκλόνισαν την κοινή γνώμη: ο Πακιστανός Μιρ Αϊμάλ Κασί δολοφόνησε εν ψυχρώ δύο υπαλλήλους της CIA, ενώ λίγο αργότερα ένας ευγενικός και φαινομενικά φιλήσυχος Αμερικανός οικογενειάρχης, ο Χέρμπερτ Βαϊνστάιν, ηλικίας 64 ετών, στραγγάλισε τη σύζυγό του και κατόπιν, για να φανεί ως ατύχημα, πέταξε το πτώμα της από τον δωδέκατο όροφο της πολυκατοικίας όπου έμεναν στο Μανχάταν.
Και στις δύο περιπτώσεις οι συνήγοροί τους επιχείρησαν να στηρίξουν την υπερασπιστική τους στρατηγική σε νευρολογικά δεδομένα και σε εγκεφαλικές εξετάσεις. Προσφεύγοντας σε τέτοια καινοφανή, για εκείνη την εποχή, ελαφρυντικά στοιχεία ήλπιζαν να πείσουν τους ενόρκους για το ακαταλόγιστο των εγκληματικών πράξεων ή, έστω, να επιτύχουν την επιείκεια του δικαστηρίου για αυτούς τους δολοφόνους-ασθενείς. Και στις δύο περιπτώσεις η συγκεκριμένη υπερασπιστική τακτική απέτυχε παταγωδώς: οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν χωρίς ελαφρυντικά.
Μολονότι έγιναν αποδεκτά τα νευρολογικά στοιχεία που εξέθεσαν οι επιφανείς νευρολόγοι, από τα οποία όντως προέκυπτε η ύπαρξη σοβαρών εγκεφαλικών παθήσεων, τελικά το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να υπάρξει συσχέτιση μεταξύ εγκεφαλικών δυσλειτουργιών ή παθήσεων και εγκληματικής συμπεριφοράς!
Ηταν, φαίνεται, ακόμη πολύ πρόωρο να γίνουν αποδεκτές από το δικαστικό κατεστημένο και την κοινωνία τέτοιες «εξωτικές» ερμηνείες της κοινωνικά αποκλίνουσας ή και εγκληματικής συμπεριφοράς.
Διεισδύοντας στον φονικό εγκέφαλο
Η πρώτη διάσημη περίπτωση ρητής επίκλησης νευροεγκεφαλικών δεδομένων από μαγνητική τομογραφία για να αποφανθεί το δικαστήριο για την καταδίκη ή όχι σε θάνατο ενός υπόπτου συνέβη τον Νοέμβριο του 2009 σε δικαστήριο του Ιλινόις των ΗΠΑ. Πρόκειται για την περίπτωση του Μπράιαν Ντούγκαν (Brian Dugan).
Ο Ντούγκαν είχε ήδη καταδικαστεί σε θάνατο για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας δεκάχρονης, ενώ κατόπιν αναγνωρίστηκε ως υπαίτιος για βιασμό και δολοφονία ακόμη δύο κοριτσιών. Υπήρχαν όμως βάσιμες υποψίες ότι ήταν ο πρωταγωνιστής άλλων 13 παρόμοιων εγκλημάτων.
Οπως υποστήριξαν οι συνήγοροί του, ο Ντούγκαν ήδη από πολύ μικρός είχε εκδηλώσει ιδιαίτερα βίαιη και ψυχοπαθή συμπεριφορά. Βασιζόμενοι σε αυτήν την εμφανή ψυχοπάθεια επιχείρησαν να αποδείξουν μέσω νευρολογικών εξετάσεων ότι, λόγω της παθήσεώς του, ο πελάτης τους δεν είχε διαπράξει συνειδητά και αυτοβούλως αυτά τα εγκλήματα. Ας σημειωθεί ότι στην Πολιτεία του Ιλινόις δεν μπορεί να καταδικαστεί κάποιος σε θάνατο αν αποδειχτεί ότι κατά τη διάπραξη του εγκλήματος ήταν ψυχικά ή νοητικά διαταραγμένος.
Οι συνήγοροι του Ντούγκαν, λοιπόν, απευθύνθηκαν σε έναν επιφανή νευροψυχίατρο, τον Kent Kiehl, ο οποίος μελετούσε από χρόνια τις εγκεφαλικές αλλοιώσεις ψυχοπαθών εγκληματιών, με τη βοήθεια νευροαναπαραστατικών τεχνικών. Ο Kiehl υπέβαλε τον Ντούγκαν σε μαγνητική τομογραφία (MRI) και σε άλλες σχετικές αναλύσεις και διαπίστωσε ότι ο εγκέφαλός του παρουσίαζε εμφανείς αλλοιώσεις στις μικροδομές του μεταιχμιακού συστήματος, που παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την επεξεργασία των συναισθημάτων. Παρά τις επιστημονικές διαβεβαιώσεις και τα νευρολογικά επιχειρήματα, το δικαστήριο δεν πείστηκε και επιβεβαίωσε την αρχική θανατική ποινή.
Πέρα όμως από τις όποιες δικαστικές αποφάσεις, το ερώτημα είχε αρχίσει να τίθεται επιτακτικά: Υπάρχει ένα αυστηρά καθορισμένο ανατομικά εγκεφαλικό υπόστρωμα για τις εγκληματικές ή αντικοινωνικές συμπεριφορές;
Εκτοτε πραγματοποιήθηκαν πλήθος ερευνών που, όπως φαίνεται, επιβεβαιώνουν την αρχική υποψία για τον ρόλο του μεταιχμιακού συστήματος. Πράγματι, οι αλλοιώσεις αυτών των εγκεφαλικών δομών προκαλούν συχνά μειωμένη ενεργοποίηση ή και απουσία των γνώριμων συναισθηματικών αντιδράσεων της ενσυναίσθησης και της συμπάθειας. Με άλλα λόγια, κάποια ψυχικά διαταραγμένα άτομα που διαπράττουν εγκλήματα αποτρόπαιης βίας δεν είναι σε θέση να συναισθανθούν ή να νιώσουν τον πόνο που προκαλούν στα θύματά τους.
Μια άλλη γνωστή περίπτωση εγκληματικότητας από νευροεγκεφαλικά αίτια είναι το λεγόμενο «σύνδρομο του μετωπιαίου φλοιού», που θεωρείται υπεύθυνο για την εκδήλωση πλήθους παραβατικών ή εγκληματικών συμπεριφορών. Οπως επιβεβαιώθηκε από πολλές σχετικές έρευνες, ο προμετωπιαίος φλοιός εμπλέκεται άμεσα σε διάφορες εγκληματικές συμπεριφορές.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός καλοκάγαθου Αμερικανού δασκάλου από τη Βιρτζίνια, ο οποίος το 1999 άρχισε ξαφνικά να εκδηλώνει μια έντονα προβληματική σεξουαλική συμπεριφορά: να παρενοχλεί σεξουαλικά την ανήλικη θετή κόρη του. Υστερα από καταγγελία της γυναίκας του, τον συνέλαβαν. Ενώ όμως βρισκόταν στη φυλακή, αισθάνθηκε άσχημα και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εκεί διέγνωσαν ότι έπασχε από καρκίνο στον εγκέφαλο• συγκεκριμένα, ένας όγκος είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο μέρος του μετωπιαίου λοβού του.
Μετά από μια δύσκολη χειρουργική επέμβαση ο κακοήθης όγκος αφαιρέθηκε και αμέσως εξαφανίστηκαν και οι παιδεραστικές τάσεις του, την ύπαρξη των οποίων είχε ομολογήσει, ισχυριζόμενος όμως ότι του ήταν αδύνατον να τις ελέγξει. Αφού υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων, αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε «θεραπευμένος» στην οικογένειά του.
Οταν ύστερα από δύο χρόνια ένιωσε ξανά έντονους πονοκεφάλους και αχαλίνωτες παιδεραστικές ενορμήσεις, επέστρεψε αμέσως στο νοσοκομείο, όπου και διέγνωσαν την επανεμφάνιση του όγκου στην ίδια περιοχή. Μια δεύτερη χειρουργική επέμβαση είχε αποτέλεσμα την εξάλειψη τόσο του νέου όγκου όσο και κάθε αποκλίνουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Παραβλέποντας τα κοινωνικά αίτια
Μήπως έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι έχει έρθει η ώρα για ριζική αναθεώρηση των παραδοσιακών αντιλήψεών μας περί υπαιτιότητας και ενοχής σε ό,τι αφορά ορισμένα εγκλήματα;
Οπως είδαμε, οι νέες μη παρεμβατικές τεχνικές της νευροεπιστήμης επιτρέπουν πλέον τη διείσδυση και τη συστηματική ανάλυση του εγκληματικού εγκεφάλου. Συνεπώς αυτό που τώρα προέχει, από νομικής απόψεως, είναι να καθορίσουμε αν, απέναντι στην προδιάθεση (γενετική ή εγκεφαλική;) να διαπράξει κάποιος ένα έγκλημα, υπάρχει στον νου του κατηγορουμένου μια ηθική ή νευρολογική «τροχοπέδη», ένα αντίβαρο που θα του επέτρεπε όχι μόνο να έχει επίγνωση της παραβατικής συμπεριφοράς του, αλλά και να είναι σε θέση να την ελέγχει: αν δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί ο ίδιος υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Αν ωστόσο, εξ αιτίας κάποιας πάθησης ή μιας διαγνώσιμης εγκεφαλικής ανωμαλίας, ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει αυτό το «φρένο», τότε θα πρέπει προφανώς να χαρακτηριστεί «ασθενής» και όχι «υπαίτιος».
Ο Γιόσουα Γκριν, καθηγητής Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αξιοποίησης των νευροεπιστημονικών μεθόδων κατά την απονομή της δικαιοσύνης, πιστεύει ότι: «Η συμπεριφορά μας εξαρτάται από διεργασίες που συντελούνται στον εγκέφαλό μας, με τον οποίο έχουμε απλώς προικιστεί, και από τίποτε άλλο».
Ευτυχώς, δεν συμφωνούν όλοι με τόσο ακραίες «νεο-φρενολογικές» αντιλήψεις, οι οποίες συστηματικά παραβλέπουν τις κοινωνικές ή ηθικές παραμέτρους της ανθρώπινης εγκληματικότητας. Αυτή όμως η συστηματική παράβλεψη, ή μάλλον η επιλεκτική αποσιώπηση των κοινωνικών-οικονομικών αιτιών της εγκληματικότητας, ενέχει σοβαρούς κίνδυνους: αφενός υπονομεύει την αυθεντία της νομικής εξουσίας και μας προϊδεάζει για την έλευση μιας νέας μορφής κοινωνικής αυθαιρεσίας και αφετέρου ανοίγει τον δρόμο σε μια πρωτόγνωρη νεοφιλελεύθερη εκμετάλλευση των κατακτήσεων της νευροεπιστήμης.
…………………………………………………………
Δεν τους σκότωσα εγώ, αλλά τα γονίδιά μου!
Γιατί ορισμένοι άνθρωποι εκδηλώνουν ακραία επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά που ενδέχεται να τους οδηγήσει στον φόνο, ενώ άλλοι όχι; Μήπως κάποιες ακραίες πράξεις βίας, όπως η ανθρωποκτονία, δεν εξαρτώνται από τον κοινωνικά εύπλαστο εγκέφαλο, αλλά καθορίζονται από κάποια «δολοφονικά γονίδια»;
Η υποψία ότι ακραίες μορφές βίαιης συμπεριφοράς ενδέχεται να σχετίζονται άμεσα με τη γενετική πληροφορία κάποιων γονιδίων διατυπώθηκε, για πρώτη φορά, το 1965: υπεύθυνη για την παράλογη ανθρώπινη βία θεωρήθηκε η χρωμοσωματική ανωμαλία XYY. Η συγκεκριμένη εικασία έχει σήμερα οριστικά διαψευσθεί.
Ωστόσο, η μετέπειτα ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής επέτρεψε να εντοπιστούν και να ταυτοποιηθούν ορισμένες γονιδιακές παραλλαγές που, απ’ ό,τι φαίνεται, σχετίζονται με τη βίαιη συμπεριφορά. Ετσι, για παράδειγμα, από το 2002 επιχειρούν να αναγάγουν τις εκδηλώσεις επιθετικότητας στην παρουσία ενός αλληλόμορφου του γονιδίου MAO-A.
Το γονίδιο αυτό ελέγχει τη σύνθεση ενός ενζύμου (ΜονοΑμινική Οξειδάση Α), το οποίο διασπά τη σεροτονίνη στο εσωτερικό του εγκεφάλου. Η σεροτονίνη με τη σειρά της συνδέεται με τις αντιδράσεις άγχους και πανικού.
Οπως όμως διαπίστωσαν, η έκφραση του συγκεκριμένου γονιδίου -όπως εξάλλου συμβαίνει με τα περισσότερα γονίδια- εξαρτάται από εξωτερικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Για ακόμη μια φορά διαπιστώνουμε ότι η αναγωγή στα γονίδιά μας μιας πολυσύνθετης ανθρώπινης συμπεριφοράς -όπως η δολοφονική βία- δεν είναι καθόλου εύκολη και ούτε βέβαια προφανής.
Σε κάθε περίπτωση, ουδείς σοβαρός μοριακός γενετιστής θα τολμούσε να μιλήσει σήμερα για γονίδια που καθορίζουν από μόνα τους την ανθρώπινη ψυχωτική βία. Ομως, για όλα αυτά θα μιλήσουμε εκτενέστερα στο επόμενο άρθρο μας.