Pin It

Του Ι.Ν. Μαρκόπουλου*

 

Οι κοινωνικο-ιστορικές εξελίξεις μπορεί, ενίοτε, να λαμβάνουν χώρα εν θερμώ, ουδέποτε όμως συντελούνται εν κενώ. Είναι πάντοτε συνυφασμένες με το εκάστοτε πολυσύνθετο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής τους, με φιλοσοφικά ρεύματα και κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά πρότυπα σκέψης, με τα οποία αλληλεπιδρούν. Η εκρηκτική, επομένως, «βόμβα Μολότοφ», που η ανθρωπότητα κρατάει σήμερα στα χέρια της –καμωμένη από τα παλαιότερα και τα νεότερα υλικά του θετικισμού, του επιστημονισμού και της τεχνοκρατίας, του οικονομισμού, της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης της τεχνοεπιστήμης, της οικολογικής καταστροφής και της ανθρώπινης αλλοτρίωσης– δεν προέκυψε ξαφνικά από τη μία στιγμή στην άλλη. Παρασκευάστηκε με τον καιρό μέσα από την επικράτηση, στα θέατρα και τα αμφιθέατρα της ανθρωπότητας, των πιο ρηχών, αντιουσιοκρατικών και αγοραίων θέσεων και πρακτικών, εις βάρος μιας ουσιαστικής προσέγγισης της επιστημονικής και τεχνικο-οικονομικής ανάπτυξης και της ανθρώπινης ευημερίας.

 

Είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς τη σημασία που έδινε η αρχαιοελληνική φιλοσοφία (π.χ. ο Αριστοτέλης, στο έργο του «Μετά τα Φυσικά») στην έννοια της «ουσίας», ως του πρωταρχικού χαρακτηριστικού στοιχείου ενός πράγματος που το κάνει να είναι αυτό που είναι, σε αντιδιαστολή με τις επιθέσεις που δέχθηκε η έννοια αυτή, π.χ. από τον λογικό θετικισμό (νεοθετικισμό) αλλά και τον νεοπραγματισμό, στον 20ό αιώνα.

 

Υπάρχει ένα γνωσιολογικό, εμπειριστικό νήμα που ξεκινάει από τον αγγλικό εμπειρισμό του 17ου αιώνα και καταλήγει στον επιστημονισμό του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα, και στη συνακόλουθη, με αυτόν, τεχνοκρατία. Ο εμπειρισμός (με τη βασική αρχή του, ότι η γνώση πηγάζει αποκλειστικά από τις αισθήσεις και την εμπειρία) είναι επίσης αυτός που κυρίως αρδεύει, στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα, την ηθική θεωρία του ωφελιμισμού, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, τον θετικισμό του 19ου αιώνα και τον λογικό θετικισμό του 20ού.

 

Βέβαια, ούτε ο Αριστοτέλης αγνοούσε τη σημασία της εμπειρίας για «την επιστήμη και την τέχνη», αλλά ούτε και ο αγγλοσαξονικός εμπειρισμός του 17ου αιώνα –που συνέβαλε αποφασιστικά, με τον δυναμισμό του, στην ανάπτυξη της πειραματικής μεθόδου, της επιστήμης και της τεχνολογίας αλλά και της φιλοσοφικής σκέψης– αγνοούσε τη σημασία της έννοιας της «ουσίας». Την επαφή του με την έννοια αυτή τη χάνει, τελικά, ο εμπειρισμός όταν, σε αντίθεση με τις (επιτυχημένες ή μη) ενοποιητικές γνωσιολογικές προσπάθειες της αρχαιοελληνικής σκέψης, προχωράει, μέσω των επιγόνων του (του θετικισμού και του λογικού θετικισμού) σε μια μονοδιάστατη κοσμοαντίληψη, άμεσα και αποκλειστικά συναρτημένη με τον επιστημονικό λόγο και τη λογική ανάλυση της γλώσσας και με την ακριβή γνώση που μας παρέχουν οι φυσικές, μόνο, επιστήμες, που είναι και η μόνη γνώση, που θα μπορούσε να επαληθευτεί από τα εμπειρικά δεδομένα.

 

Αλλά μια τέτοια θετικιστική και νεοθετικιστική κοσμοθεώρηση («επιστημονική κοσμοθεώρηση»), που υποστηρίζει ουσιαστικά ότι η επιστημονική μέθοδος –απαλλαγμένη από μεταφυσικές, ουσιοκρατικές και αξιακές θεωρήσεις, εκτός βέβαια από τις καθαρά επιστημικές αξίες– είναι η μόνη που μπορεί να μας οδηγήσει στην πραγματική γνώση του κόσμου, δεν είναι παρά ένας άκρατος επιστημονισμός. Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος «επιστημονισμός» εμφανίζεται με καθαρά μειωτική σημασία. Μειωτικά εμφανίζεται επίσης ο όρος όταν επιχειρείται η αποκλειστική εφαρμογή της επιστημονικής μεθόδου (που είναι αδιαμφισβήτητα απαραίτητη για την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης και την έγκυρη ανάπτυξη των φυσικών και των τεχνικών επιστημών) σε τομείς όπου είναι παρακινδυνευμένη η εφαρμογή της. Ενα χαρακτηριστικό, εδώ, παράδειγμα, είναι η αποκλειστική χρήση ψυχρών μαθηματικών μοντέλων στην οικονομική επιστήμη.

 

Ο επιστημονισμός, που θεοποιεί τις θετικές επιστήμες και την επιστημονική μέθοδο, και αποτελεί ουσιαστικά μια κακοήθη μετάλλαξη της επιστημοσύνης, πρωτοεμφανίζεται ήδη ως μία κοσμοθεώρηση, με τη θεωρία του ενεργητισμού, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τους Βίλχελμ Οστβαλτ, Γκέοργκ Χελμ και Ερνστ Μαχ κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Ο Μαχ είναι άλλωστε αυτός που με το θετικισμό του (βάσει π.χ. του οποίου, και σε αντίθεση με άλλες, επιτυχημένες και γόνιμες θετικιστικές του απόψεις, δεν αποδεχόταν την ύπαρξη των ατόμων και αδυνατούσε, ως εκ τούτου, να παρουσιάσει μια συνεπή θεωρία της θερμότητας) αποτέλεσε την κύρια πηγή έμπνευσης για τον λογικό θετικισμό.

 

Ο Οστβαλτ, από τη μεριά του, αξιοποιώντας το έργο του Χελμ, προσπάθησε να παρουσιάσει –στο πλαίσιο του επιστημονισμού του και της συνακόλουθης θεοποίησης της επιστήμης, που την έβλεπε σαν μια εκκοσμικευμένη θρησκεία– τη θεωρία του ενεργητισμού (ενεργειακός μονισμός) ως την επιστημονική βάση για την εξήγηση όλων των φυσικών φαινομένων αλλά και για τη δημιουργία μιας συνολικής λειτουργικής κοσμοαντίληψης.

 

Σε αυτά τα αχνάρια πατάνε ο σύγχρονος, δογματικός, ψυχρά υπολογιστικός, αλαζονικός και καταστρεπτικός, τελικά, επιστημονισμός και η συνακόλουθη τεχνοκρατία, ο ψυχρός εργαλειακός ορθολογισμός και ο οικονομισμός, διαφεντεύοντας την αντιφατική και διόλου ελπιδοφόρα πορεία του σύγχρονου ανθρώπου.

__________________________

 

*Καθηγητής της Τεχνολογίας και της Φιλοσοφίας της Τεχνοεπιστήμης στο ΠΤΔΕ της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ

Scroll to top