10/04/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Overdose Μπετόβεν με πιάνο του 1820

      Pin It

Η Καμεράτα και εννιά πιανίστες σε όλα του τα έργα για πιάνο και ορχήστρα

 

Ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου μας ξεναγεί στο πρωτότυπο εγχείρημα και εξηγεί γιατί ένα τόσο παλιό όργανο προσφέρει μια διαφορετική και, κυρίως, απαιτητική μουσική εμπειρία

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

Το τριήμερο 12-14 Απριλίου, στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, η Καμεράτα, υπό τον Γιώργο Πέτρου, θα συνοδεύσει εννιά Ελληνες πιανίστες που θα παρουσιάσουν όλες τις συνθέσεις του Μπετόβεν για πιάνο και ορχήστρα: τα πέντε γνωστά πιανιστικά κοντσέρτα, το τριπλό, την πιανιστική μεταγραφή του κοντσέρτου για βιολί, μια σύγχρονη ενορχήστρωση νεανικού κοντσέρτου και τη Χορωδιακή Φαντασία. Ολα θα αποδοθούν σε όργανα εποχής, συνεπώς θα ηχήσουν όπως τα πρωτάκουσαν ο συνθέτης και το κοινό του πριν από περίπου 200 χρόνια στη Βιέννη. Για το ιδιαίτερα ενδιαφέρον εγχείρημα μιλήσαμε με τον αρχιμουσικό Γιώργο Πέτρου.

 

- Με την Καμεράτα διανύσατε μάλλον γρήγορα την απόσταση ανάμεσα στην εποχή κατά την οποία οι συναυλίες της σε όργανα εποχής συνιστούσαν αξιοπερίεργο της ελληνικής μουσικής ζωής και το σήμερα, που προτείνετε πλήρεις κύκλους εκδηλώσεων!

 

«Πρωτοπαίξαμε σε όργανα εποχής το 2009. Τώρα πλέον αυτές οι συναυλίες συνιστούν δεδομένο και απολαμβάνουν σημαντική αποδοχή σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ολες δίδονται σε γεμάτες αίθουσες! Οι πωλήσεις στον κύκλο Μπετόβεν πάνε άριστα: έχουν ήδη διατεθεί περισσότερα από 1.000 εισιτήρια για κάθε βραδιά! Πιστεύω ότι για έναν τέτοιο “μουσικό μαραθώνιο” είναι θαυμάσια».

 

- Γιατί επιλέξατε να συμπυκνώσετε τις συναυλίες σ’ ένα τριήμερο;

 

«Διότι, διαφορετικά, είναι πολύ δύσκολο να οργανωθεί τέτοιο “σκληροπυρηνικό” εγχείρημα: θα 'παιρνε τριπλάσιο χρόνο. Από την άλλη, θέλαμε να προσλάβει και μια αίσθηση χορταστικού “overdose”. Ετσι, μπορεί να έχει κανείς μέτρο σύγκρισης ακούγοντας όλα τα έργα κοντά και μαζί. Λειτουργεί ως μεγάλη φιέστα μπετοβενικής μουσικής. Λίγο ρομαντική αντίληψη…»

 

- Και λίγο ροκάδικη!

 

«Το ζητούν οι εποχές: “Αγαπάμε τον Μπετόβεν, αγαπάμε την Καμεράτα, ερχόμαστε να ακούσουμε!” Επίσης είναι ιδιαίτερα ελκυστική η συμμετοχή εννιά από τους πιο εκλεκτούς Ελληνες πιανίστες, οι οποίοι αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο ταξίδι της εκτέλεσης σε όργανο εποχής. Σε μια κανονική συναυλία μελετάς δυο ώρες στο πιάνο που θα παίξεις το ίδιο βράδυ και είσαι εντάξει. Τα ιστορικά πιάνα, όμως, έχουν ιδιαιτερότητες, διαφέρουν πολύ το ένα από το άλλο. Εδώ, δόθηκε στους πιανίστες δυνατότητα να δουλέψουν πολύ στο πιάνο της συναυλίας που βρίσκεται στο σπίτι μου. Ενώ εγώ έλειπα σε ταξίδι, το πιάνο ήταν διαθέσιμο, υπήρχε πρόγραμμα για ώρες μελέτης και έρχονταν ένας ένας να δουλέψουν, υποδεχόταν ο ένας τον άλλον… Ολο αυτό ήταν πολύ ωραίο˙ και λίγο… χίπικο!»

 

- Πώς σκεφτήκατε να οργανώσετε τον κύκλο;

 

«Αφορμή υπήρξε το απωθημένο μου ως πιανίστα: Πάντα έβλεπα πως δεν υπήρχαν αρκετές ευκαιρίες για όλους. Θέλησα, λοιπόν, να συγκεντρώσω αρκετούς Ελληνες πιανίστες σε μια διοργάνωση. Ομως, πώς δένει όλο αυτό, πώς γίνεται μια ελκυστική, ενιαία πρόταση, πώς λειτουργεί ως πεδίο συνάντησης, άμιλλας, συμφιλίωσης; Εμείς οι πιανίστες είμαστε πάντα απομονωμένοι: μελετάμε, κάνουμε πρόβα, παίζουμε και μετά είμαστε πάλι μόνοι. Εδώ δημιουργήθηκε έντονη επικοινωνία: ρωτούν ο ένας τον άλλο πώς να χρησιμοποιήσουν το ποδόπληκτρο, ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου οργάνου…»

 

- Πόσοι διέθεταν εμπειρία παιξίματος σε όργανο εποχής;

 

«Ο Νίκος Λαάρης είχε παίξει στην Ολλανδία, ο Τάσος Πάππας έχει παίξει δυο-τρεις φορές μαζί μου σε φορτεπιάνο Βάλτερ, εποχής Μότσαρτ, η Παπαστεφάνου είχε παίξει τσέμπαλο και φορτεπιάνο, ο Τίτος Γουβέλης επίσης. Οι υπόλοιποι βρέθηκαν πρώτη φορά αντιμέτωποι ως επαγγελματίες με εκτέλεση κοντσέρτων Μπετόβεν εξ ολοκλήρου σε όργανα εποχής. Ο συνθέτης έπαιζε σε φορτεπιάνο Μπρόντγουντ του 1817. Αυτοί θα παίξουν σε όργανο του 1820».

 

- Από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης!

 

«Ακριβώς: την εποχή του Μπετόβεν και του Κολοκοτρώνη! Πρόκειται για ένα πιάνο Στόνταρτ σαν αυτό του Μπετόβεν. Στο Λονδίνο του 1800, οι οίκοι Στόνταρτ και Μπρόντγουντ βρίσκονταν δίπλα δίπλα, έκλεβαν πατέντες ο ένας από τον άλλον. Ετσι εξελισσόταν η κατασκευή των αγγλικών πιάνων. Οταν πρωτοέφτασε πιάνο Μπρόντγουντ στη Βιέννη, θεωρήθηκε πολύ ανώτερο από τα βιεννέζικα. Σήμερα βέβαια, ξέρουμε πως κάθε όργανο εκείνης της εποχής είχε συγκεκριμένες ηχητικές ποιότητες. Αντίθετα, στα σύγχρονα πιάνα δεν υπάρχει ηχητική ιδιαιτερότητα εκάστου οργάνου, διότι η κατασκευή τους είναι αυστηρά τυποποιημένη. Την περίοδο 1790-1850, όταν ακόμη εξελισσόταν η κατασκευή του φορτεπιάνου, κάθε κατασκευαστής δοκίμαζε δικές του ευρεσιτεχνίες. Ο Σοπέν, ο Λιστ, ο Μπραμς έπαιζαν και συνέθεταν σε τελείως διαφορετικά όργανα. Μάλιστα, πηγαίνοντας προς τα πίσω οι διαφορές είναι ακόμη μεγαλύτερες: τα βιεννέζικα πιάνα της εποχής του Μπετόβεν και του Μότσαρτ ήταν πολύ διαφορετικά από τα αγγλικά. Διέθεταν πολύ μαλακό άγγιγμα αλλά λαμπερό ήχο, ενώ τα βρετανικά είχαν πιο βαριά κατασκευή αλλά με λιγότερο λαμπερό, πιο ξύλινο ήχο».

 

- Αρα, κάθε συνθέτης συνέθετε ανάλογα με τις ηχητικές ποιότητες του οργάνου που είχε στη διάθεσή του;

 

«Ακριβώς. Βεβαίως, όσοι ασχολούμαστε με την παλιά μουσική και πιστεύουμε στις ιστορικά ενημερωμένες προσεγγίσεις, ουδέποτε ισχυριστήκαμε ότι δεν πρέπει να παίζεται π.χ. Σούμπερτ σε σύγχρονα όργανα. Με πολλή μελέτη, αν ξέρεις πώς ηχούσαν τα πιάνα της εποχής και έχεις ακουμπήσει τα δάχτυλά σου σε ένα τέτοιο όργανο, μπορείς να βρεις τρόπο να το προσομοιώσεις. Η γνωριμία με τα όργανα εποχής συνιστά σημαντικό ταξίδι για έναν μουσικό και είναι πραγματικά μεγάλη έλλειψη εμπειρίας να μην το έχει ζήσει. Αρκετοί από τους πιανίστες του παρόντος κύκλου ομολόγησαν πως μόνον τώρα κατάλαβαν γιατί τα κοντσέρτα αυτά είναι γραμμένα έτσι και αναρωτιούνται πώς θα είναι όταν τα ξαναπαίξουν σε σύγχρονο πιάνο!»

 

- Για ποιους λόγους προτείνετε στον μέσο φιλόμουσο να ακούσει αυτές τις εκτελέσεις;

 

«Πρώτα απ’ όλα διότι πρόκειται για μερικές από τις ωραιότερες μουσικές που έχουν γραφτεί ποτέ˙ δεύτερον, διότι το πάντρεμα της Καμεράτας με τους συγκεκριμένους σολίστες είναι πολύ δυνατό˙ και, τρίτον, διότι υπάρχει ένα ιστορικό πιάνο, μια φωνή του 1820, κάτι που ακούγεται πολύ σπάνια στη χώρα μας. Είναι δώρο, είναι προνομιακό να ακούσει κανείς κάτι τέτοιο. Θα ακούσουν έναν διαφορετικό Μπετόβεν. Αλλωστε, τους έχουμε ήδη συνηθίσει να ακούν γνωστά πράγματα με διαφορετικό τρόπο από εμάς˙ όχι απλώς ως εκκεντρικότητα αλλά ως ταξίδι γνωριμίας σε μια αλλιώτικη, απαιτητική μουσική εμπειρία. Είναι σαφώς δυσκολότερο για όλους μας που το πιάνο αυτό δεν έχει το μέγεθος ενός σύγχρονου πιάνου».

 

- Τότε, πώς θα ακούγεται στη μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής;

 

«Πραγματικά, η αίθουσα αυτή είναι μεγάλη γι’ αυτόν τον ήχο. Κατά τον 19ο αιώνα άλλαξε η αισθητική, πριμοδοτώντας μεγαλύτερες δυναμικές, όμως η μεγέθυνση του ήχου δεν συντελέστηκε σ’ ένα βράδυ: πήρε δεκαετίες. Επίσης, οι αίθουσες τότε δεν ήσαν μικρότερες: ο Μότσαρτ έπαιζε σε φορτεπιάνο σε αίθουσες 1.000 ατόμων. Πώς ακουγόταν αυτό το όργανο σε τέτοιους χώρους; Απλώς τα αυτιά των ανθρώπων ήσαν τότε συνηθισμένα σε χαμηλότερες δυναμικές, λιγότερους θορύβους: δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, κλαμπ, αυτοκίνητα, μεγάφωνα. Η μεγαλύτερη ένταση που γνώριζαν τότε ήταν μιας συμφωνικής ορχήστρας σε μια αίθουσα με ηχηρή ακουστική˙ κι ας έπαιζαν όργανα με εντέρινες χορδές και φορτεπιάνα χαμηλής έντασης. Το πρώτο σοκ που δοκιμάζει κανείς ακούγοντας όργανα εποχής είναι η χαμηλή ένταση. Υστερα, όμως, το αυτί συνηθίζει και αρχίζεις να ακούς λεπτότερες αποχρώσεις απ’ ό,τι στη σύγχρονη ορχήστρα. Ούτως ή άλλως, όμως, προτείνουμε μια μουσική εμπειρία μεγάλης κλίμακας: με πλήρη συμφωνική ορχήστρα 40-45 μουσικών, με διπλά ξύλινα πνευστά, κόρνα, τρομπέτες, κρουστά!»

 

IΝFO: 12, 13, 14 Απριλίου 2013, 20.30 μ.μ. Τιμές εισιτηρίων: 35, 25, 18, 10 €, πολύτεκνοι και ηλικιωμένοι άνω των 65 € 8,5, φοιτητές, νέοι, άνεργοι και ΑΜΕΑ € 6. Εκπτωση 20% για αγορά εισιτηρίων και για τις τρεις συναυλίες.

 

 

Scroll to top