Το ντοκιμαντέρ «Μεταξά, Ακούγοντας το χρόνο» βγαίνει σήμερα στην Ταινιοθήκη
Ο πολυβραβευμένος ντοκιμαντερίστας Σταύρος Ψυλλάκης αποφάσισε να ασχοληθεί με γιατρούς και νοσηλευτές, που υπήρξαν καρκινοπαθείς και βγήκαν νικητές. Δεν θέλησε να κάνει μια «αγωνιστική» ταινία, αλλά μια υπαρξιακή και στοχαστική πάνω στην ίδια τη ζωή
Της Λήδας Γαλανού
Ο Σταύρος Ψυλλάκης παρουσιάζει από σήμερα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος το ντοκιμαντέρ του, «Μεταξά, Ακούγοντας το χρόνο», μια καταγραφή των σκέψεων των γιατρών και του προσωπικού του αντικαρκινικού Νοσοκομείου Μεταξά, οι οποίοι πάσχουν οι ίδιοι από καρκίνο. Το να πει κανείς ότι μια τέτοια ταινία είναι «αισιόδοξη» ακούγεται τετριμμένο, αλλά το νέο φιλμ του πολυβραβευμένου («Αλλος δρόμος δεν υπήρχε», «Φιλοξενούμενοι», «Ο άνθρωπος που ενόχλησε το σύμπαν») ντοκιμαντερίστα αντλεί τη δύναμή του από τις μαρτυρίες ανθρώπων που συγκρούστηκαν με τον τοίχο και βγήκαν νικητές.
- Ποια ήταν η αφορμή και η έμπνευση για ν’ ασχοληθείτε με καρκινοπαθείς γιατρούς και νοσηλευτές;
«Δεν ήταν δική μου η ιδέα. Υπήρχε ένας γιατρός από το Νοσοκομείο Μεταξά, ο Νίκος Καρβούνης, που είχε την ιδέα 3–4 χρόνια πριν, αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Κάποια στιγμή, ένας κοινός γνωστός μάς γνώρισε. Μας κάλεσε σπίτι του να φάμε πίτσα. Από την πρώτη στιγμή λέω, ναι, μ’ ενδιαφέρει το θέμα, αλλά όχι “ιατρικά”, δεν θέλω να κάνω ένα “αγωνιστικό” ντοκιμαντέρ. Δεν το κάνω ποτέ αυτό το πράγμα και ως χαρακτήρας. Ομως, έχοντας μια γειτνίαση του ανθρώπου, ψυχολογικά τουλάχιστον, με τον θάνατο, μπορούμε να κάνουμε μια υπαρξιακή, μια στοχαστική ταινία πάνω στην ίδια τη ζωή. Ερχόμενος σ’ επαφή μ’ αυτούς τους ανθρώπους, κατάλαβα πως όταν μαθαίνεις ότι έχεις μπροστά σου ένα τέτοιο εμπόδιο, εκείνο που κάνεις είναι ότι συνεχίζεις να ζεις. Εχεις αρκετές μεταστροφές και στη σκέψη σου, και στη ζωή σου, και στην πρόθεσή σου. Ξαναβλέπεις κάπως αλλιώς τα πράγματα. Αν, λοιπόν, με κάτι ασχολείται η ταινία, είναι μ’ αυτό το πράγμα. Γίνεται ευκαιρία να ξανασκεφτούν οι άνθρωποι τη ζωή. Μια φίλη μού είπε: “Θέλω να βλέπω την ταινία κάθε μήνα, για να κάνω ένα λουτρό κάθαρσης!” Σίγουρα δεν είναι για να χαρούμε και να γελάσουμε μόνο. Θα μπορούσε αντί για τον καρκίνο να πραγματεύεται οτιδήποτε άλλο βάζει τον άνθρωπο σε μια οριακή κατάσταση, πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο».
- Ποια θεωρείτε ότι είναι η χρησιμότητα του «Μεταξά» για τον θεατή που θα δει την ταινία;
«Ολη η ιστορία του πολιτισμού, ανά τους αιώνες, είναι ένας εξορκισμός του θανάτου. Ολη η καλή λογοτεχνία ασχολείται με τεράστια εγκλήματα, με πράγματα τα οποία, όταν τα ζήσεις καθημερινά δίπλα σου, δεν είναι καθόλου εύκολη ιστορία, δεν τα αφομοιώνεις, δεν τα αποδέχεσαι, όμως αν τα διαβάσεις σ’ ένα λογοτεχνικό έργο είναι ένα αριστούργημα. Ποια είναι αυτή η μαγική διαδικασία που συντελείται ενδιάμεσα κι ενώ βρίσκονται από τη μεριά της παρακμής, του θανάτου πολλές φορές, τα παίρνει η τέχνη και τα φέρνει από τη μεριά της ζωής και τους δίνει μια απίστευτη γοητεία και όλους αυτούς τους ήρωες θέλεις να τους αγκαλιάσεις, να πιεις έναν καφέ τουλάχιστον μαζί τους;»
- Πώς κερδίζετε την εμπιστοσύνη των ηρώων σας, ώστε να μοιραστούν μαζί σας εμπειρίες και σκέψεις τόσο προσωπικές;
«Αυτή είναι όλη η ουσία και το στοίχημα του ανθρωποκεντρικού ντοκιμαντέρ. Δεν υπάρχει καμιά τεχνική, δεν διδάσκεται τίποτα. Είναι μια καθαρή σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Οσο πιο έντιμος και πιο καθαρός είσαι τόσο περισσότερο μπορείς να κάνεις τον άλλο να σου μιλήσει. Το μόνο που κάνω στις ταινίες μου είναι να καταγράφω ιστορίες εμπιστοσύνης. Δεν κατηγορώ, δεν κρίνω. Νιώθω, καταλαβαίνω, σπλαχνίζομαι. Ακούω μόνο. Και βέβαια προσπαθώ αυτήν την εμπιστοσύνη που κάποιος μου δείχνει να μην την προδώσω ποτέ, ούτε στην ολοκλήρωση της ταινίας. Είναι μια αγωνία που πάντα έχω».
- Στη διαδικασία δημιουργίας της ταινίας συνειδητοποιήσατε ν’ αλλάζει και η δική σας εικόνα απέναντι στον καρκίνο;
«Δεν είχα προσωπική εμπειρία με τον καρκίνο, ούτε στο στενό μου οικογενειακό περιβάλλον, αδελφή, μάνα, πατέρα. Είχα όμως τον πιο καλό μου φίλο, που παίζει στην ταινία, τον Αλέκο. Δεν ζει πια. Νιώθω ότι η διαδικασία της καλλιέργειας της σχέσεις μου μ’ αυτούς τους ανθρώπους, με άλλαξε, με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Δεν μπορείς, όταν κάποιος δίπλα σου βρίσκεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, να πεις “δεν αντέχω”. Δεν μπορείς να νιώσεις την παραμικρή ιδιοτέλεια σε μια τέτοια σχέση».
- Αισθάνεστε ότι το ελληνικό ντοκιμαντέρ, τα τελευταία λίγα χρόνια, έχει αποκτήσει μια πιο δυναμική επαφή με το κοινό;
«Πρόσφατα ξεκινήσαμε την Ενωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ. Συμμετέχω σ’ αυτή την ιστορία και νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί καλοί συνάδελφοι, που κάνουν καλές δουλειές – υπήρχαν και τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν είχε ο κόσμος την ευκαιρία να δει τις δουλειές τους. Νιώθω πολύ καλά ανάμεσά τους, μια οικειότητα, και βλέπω ότι ο καθένας με τον τρόπο του, τον χαρακτήρα του, τη διαφορετικότητά του, αρχίζει και βγαίνει σιγά σιγά προς τα έξω. Υπάρχουν πολλοί νέοι σκηνοθέτες, που έχουν διάθεση και μεράκι και δεν μπορούν να μπουν στον κυκεώνα μιας μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας, στα τεράστια ποσά που είναι απαραίτητα. Μέσα από το ντοκιμαντέρ μπορούν να βρουν πιο εύκολα τον δρόμο τους. Το αγαπώ το ελληνικό ντοκιμαντέρ κι ελπίζω να προχωρήσει».