Pin It

Του Βίκτωρα Νέτα

 

Η απίστευτου κυνισμού και σπάνιας κακότητας πρόκληση προς όλους τους Ελληνες του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με τη δήλωση ότι δεν βλέπει «καμιά ελπίδα» για την καταβολή αποζημιώσεων στην Ελλάδα, «καθώς το ζήτημα αυτό έχει ξεκαθαριστεί από καιρό», ξύπνησε σε όσους έζησαν τις μαύρες μέρες της γερμανο-ιταλο-βουλγαρικής κατοχής οδυνηρές μνήμες, που δεν έσβησε ο χρόνος. Προκάλεσαν οι δηλώσεις κύμα οργής και κατακλύστηκαν οι εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια με εικόνες της ναζιστικής φρίκης.

 

Πλήρωσε η Ελλάδα με πολύ αίμα και τεράστιες καταστροφές την απρόκλητη επιδρομή των νεοβαρβάρων: εκτελέστηκαν 64.829 Ελληνες -ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά-, εξοντώθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα πάνω από 100.000 όμηροι -από αυτούς 60.000 ήταν Ελληνες Εβραίοι-, καταστράφηκαν από βομβαρδισμούς και πυρπολήσεις 401.000 σπίτια και άλλες οικοδομές, προκλήθηκαν 3.700 καταστροφές σε υποδομές πόλεων και χωριών, πέθαναν από πείνα 260.000 Ελληνες. Επίσης, κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο και τη γερμανική εισβολή οι νεκροί ξεπέρασαν τις 30.000.

 

Υπάρχουν πλήρη στοιχεία για τις οφειλές πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ της Γερμανίας προς την Ελλάδα, τόσο για τις πολεμικές αποζημιώσεις, όσο και για τα κατοχικά δάνεια, που πήραν από τη ρημαγμένη χώρα μας. Ας ελπίσουμε αυτή τη φορά η Ελλάδα να μην κάνει πίσω και να διεκδικήσει με κάθε μέσο τις οφειλές. Θα είναι μια δικαίωση των θυμάτων της θηριωδίας, αλλά και όσων ζουν και θυμούνται.

 

Την περασμένη Τετάρτη -10 Απριλίου- ο σεβαστός καθηγητής Κώστας Ε. Μπέης στο άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία», που το δημοσίευσε και στα γερμανικά, θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια κατά την Κατοχή, που η πείνα άφησε σ' αυτόν και στον μικρότερο αδερφό του «σκιές στους πνεύμονες». Διαβάζοντας το άρθρο ξύπνησαν και οι δικές μου μνήμες, μνήμες όλων όσοι γεννηθήκαμε πριν από τον πόλεμο και είμαστε παιδιά στην Κατοχή. Στην ιταλοκρατούμενη Δυτική Μακεδονία, όπου είχε αρχίσει πολύ σύντομα η Αντίσταση, δεν γνωρίσαμε πείνα, αλλά τη βία του κατακτητή που «έστελνε» αντάρτες στο βουνό. Οι Ιταλοί είχαν επιτάξει το μισό μας σπίτι, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα προκλητικοί. Οταν την άνοιξη του 1943 συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί και άρχισαν να αποχωρούν και από την περιοχή μας, έπεσε πανικός και στην επαρχία Βοΐου Κοζάνης από την πληροφορία ότι «έρχονται οι Γερμανοί και καίνε τα χωριά».

 

Οπως αναφέρεται και στα «Αρχεία της Εθνικής Αντίστασης» της Διεύθυνσης της Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ (τόμος 8ος, σελ. 371-380) «70 χωριά της περιοχής Γρεβενών επυρπολήθησαν εξ ολοκλήρου τον Μάρτιον του 1943. Επίσης, άλλα 14 χωριά στους νομούς Φλώρινας, Κοζάνης και Καστοριάς. Στο δημοσιευόμενο στα Αρχεία «Ειδικόν Δελτίον», με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1943, αναφέρεται: «Εις το Δελτίον τούτο παρατίθενται τινά εκ των χαρακτηριστικών γεγονότων, τα οποία παρέχουν ελαχίστην και αμυδράν ιδέαν των ωμοτήτων, αίτινες διεπράχθησαν και διαπράττονται υπό των κατακτητών της Ελλάδος. Την οικονομικήν εξαθλίωσιν, τον ολοκληρωτικόν υποσιτισμόν του ελληνικού λαού. Τον κίνδυνον του εξαφανισμού της ελληνικής φυλής. Την παθητικήν αντίστασιν του λαού. Την δυναμικήν ενέργειαν των πατριωτών και την πολεμικήν δράσιν των ανταρτών. Η έκτασις των ωμοτήτων, αίτινες διεπράχθησαν και διαπράττονται υπό των προσωρινών κατακτητών εν Ελλάδι, είναι τοιαύτη, ώστε απροκαλύπτως η ανθρώπινη ιστορία να αισχύνηται διά την οργανωμένην εκμηδένισιν του αμάχου και αόπλου πληθυσμού του πολεμικώς αντιπάλου».

 

Οταν επιβεβαιώθηκε η πληροφορία ότι «οι Γερμανοί καίνε χωριά» ξεσηκώθηκε και ο κόσμος στο χωριό μας, τη Νεάπολη, και άρχισε μαζική φυγή προς τις πόλεις και κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη. Αποφάσισαν και οι δικοί μου να εγκαταλείψουμε τα πάντα και να φύγουμε. Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν. Θα φεύγαμε με τα πόδια περπατώντας μέσα από χωματόδρομους και μονοπάτια. Για να μη χαλάσουμε εμείς τα παιδιά τα παπούτσια μας, ένας παππούς μάς έφτιαξε τσαρούχια από γουρουνόδερμα. Οι άνδρες έφυγαν πρώτοι και ακολούθησαν τα γυναικόπαιδα. Είχε οργανώσει καλά το καραβάνι η γιαγιά Αντιγόνη, προσφυγομάνα του Πόντου και της Ρωσίας, που είχε φέρει από το Ουζμπεκιστάν μέσω Περσίας την οικογένειά της στην Ελλάδα μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σε ένα γαϊδουράκι φόρτωσε τρόφιμα και ζωντανά κοτόπουλα, που τα έσφαζε στον δρόμο και μαγείρευε. Είχε πάρει και την αγελάδα της, που την άρμεγε στον δρόμο και πίναμε τα παιδιά γάλα.

 

Περπατούσαμε ώρες ατέλειωτες, περνώντας βουνά, κάμπους και ποτάμια. Είχαμε συναντήσει κι αντάρτες στον δρόμο. Διανυκτερεύαμε σε χωριά της διαδρομής, ώσπου φτάσαμε στην Πτολεμαΐδα. Εκεί η γιαγιά Αντιγόνη πούλησε την αγελάδα και το γαϊδουράκι, νοίκιασε ένα φορτηγό-γκαζοζέν και φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη, όπου προσωρινά θα μας φιλοξενούσαν σε φιλικά σπίτια, έως ότου μας τακτοποίησε η Επιτροπή Λαϊκής Στέγασης. Οταν μπαίναμε στη Θεσσαλονίκη, οι Γερμανοί μάζευαν τους 60.000 Εβραίους της πόλης, τους φόρτωναν σε φορτηγά τρένα και τους έστελναν στα στρατόπεδα του θανάτου, από τα οποία γύρισαν μόλις δύο με τρεις χιλιάδες άτομα. Μια από τις πιο φοβερές εικόνες της ζωής μου ήταν οι ατέλειωτες ουρές των κατατρομαγμένων Εβραίων στην Εγνατία Οδό, που τους οδηγούσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό.

 

Εφιαλτικές ήταν οι μέρες και περισσότερο οι νύχτες με τη συσκότιση, τους συναγερμούς και τους βομβαρδισμούς στη Θεσσαλονίκη, που κάθε μέρα θρηνούσε θύματα και μετρούσε καταστροφές. Αυτή η πόλη, «η πρωτεύουσα των προσφύγων», όπως τη «βάφτισε» ο συγγραφέας της Γιώργος Ιωάννου, δεχόταν καθημερινά καραβάνια προσφύγων, που εγκατέλειπαν τα πυρπολημένα από τους κατακτητές χωριά.

 

Αυτά όλα δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε, κύριε Σόιμπλε! Και οι αποζημιώσεις, αν κάποτε δοθούν, δεν θα σβήσουν από την ιστορική μνήμη τα ναζιστικά εγκλήματα.

 

[email protected]

 

 

 

Scroll to top