Pin It

Του Βασίλη Καρύδη*

 

Το τελευταίο διάστημα είμαστε για άλλη μια φορά μάρτυρες μιας «σωφρονιστικής έκρηξης». Οι φυλακές κυριολεκτικά «βράζουν», καθώς ο πληθυσμός αυξάνει και οι συνθήκες κράτησης επιδεινώνονται. Ενας σκληρός πυρήνας υπότροπων κρατουμένων αναβαθμίζει προκλητικά την επικινδυνότητα των τρόπων δράσης του. Η σωφρονιστική διοίκηση και το φυλακτικό προσωπικό παραπαίουν μεταξύ ανεπάρκειας, φόβου, αυξημένων απαιτήσεων και μειωμένων πόρων. Οι διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν με έμφαση την ελλιπή προστασία βασικών δικαιωμάτων των κρατουμένων. Η κοινωνία διακατέχεται από αισθήματα «τιμωρητικότητας», με αντιφατικά όμως χαρακτηριστικά ( από το «όλοι στη φυλακή» μέχρι το «αυτούς βρήκανε να πιάσουνε;»). Οι θεσμοί πιέζονται στα όρια της διάρρηξης. Η πολιτική ηγεσία ακολουθεί συνήθως τα γεγονότα «σβήνοντας φωτιές» και έχει επιδοθεί σε συνεχή νομοθετική παραγωγή με στόχο (ή «ευσεβή πόθο»;) τον εξορθολογισμό και την αποσυμφόρηση του σωφρονιστικού συστήματος. Ενώ όμως τα πράγματα έχουν έτσι, αποτελεί ζητούμενο ο τρόπος που η Ποινική Δικαιοσύνη, ως κρίσιμη συνιστώσα του συνολικού ποινικο-σωφρονιστικού συστήματος, αντιλαμβάνεται τον ρόλο της.

 

Πρόσφατα, το συνδικαλιστικό όργανο των δικαστικών λειτουργών καταδίκασε με δριμύτητα μία αποστροφή του υπουργού Δικαιοσύνης περί «δικαστικού ακτιβισμού», την οποία θεώρησαν μειωτική για την αμεροληψία και το απροσωπόληπτο της κρίσης τους. Είναι βεβαίως εύλογο κάθε επαγγελματικό σώμα, ακόμη περισσότερο στην περίπτωση του λειτουργήματος, να υπερασπίζεται το κύρος, την αυθεντία και την αξιοπιστία του. Είναι επίσης ενδεχόμενο ότι κάθε δικαστικός λειτουργός ειλικρινά θεωρεί ότι κατά τη δικαιοδοτική διαδικασία ακολουθεί αμερόληπτα τα κριτήρια που θέτει ο νόμος χωρίς να επηρεάζεται από προκαταλήψεις, υποκειμενικές πεποιθήσεις ή κάθε είδους σκοπιμότητες. Αποτελεί, άλλωστε, κοινή παραδοχή ότι η όποια εξωθεσμική επίδραση στην ανθρώπινη κρίση συνήθως συμβαίνει με τρόπο λανθάνοντα και ασυνείδητο για το υποκείμενο. Οπως επισημαίνει μία παλαιότερη έρευνα του ΕΚΚΕ: « Οι απαντήσεις που δόθηκαν προδίδουν μια προσπάθεια των δικαστικών λειτουργών προς εκλογίκευση a posteriori των όσων εφαρμόζουν στην πράξη εντελώς εμπειρικά και υπό το κράτος των εντυπώσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης». Στην ανωτέρω διαμαρτυρία των δικαστικών λειτουργών, για παράδειγμα, γίνεται επίκληση της ιδιαίτερης έξαρσης της βαριάς εγκληματικότητας ώστε να δικαιολογείται η αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης. Αυτή η αντίληψη όμως δεν υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα στοιχεία. Σύμφωνα με τη στατιστική της ΕΛ.ΑΣ., το έτος 2012 παρατηρείται μείωση στις βασικές κατηγορίες εγκλημάτων συγκριτικά με το 2011, ενώ επίσης καταγράφηκαν στην επικράτεια οι λιγότερες ανθρωποκτονίες, ληστείες, κλοπές και διαρρήξεις της τελευταίας τριετίας (2010-2012).

 

Υπό το πρίσμα αυτό, φαίνεται να επαναλαμβάνεται με άλλους όρους και για άλλους λόγους το φαινόμενο που παρατηρήθηκε μετά την αποκάλυψη του μεγάλου «παραδικαστικού σκανδάλου» μερικά χρόνια πριν (2005). Το δικαστικό σώμα, ως συλλογικό υποκείμενο, υπερασπίζεται τον διακριτό του ρόλο και διεκδικεί το κύρος και την κοινωνική του νομιμοποίηση μέσω της τιμωρητικής σκλήρυνσης και (συχνά) της επιλεκτικότητας κατά την ποινική μεταχείριση. Οπως είχε τότε εύστοχα επισημανθεί: «οι καταδίκες αυξήθηκαν, τα ύψη των ποινών ανήλθαν, τα ελαφρυντικά ξεχάστηκαν, οι απολύσεις με όρους λιγόστεψαν μέχρι αφανισμού. Αυτό επισημαίνουν σταθερά οι Δικηγορικοί Σύλλογοι. […] Διακριτική εξουσία δεν σημαίνει εξουσία απόλυτη».1 Σε εμπειρική έρευνα στο Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για την επιμέτρηση των ποινών στις υποθέσεις ναρκωτικών, διαπιστώθηκε ότι σε παρόμοιες υποθέσεις (είδος ουσίας, ποσότητα κ.λπ.) υπήρξε αισθητή αύξηση των επιβαλλόμενων ποινών κατά το έτος της αποκάλυψης του «παραδικαστικού» σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο (2004). Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος ποινών σε έτη ήταν το 2004 για τα λεγόμενα «μαλακά» ναρκωτικά 5,3 και για τα «σκληρά» 7,3, ενώ το 2005 εκτινάσσεται σε 7,6 και 8,6, αντίστοιχα. Ειδικά για τη βαρύτερη κλίμακα ποινών (10 έτη έως ισόβια κάθειρξη) το ποσοστό στο σύνολο ανέρχεται από 16% των αποφάσεων το 2004 σε σχεδόν 30% το 2005!2

 

Είναι καλό να γίνει συνείδηση όλων ότι οι δικαστικές κρίσεις αποτελούν σύνθετες διεργασίες που εμπλέκουν πολλές παραμέτρους. Επίσης, ότι η «δικαιοκρατική κουλτούρα» και η ισονομία στην πράξη δεν εντέλλονται μηχανιστικά με διατάξεις ούτε επιβάλλονται με διακηρύξεις, αλλά συγκροτούνται σταδιακά και διαλεκτικά μέσω της καθημερινής τρέχουσας εφαρμογής των θεσμών. Αυτό συνιστά την κρίσιμη προσφορά αλλά και ευθύνη των δικαστών έναντι της δημοκρατίας.

 

1 Ν. Παρασκευόπουλος, «Ποινική Δικαιοσύνη: Πώς κρίνονται οι κρίνοντες;» «Ελευθεροτυπία», 1-11-2006

 

2 Β. Καρύδης, «Οψεις κοινωνικού ελέγχου στην Ελλάδα», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2010

 

…………………………………………

 

*Καθηγητής Εγκληματολογίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

 

 

Scroll to top