ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
Η κατασκευή, η «αξιοποίηση», η κατεδάφιση
Toυ Δημήτρη Γκιώνη
Στις 10 Ιανουαρίου 1968 στο τμήμα Εφηβείο των Φυλακών Αβέρωφ (λεωφόρος Αλεξάνδρας, όπου σήμερα ο Αρειος Πάγος), δινόταν η παγκόσμια πρώτη ενός μουσικού έργου. Ηταν τα «Επιφάνια Αβέρωφ» του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος, όντας έγκλειστος της χούντας, μελοποίησε εκεί με υποτυπώδη μέσα το εν λόγω έργο σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη.
Εκτελεστής ο συνθέτης, με τη συμβολή συγκρατουμένων του, υπό την ανοχή των κρατούντων, οι οποίοι προφανώς ήθελαν να δείξουν ότι οι άνθρωποι, αντίθετα απ’ ο,τι συνέβαινε, καλοπερνούσαν στις φυλακές!
Το έργο κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα, το 1971, στο εξωτερικό (Παρίσι) από την Polydor, υπό τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη (που ήδη βρισκόταν στο εξωτερικό), με απαγγελία του Ιβ Μοντάν και ερμηνευτή τον Αντώνη Καλογιάννη. Μετά την πτώση της χούντας κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα από τη «Μίνος» (στον ίδιο δίσκο, και «Ο ήλιος και ο χρόνος»- κύκλος ποιημάτων του Θεοδωράκη, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη). Στη δεύτερη αυτή έκδοση υπάρχουν, από φωτοτυπημένο χειρόγραφο, και τα ονόματα των κρατουμένων–συντελεστών της εκτέλεσης στη φυλακή, μαζί μ’ ένα σχέδιο του παλιού αγωνιστή και καλλιτέχνη Κυριάκου Τσακίρη.
Μεταξύ των πολιτικών φυλακισμένων –αντρών και γυναικών- στις Φυλακές Αβέρωφ, τότε, και η Ρένα Χατζηδάκη, όπου εκεί έγραψε, με το ψευδώνυμο Μαρίνα, το ποιητικό έργο «Σε κατάσταση πολιορκίας», που επίσης μελοποίησε ο Θεοδωράκης.
Κρίμα…
Οι έγκλειστοι της χούντας στις Φυλακές Αβέρωφ ήταν και οι τελευταίοι, καθώς το 1972 κατεδαφίστηκαν για να αναγερθεί στη θέση τους το προαναφερόμενο δικαστικό μέγαρο (λες και δεν μπορούσε να βρεθεί άλλος χώρος, από τους τόσους που ανήκουν στο Δημόσιο). Ετσι χάθηκε ένα ακόμη επιβλητικό κτίριο (κατασκευασμένο από πελεκητή πέτρα) που, μετατρεπόμενο σε ιστορικό μουσείο, θα θύμιζε όσα, κάτω από οδυνηρές για τον τόπο συνθήκες, διαδραματίστηκαν πίσω από τα ντουβάρια του.
Ας προσθέσω, μέρα που ξημερώνει αύριο (46 χρόνια από τότε…), μερικά ακόμα για το κτίριο αυτό, που ανεγέρθη το 1894, με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ, ο οποίος, προφανώς, δεν φανταζόταν την εξέλιξή του. Στη δαπάνη της επέκτασής του που ακολούθησε, συνέβαλε ο τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Β’, εξάδελφος της ημέτερης βασίλισσας Ολγας. (Επειδή ωστόσο για την επέκταση του ίδιου κτιρίου είχε έναν καλό λόγο και η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του δούκα της Ρωσίας, δόθηκε τ’ όνομά της στον δρόμο μπροστά από τις φυλακές).
Αρχική ονομασία Εφηβείο Αβέρωφ, από το γεγονός ότι προοριζόταν για παιδιά, που ώς τότε «φιλοξενούνταν» σε φυλακές με μεγαλύτερους κατάδικους. Αργότερα, με την επέκταση, όσα δεν είχαν εκτίσει την ποινή τους, μετακινούνταν στο τμήμα ενηλίκων. Κάπου εκεί άλλαξε και ο τίτλος: Φυλακές Αβέρωφ, ενώ απλώθηκαν περισσότερο με τη δημιουργία θαλάμων εργασίας, εκκλησίας, νοσοκομείου (αυτό πήρε τα’ όνομα του βασιλιά Παύλου) και άλλων βοηθητικών χώρων.
Αιωνία η μνήμη…
Εν τω μεταξύ «αξιοποιήθηκαν» ως φυλακές για πολιτικούς κρατούμενους (ανάμεσά τους προσωπικότητες του πολιτικού κόσμου) – άντρες και γυναίκες (μερικές με τα παιδιά τους): Αντιστασιακούς στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, στα «Δεκεμβριανά» (οπότε ένα τμήμα γκρεμίστηκε από ανατίναξη), κάποιους συνεργάτες των Γερμανών (αργότερα… δικαιώθηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι), στον εμφύλιο και, τέλος, στην περίοδο της δικτατορίας. Το μόνο που θυμίζει τα «πέτρινα χρόνια» (κατά τον τίτλο της γνωστής ταινίας του Παντελή Βούλγαρη, του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται στις εν λόγω φυλακές) είναι μια μαρμάρινη στήλη στο προαύλιο του δικαστικού μεγάρου, που στήθηκε το 2000 από τον Δήμο Αθηναίων και την κίνηση Eνωμένη Εθνική Αντίσταση: «Στον χώρο αυτό λειτούργησαν επί δεκαετίες οι Φυλακές Αβέρωφ. Αιωνία η μνήμη στους Ελληνες και τις Ελληνίδες που κρατήθηκαν και θυσιάστηκαν στο όραμα της εθνικής ελευθερίας και της Δημοκρατίας».
Τελειώνοντας, μερικοί στίχοι από τα «Επιφάνια» του Σεφέρη (γραμμένο το 1937), που μελοποίησε στις Φυλακές Αβέρωφ ο Θεοδωράκης:
«Κράτησα τη ζωή μου μέσα στην απέραντη σιωπή / δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ / ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη / σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια / σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας ευτυχία».
……………………………………………………………….
Στο πλαίσιο
Σαράντα έξι χρόνια – και πώς περνά ο πίσω μας χρόνος… Στο χώμα οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της –πραξικοπηματίες και πολέμιοι–όχι και τόσοι πολλοί, πικρή αλήθεια, οι δεύτεροι, γιατί αν ήταν, δεν θα κρατούσε εφτά χρόνια. Και καλά ο λαουτζίκος, που λένε οι κοσμικοί, αλλά κοτζάμ ακαδημαϊκοί και πανεπιστημιακοί να κάθονται σούζα και ν’ ακούνε τις νουθεσίες και τις ασυναρτησίες (π.χ. «πεζός δεν έπεσε από άλογον!») του δικτάτορα; Ως πρόσθετη δοκιμασία σε βαρυποινίτες, κάτι πάει.
***
Εφηβος τη χρονιά εκείνη, νεοσσός περίπου στη δημοσιογραφία – και να, ο κόσμος ανάποδα. Η πιο μεγάλη –μαύρη- μέρα, και ανάλογες οι κατοπινές. Με τους παλιότερους, που υποτίθεται κάτι ήξεραν, να μην έχουν, παρά τα φαινόμενα, προετοιμάσει ούτε καν για τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας δικτατορίας (κάποιους, που κάτι είχαν ψυλλιαστεί, ποιος τους άκουγε;) Στον ύπνο.
***
Είχε προηγηθεί η εκλογική νίκη του «Γέρου της Δημοκρατίας» («Η Δημοκρατία ενίκησε!»), με τα πλήθη να πορεύονται καθημερινά στο Καστρί, αξιώνοντας να πραγματοποιήσει όσα αφειδώς είχε υποσχεθεί (χούι που κουβαλάνε ασυλλόγιστα οι εκάστοτε μνηστήρες της εξουσίας). Επακόλουθα: η αποστασία, η χούντα, ο «γύψος».
***
Και η πορεία προς το τέλος: η αντίσταση κάποιων απόκοτων, η ανταρσία στο ναυτικό, η Νομική, το Πολυτεχνείο, η θυσία της Κύπρου, η ανατροπή (αφού «προστάτες» και ντόπιοι παρατρεχάμενοι είχαν κάνει τη δουλειά). Και στη συνέχεια: 35 χρόνια στο ανέμελο, με ποικιλώνυμα δάνεια, από κρατούντες και πολίτες. Και η κατάληξη που βιώνουμε: τα μνημόνια, τα πάνω-κάτω.
ΚΑΙ… Κι αυτοί –οι πέρα βρέχει– να σκοτώνονται στα γήπεδα.