Pin It

Το κλασικό έργο του Εντουαρντ Αλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» στο Πόλη-Θέατρο

 

Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου ενσαρκώνει τη μυθική θεατρική ηρωίδα Μάρθα, που ξεσκίζει τον σύζύγό της σε μια άγρια νύχτα αποκάλυψης. Παρτενέρ της ο Δάνης Κατρανίδης

 

Της Εφης Μαρίνου

 

getFile (26)«Τολμώ να πω ότι το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» είναι το έργο που θα ταυτιστεί με το όνομά μου –ή το όνομά μου με αυτό- και εγώ από τον στενό μου τάφο δεν θα έχω καμιά αντίρρηση», είχε πει πριν από χρόνια ο Εντουαρντ Αλμπι. Και είχε δίκιο. Μετά τις πρώτες του παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ (1962) έγινε διεθνής επιτυχία, διακτινίστηκε στο Χόλιγουντ -βραβεύτηκε με Οσκαρ-, πήρε τη θέση του ως κλασικό στο παγκόσμιο θεατρικό ρεπερτόριο.

 

Τώρα ο Τζορτζ και η Μάρθα ξαναρχίζουν τον πόλεμο έως εσχάτων σε ένα αστικό σαλόνι-κλουβί, με λέξεις-ξυράφια, σαδιστικό χιούμορ, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Ο Δάνης Κατρανίδης και η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, στο Πόλη-Θέατρο, περνούν από την ψευδαίσθηση στην αλήθεια, από τη φαντασία στην πραγματικότητα, από τη διάλυση στον σπαραγμό, μέχρι να μείνουν ξέπνοοι σ’ ένα άδειο πεδίο μάχης. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου μάς μίλησε για το έργο και τον ρόλο-μύθο της Μάρθας που ερμηνεύει.

 

«Με τρόμαξε ο ρόλος. Αλλιώς τον βλέπεις απέξω, αλλιώς από μέσα. Το έργο έχει τεράστια δύναμη αλλά ενέχει φοβερές παγίδες για σκηνοθέτη και ηθοποιούς. Γλιστράει από το ένα στο άλλο, μαλακά στην αρχή, κι ύστερα αναπτύσσει ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Σαν τρένο που σε παρασύρει. Δεν πρόκειται για μεταπτώσεις των ηρώων, αλλά για δεκάδες στοιχεία ρόλων που συνυπάρχουν σ’ αυτούς».

 

Η Μάρθα ξεκινάει το παιχνίδι της βραδιάς με ταμπεραμέντο, ένταση, επιθετικότητα. Εκθέτει και εκτίθεται σταδιακά, μέχρι να αποκαλύψει το «μέσα» της, το μεδούλι της ψυχής της. Το άγριο παιχνίδι έχει θεατές. Ενα νεαρό ζευγάρι, που πάνω στον Τζορτζ και τη Μάρθα προβάλλει το δικό του μέλλον, αλλά και το ίδιο το κοινό που, μ’ έναν τρόπο, γίνεται συμμέτοχο.

 

«Δεν πρόκειται για συνηθισμένη βραδιά. Το τρένο εκτροχιάζεται. Ο έρωτας, η σχέση είναι αρένα. Με δύο παίκτες. Εκεί τοποθετούν το γήπεδό τους, οργανώνουν το παιχνίδι τους. Ορμούν, ο καθείς με τα όπλα του, με σκοπό τη νίκη. Η Μάρθα δεν έχει χιούμορ. Επιτίθεται ευθέως, τα παιχνίδια της είναι ακραία, διαθέτει όπως της λέει ο Τζορτζ “μια εξαίσια αίσθηση του γελοίου”. Εκείνος γλωσσοπλάστης, σαρκαστικός, την πολεμά με τις λέξεις. Η Μάρθα ήθελε από εκείνον να τολμήσει, να κάνει καριέρα, να διαπρέψει όπως ο πατέρας της. Ο Τζορτζ, ανθρωπιστής, παθιασμένος με την Ιστορία, αρκείται στη θέση του απλού καθηγητή. Δεν του το συγχωρεί. Γι’ αυτό τον βασανίζει, τον εξοντώνει».

 

Η απαξία της προς αυτόν κρύβει εξάρτηση, βαθιά αγάπη. Πίσω από το ξέσκισμά τους αναγνωρίζεις την ανάγκη του ενός για τον άλλον.

 

«Ματώνουν και μετά είναι πάλι μαζί, γιατί αυτό θέλουν. Νιώθω τους θεατές να ξέρουν τι είναι αυτό που διαδραματίζεται μπροστά τους στη σκηνή. Μια χαρά συμβαίνουν τέτοια πράγματα και στις καλύτερες οικογένειες… Να θέλεις να πατήσεις τον άλλον κάτω, να μην είναι έτσι όπως θα ήθελες να είναι, να μη σταματάς να του το ουρλιάζεις, αλλά αυτόν ακριβώς χρειάζεσαι, αυτόν αγαπάς. Φαίνεται στον συγκλονιστικό μονόλογο της Μάρθας προς το τέλος του έργου: «Τον Τζορτζ που είναι καλός μαζί μου, ενώ εγώ τον ξεφτιλίζω. Που μου δείχνει κατανόηση κι εγώ του δείχνω απέχθεια. Που προσπαθεί να με κάνει να γελάσω κι εγώ πνίγω το γέλιο μου για να μην το δει. Που με αγκαλιάζει τη νύχτα για να με ζεστάνει κι εγώ τον δαγκώνω για να ματώσει. Που μπορεί να με κάνει ευτυχισμένη κι εγώ δεν θέλω να γίνω ευτυχισμένη”»…

 

Ο Τζορτζ θα παίξει το τελευταίο του χαρτί ρίχνοντας τη Μάρθα στο «καναβάτσο». Θα καταστρέψει το 19χρονο επινοημένο παιδί τους, το ζωτικό τους ψεύδος, τα χέρια που τους «κρατούσαν σε απόσταση για είναι προστατευμένοι ο ένας από τον άλλον». Κι όλα αυτά μέσα σε μια νύχτα, μέχρι το ξημέρωμα, ενώ το ποτό ρέει ασταμάτητα.

 

«Γιατί «η νύχτα είναι των δαιμόνων και των παραμυθιών θυγατέρα»… Και φυσικά η ύαινα Μάρθα και ο σαρκαστικός Τζορτζ πίνουν. Το ποτό είναι ο καταλύτης για να χάσεις το μέτρο, να απελευθερωθείς, να πεις τα ανείπωτα. Στην αφίσα της παράστασης που παίζεται φέτος στη Ν. Υόρκη, δεσπόζει ένα μπουκάλι ουίσκι».

 

Η εξονυχιστική απογύμνωση της κοινής ζωής ενός ζευγαριού διαβάστηκε ακόμα και ως αποτύπωση της ψευδαίσθησης του αμερικάνικου ονείρου, αν λάβουμε υπόψη ότι οι ήρωες φέρουν τα ονόματα των Τζορτζ και Μάρθας Ουάσινγκτον, των πρώτων πολιτών της χώρας.

 

Το έργο και οι ρόλοι έχουν σκιαστεί από μυθικές ερμηνείες. «Πιστεύω ότι πρέπει να αφήνεις το έργο να σε οδηγεί, κι όπου σε πάει. Αν πας να το συναντήσεις ως ψώνιο, θα σου πει γεια χαρά…. Ούτε χρειάζεται να έχεις λόγο ταύτισης. Οι ρυτίδες της ψυχής, του σώματος, του μυαλού, δεν αποπνέουν την ανάμνηση αλλά την αίσθηση του πόνου. Κι αν δεν έχω ζήσει αυτό το ξέσκισμα των ηρώων, έχω γνωρίσει τον πόνο και τα παρελκόμενά του», λέει η Μίρκα Παπακωνσταντίνου.

 

Πώς αντιδρούν οι θεατές; «Σοκάρονται, γελούν αλλά στο τελευταίο δραματικό τέταρτο βουβαίνονται. Με εντυπωσιάζει το έντονο χειροκρότημα. Δεν είναι το απλό της επιβράβευσης ημών, αλλά η συγκίνηση που προκαλεί το ίδιο το έργο».

 

[email protected]

 

INFO: Πόλη-Θέατρο (Φωκαίας 4, πλ. Βικτωρίας, τηλ.:211 18 28 900) Μετάφραση: Δάνης Κατρανίδης. Σκηνοθεσία Γιώργος Νανούρης. Σκηνικά-Κουστούμια: Γιώργος Πάτσας. Παίζουν ακόμα: Χρύσα Παππά, Παναγιώτης Εξαρχέας.

 

 

 

 

 

Scroll to top